Νέα δεκαετία προκλήσεων για την ευρωζώνη

Συμπληρώθηκαν 10 χρόνια της οικονομικής και νομισματικής ένωσης στην Ευρώπη χωρίς κοινό βηματισμό. Διευρύνεται το χάσμα μεταξύ των ισχυρών και των πιο αδύναμων οικονομιών της ευρωζώνης.

  • του Στέφανου Κορέλλη
Νέα δεκαετία προκλήσεων για την ευρωζώνη
Δέκα χρόνια συμπληρώνει το 2009 η ευρωζώνη και η διεθνής οικονομική κρίση δεν αφήνει περιθώρια για δηλώσεις υψηλών τόνων. Η αρχή της επόμενης δεκαετίας θεωρείται ότι φέρνει στην ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα νέες προκλήσεις τόσο σε άμεσο επίπεδο όσο και σε επίπεδο μακροπολιτικής.

Μάλιστα, αναφορές του διεθνούς Τύπου συμπεριλαμβάνουν την Ελλάδα μεταξύ εκείνων των οικονομιών που κινδυνεύουν περισσότερο με επώδυνη οικονομική επιβράδυνση, η οποία αποτυπώνει το χάσμα μεταξύ των χωρών-μελών της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.

Ειδικότερα, τα 10 χρόνια της ζώνης του ευρώ βρίσκουν τα 15 κράτη-μέλη διχασμένα ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Παρότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει παρουσιάσει δέσμη μέτρων για την αντιμετώπισή της, οι αναλυτές διαπιστώνουν -για μία ακόμη φορά- την απουσία πολιτικής ενότητας σε αυτό το θέμα με την κάθε χώρα να λειτουργεί ξεχωριστά, με αποτέλεσμα να ενισχύεται το χάσμα μεταξύ των οικονομιών της ευρωζώνης και να προκαλείται αβεβαιότητα στους επενδυτές.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αγορές ομολόγων τα επενδυτικά κεφάλαια στοιχηματίζουν ότι τα πακέτα διάσωσης των οικονομιών και των εθνικών τραπεζικών συστημάτων θα επιβαρύνουν κάποιες χώρες κυρίως στη νότια Ευρώπη.

Η εξέλιξη αυτή έχει οδηγήσει σε επίπεδα-ρεκόρ τη διαφορά απόδοσης των ομολόγων χωρών όπως της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Γερμανίας. Ταυτόχρονα, το τελευταίο εξάμηνο το κόστος ασφάλισης του ελληνικού, του ιταλικού και του ισπανικού χρέους έχει υπερτριπλασιαστεί.

Μάλιστα, έστω κι αν υποβαθμίστηκε από παράγοντες της ΕΚΤ, είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη εκτίμηση του καθηγητή του Χάρβαρντ, κ. Μάρτιν Φελντστάιν, ότι μπορεί κάποιο μέλος της ευρωζώνης να την εγκαταλείψει, πλήττοντας το ευρωπαϊκό οικονομικό και νομισματικό οικοδόμημα. Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν πως τα επενδυτικά κεφάλαια δεν αντιμετωπίζουν τη ζώνη του ευρώ ως ένα ενιαίο σύνολο, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται η ελκυστικότητα του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος.

--- Εξάρτηση από το δολάριο

Από την άλλη, άλλωστε, 10 χρόνια μετά τη γέννησή του το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα δεν έχει αποκτήσει αυτόνομη πορεία έναντι του δολαρίου.

Αντίθετα, κινείται με βάση, πρωτίστως, τις εξελίξεις στην αμερικανική οικονομία και δευτερευόντως σύμφωνα με τις εξελίξεις στις οικονομίες των 15 χωρών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ. Από το 2005 το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα παρουσιάζει συνεχή άνοδο έναντι του δολαρίου, εξυπηρετώντας όμως κυρίως την πολιτική των ΗΠΑ για ένα αδύναμο νόμισμα - ισχυρό όπλο για τις εξαγωγές τους.

Σημαντικό ρόλο στην πορεία της ευρωζώνης έχει και η ΕΚΤ. Πολλοί θεωρούν ότι η οικονομική κρίση δίνει την ευκαιρία στην κεντρική τράπεζα να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές της. Κι αυτό διότι η κρίση έχει εκμηδενίσει τον κίνδυνο του πληθωρισμού, στη συγκράτηση του οποίου -κάτω από το όριο του 2%- η ΕΚΤ έχει επικεντρώσει την πολιτική της την τελευταία οκταετία.

Ήδη, λόγω της κρίσης τα ασθενέστερα μέλη της ευρωζώνης επιχείρησαν να επιτύχουν χαλάρωση του συμφώνου σταθερότητας, στο οποίο δηλώνει προσήλωση η ΕΚΤ, η οποία επικρίνεται για την άποψή της πως η πτώση των τιμών καταναλωτή δεν θα έχει μεγάλη διάρκεια.

--- Αυστηρότερα κριτήρια

Μία ακόμη πρόκληση που φέρνει η νέα δεκαετία της ευρωζώνης σε συνδυασμό με τη διεθνή κρίση είναι η στάση των μελών της απέναντι στις αιτήσεις χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ένταξη στη ζώνη του ευρώ. Ήδη υπάρχει γκρίνια για τις οικονομίες της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας από την Κομισιόν και οι αναλυτές θεωρούν ότι τα κριτήρια ένταξης στη ζώνη του ευρώ θα γίνουν πιο αυστηρά. Μάλιστα, σε μία ακόμη περίπτωση η Ελλάδα παρουσιάζεται ως παράδειγμα προς αποφυγήν.

Όπως αναφέρει το ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg, η ΟΝΕ "πλήρωσε" την εξαίρεση που έκανε για τη χώρα μας, αφού μετά την ένταξη της Ελλάδας το 2001 στην ευρωζώνη αποδείχτηκε ότι τα οικονομικά στοιχεία που παρουσίασε η χώρα μας κατά την προενταξιακή περίοδο ήταν ανακριβή. Ανάλογη "επιεικής" ένταξη κάποιας χώρας στην ΟΝΕ στο μέλλον θα καταστήσει ακόμη πιο δύσκολη την εφαρμογή κοινής νομισματικής πολιτικής. 

Περίοδος δοκιμασίας για τα "όπλα" της ΕΚΤ

Κρίσιμη περίοδος για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας θεωρείται το πρώτο εξάμηνο του 2009. Πρόκειται για το διάστημα όπου οι Ευρωπαίοι, σύμφωνα με τις προβλέψεις οικονομολόγων και αναλυτών, θα βιώσουν έντονα τις επιπτώσεις της διεθνούς επιβράδυνσης. Από την άλλη όμως, μέσα σε αυτούς τους έξι μήνες θα δοκιμαστούν τα όπλα των Ευρωπαίων ηγετών και της ΕΚΤ για να τονώσουν την οικονομία.

Συγκεκριμένα, οι προβλέψεις της ΕΚΤ κάνουν λόγο για συνολική ανάπτυξη το 2008 από 0,8% έως 1,2%, ενώ για το 2009 προβλέπεται από συρρίκνωση κατά 1% μέχρι μηδενική ανάπτυξη. Η τράπεζα θεωρεί ότι από το δεύτερο εξάμηνο του επόμενου έτους η ευρωζώνη θα αρχίσει να παίρνει στροφές βοηθούμενη από την πτώση των τιμών των εμπορευμάτων, από τη βελτίωση των συνθηκών στις ΗΠΑ και από την επίδραση των εξαγγελθέντων μέτρων από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.

Αυτά τα μέτρα πιθανότατα θα έχουν και συνέχεια και όχι μόνο από τις μικρότερες χώρες (όπως η Ιρλανδία που προχώρησε πρόσφατα σε νέο πακέτο στήριξης των τραπεζών) αλλά και από τις πιο ισχυρές. Χαρακτηριστικά, η γερμανική κυβέρνηση θα αποφασίσει τον Ιανουάριο εάν συντρέχουν λόγοι για νέο πακέτο μέτρων τόνωσης της οικονομίας της, η οποία είναι και η ισχυρότερη της ευρωζώνης.

Η προοπτική της λήψης νέων μέτρων ενισχύεται από τα στοιχεία του γερμανικού ινστιτούτου IFO, το οποίο προβλέπει συρρίκνωση του γερμανικού ΑΕΠ το 2009 κατά 2,2%, ποσοστό που εάν επιβεβαιωθεί θα είναι το χειρότερο μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (η σύγκριση γίνεται με τα μεγέθη της δυτικής Γερμανίας).

Από την πλευρά της η ΕΚΤ παρουσιάζεται σε ευνοϊκή θέση διότι έχει περιθώριο μείωσης του επιτοκίου της. Το σημερινό 2,5% είναι το υψηλότερο στον ισχυρό κόσμο και προβλέπεται ότι μέχρι την άνοιξη θα μειωθεί στο 2%.

Επίσης, θα προωθηθούν μέτρα ενθάρρυνσης του διατραπεζικού δανεισμού, αφού -παρά την πτώση των διατραπεζικών επιτοκίων- οι τράπεζες παραμένουν απρόθυμες στον μεταξύ τους δανεισμό (κάτι που εν μέρει δικαιολογεί και την απροθυμία της ΕΚΤ να προχωρήσει σε μεγαλύτερες μειώσεις των επιτοκίων της).

Ταυτόχρονα, εξετάζεται η ΕΚΤ να εγγυάται τα βραχυπρόθεσμα δάνεια που θα χορηγούν μεταξύ τους οι τράπεζες της ευρωζώνης ώστε να καμφθεί η δυσπιστία τους για διατραπεζικό δανεισμό. Αντίθετα, αποκλείεται η προοπτική αγοράς από την ΕΚΤ κρατικών (ή και εταιρικών) ομολόγων, μπροστά στον κίνδυνο να κατηγορηθεί η τράπεζα ότι λειτουργεί επιλεκτικά υπέρ κάποιων. 

* Αναδημοσίευση από το 563ο φύλλο της εβδομαδιαίας εφημερίδας "ΜΕΤΟΧΟΣ & ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ", με ημερομηνία 31/12/2008 – 7/1/2009.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v