ΕΚΤ και Νταβός όμηροι του ”σκληρού” ευρώ

Το ”σκληρό” ευρώ δεν αποτελεί πρόβλημα για την ΕΚΤ, παρά τις αρνητικες συνέπειες για τις εξαγωγές. Ο ΟΟΣΑ προεξοφλεί μείωση των επιτοκίων από τη συνεχιζόμενη ανατίμηση του ευρώ, ενώ ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών στοιχηματίζει στο G-7 για την ανακοπή της ανόδου του ευρώ.

ΕΚΤ και Νταβός όμηροι του ”σκληρού” ευρώ
H ΕΚΤ από τη Φρανκφούρτη καθησύχασε την ευρωζώνη ότι οι αρνητικές συνέπειες από την ανατίμηση του ευρώ θα περιοριστούν στις εξαγωγές, ενώ παράλληλα υποσχέθηκε χαμηλό πληθωρισμό και επιτόκια για αρκετό καιρό.

Παράλληλα, κατέστησε σαφές ότι θα απέχει από παρεμβάσεις μείωσης επιτοκίων ή στις συναλλαγματικές αγορές για να οδηγήσει τη διολίσθηση του ευρώ, αποστέλλοντας τελεσίγραφο στο Ecofin για σεβασμό του Συμφώνου Σταθερότητας.

Αμέσως μετά τη δημοσίευση της έκθεσης της ΕΚΤ, το ευρώ εκτινάχθηκε πάνω από τα 1,27 δολάρια.

Από την άλλη μεριά των γερμανικών Άλπεων, ο διευθυντής οικονομολόγων του ΟΟΣΑ προβλέπει μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ, ενώ ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών προεξοφλεί στο Νταβός ότι το G-7 θα προσπαθήσει να ανακόψει τη διολίσθηση του δολαρίου.

Το ”σκληρό” ευρώ δεν θα περιορίσει την επιτάχυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας το 2004, παρόλο που θα έχει κάποιες αρνητικές συνέπειες στις εξαγωγές της ευρωζώνης, γιατί η ανάκαμψη της οικονομίας θα αυξήσει τη ζήτηση απορροφώντας τις αρνητικές συνέπειες της ανατίμησης, εκτιμά η μηνιαία έκθεση της ΕΚΤ για τον Ιανουάριο που παρουσιάστηκε σήμερα στη Φρανκφούρτη.

Η ανατίμηση του ευρώ διευκολύνει τη σταθεροποίηση των τιμών και του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα, γεγονός που θα επιτρέψει τη διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων με άξονα τα σημερινά τους επίπεδα, ενώ οι έντονες διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών δημιουργούν αναπόφευκτα προβλήματα στις οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές και για το λόγο αυτό θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη, υπογραμμίζει η ΕΚΤ.

Η ευρωπαϊκή νομισματική αρχή καθιστά εμφανές ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε παρεμβάσεις για να αντιμετωπίσει την ανατίμηση του ευρώ διαμέσου μείωσης επιτοκίων ή άμεσης παρέμβασης στις συναλλαγματικές αγορές, πουλώντας δηλαδή ευρώ έναντι δολαρίων.

Το ευρώ εκτινάχθηκε αμέσως μετά τη δημοσίευση της μηνιαίας έκθεση της ΕΚΤ για τρίτη διαδοχική συνεδρίαση της αγοράς του Λονδίνου στα 1,2728 δολάρια, από τα 1,2644 δολάρια του προηγούμενου κλεισίματος στην αγορά της Νέας Υόρκης, καταγράφοντας παράλληλα ισχυρά κέρδη και έναντι του ιαπωνικού νομίσματος, ξεπερνώντας τα 135 γεν.

Το ευρώ αποκόμιζε πάνω από 3 σεντς έναντι του δολαρίου από τις αρχές της εβδομάδας, ενώ το 2003 εκτινάχθηκε κατά 20% έναντι του αμερικανικού νομίσματος, το οποίο υποχώρησε στα 106,38 γεν.

Παράλληλα, η μηνιαία έκθεση της ΕΚΤ αποτελεί πραγματικό τελεσίγραφο προς τις εθνικές κυβερνήσεις που συμμετέχουν στο Ecofin, να σεβαστούν τις δεσμεύσεις που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας σε ό,τι αφορά στη δημοσιονομική πειθαρχία, επιβεβαιώνοντας την διαγώνια συμμαχία της ευρωπαϊκής νομισματικής αρχής με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να αντιμετωπίσουν την χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας που προωθεί σαφώς το Ecofin.

Σεβόμενη την αυτονομία των κοινοτικών οργανισμών, η ΕΚΤ αποφεύγει να τοποθετηθεί άμεσα στην υπόθεση της προσφυγής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εναντίον της απόφασης του Ecofin στις 25 Νοεμβρίου, που επέτρεψε στη Γαλλία και τη Γερμανία να αποφύγουν κυρώσεις για την παραβίαση του Συμφώνου Σταθερότητας.

Η ΕΚΤ επιμένει πάντως ότι ο δρόμος των διαρθρωτικών αλλαγών αποτελεί τη μόνη εφικτή διέξοδο για υγιή ανάπτυξη και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωζώνης.

Σύμφωνα με την ΕΚΤ, η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, των εργασιακών σχέσεων και ο έλεγχος της δημοσιονομικής πολιτικής αποτελούν τις τρεις βασικές κατευθύνσεις που θα πρέπει να κινηθεί η οικονομική πολιτική των εθνικών κυβερνήσεων.

Ο υφυπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Caio Koch – Weser, υπογράμμισε ότι είναι λανθασμένες οι εκτιμήσεις ότι οι υπουργοί Οικονομικών και οι πρόεδροι των Κεντρικών Τραπεζών του G-7 δεν έχουν καταλήξει σε σχέδιο για την αντιμετώπιση των έντονων διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Οι δηλώσεις του Γερμανού αξιωματούχου, που είναι υπεύθυνος για λογαριασμό της Γερμανίας στις προπαρασκευαστικές συζητήσεις του G-7, υπογραμμίζουν τις προσπάθειες των ευρωπαίων παραγόντων να αποτρέψουν την ενίσχυση των κερδοσκοπικών παιχνιδιών, που εκτίναξαν σήμερα το ευρώ έναντι του δολαρίου.

Πρόκειται για κερδοσκοπικές κινήσεις, που στοιχηματίζουν ότι το G-7, που θα πραγματοποιηθεί στη Φλόριντα των ΗΠΑ στις 6 και 7 Φεβρουαρίου, θα αποτελέσει ”φούσκα”, χωρίς δηλαδή άμεσες και εφικτές αποφάσεις για τη σταθεροποίηση των ισοτιμιών.

Ο Koch-Weser κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου στα πλαίσια του ΠΟΦ, υπογράμμισε ότι η ενίσχυση του ευρώ κατά 8% έναντι του δολαρίου τους τελευταίους δύο μήνες, κινδυνεύει να οδηγήσει στη συρρίκνωση της ζήτησης, αποθαρρύνοντας την ουσιαστική ανάκαμψη της ευρωζώνης.

Ο Jean – Philippe Cotis, ο διευθυντής οικονομολόγων του ΟΟΣΑ, υπογράμμισε στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός ότι η περαιτέρω ενίσχυση του ευρώ θα εξαναγκάσει την ΕΚΤ να μειώσει τα επιτόκια.

Εάν συνεχιστεί η ανατίμηση του ευρώ, όπως φαίνεται ότι θα συμβεί, η ΕΚΤ θα πρέπει να χρησιμοποιήσει κάθε συμπληρωματικό μέτρο για τη διόρθωση της ισοτιμίας του κοινού νομίσματος, τόνισε ο J.P. Cotis κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στα πλαίσια του ΠΟΦ.

Η πολιτική αντίδραση της ΕΚΤ θα πρέπει να είναι ευδιάκριτη και καθοριστική, συμπλήρωσε ο αξιωματούχος του ΟΟΣΑ, εκθειάζοντας την απόφαση της Τράπεζας του Καναδά να μειώσει τα επιτόκια για να αντιμετωπίζει την ανατίμηση του καναδικού δολαρίου έναντι του αμερικανικού δολαρίου, που κινδυνεύει να ακυρώσει την επιτάχυνση της ανάπτυξης της χώρας.

Παράλληλα, ο J.P. Cotis υπογράμμισε ότι η Κίνα θα πρέπει να αναζητήσει άλλους δρόμους για τη διαχείριση της νομισματικής πολιτικής της, αποδεσμεύοντας σταδιακά το εθνικό της νόμισμα από την κλειστή του ισοτιμία με το δολάριο.

Εάν η Κίνα συνεχίσει την προσπάθεια περιχάραξης της ισοτιμίας του εθνικού της νομίσματος, κινδυνεύει να εξανεμίσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα, δημιουργώντας διαγώνια προβλήματα στη διεθνή οικονομία, από τη στιγμή που η οικονομία της έτρεξε με ρυθμούς 9,1% το 2003 από τις ξένες επενδύσεις που στοιχηματίζουν στη δυναμική μακροπρόθεσμή ανάπτυξή της, συμπλήρωσε ο J.P. Cotis.

Υπενθυμίζοντας ότι το πλέον σημαντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ παραμένει η εκτίναξη των ”διδύμων ελλειμμάτων”, ο αξιωματούχος του ΟΟΣΑ υπογράμμισε ότι απαιτείται η άμεση μείωση των.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v