Υπήρξε πρωτοπόρος στη μετατροπή των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας σε προσοδοφόρα περιουσιακά στοιχεία, ή το μοντέλο του αυστραλιανού ομίλου διαχείρισης επενδύσεων Macquarie τελικά δεν αντανακλά μια καλή και βιώσιμη πολιτική; Αυτό αναρωτιούνται σε ειδικό άρθρο τους οι Financial Times.
Η άνοδος της Macquarie από μια επιχείρηση τριών ατόμων στο πουθενά τη δεκαετία του 1960 στον μεγαλύτερο διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων υποδομής στον κόσμο είναι αξιοσημείωτη. Συνολικά, έχει υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία 590 δισ. δολαρίων, ενώ επίσης είναι παγκόσμιος κολοσσός στο trading εμπορευμάτων, κορυφαίος εταιρικός σύμβουλος για συγχωνεύσεις και εξαγορές καθώς και ταχέως ανερχόμενος παίκτης στον ισχυρό κλάδο λιανικής τραπεζικής της Αυστραλίας.
Πρόκειται για τον γνωστό στην Ελλάδα όμιλο με συμμετοχή στον ΔΕΔΔΗΕ, που επίσης ενδιαφέρεται για την αγορά της Enel Green Power, την Αττική Οδό, αλλά και έργα στον χώρο των ΑΠΕ.
Η μεγάλη επιτυχία, ωστόσο, έφερε και αυξημένο έλεγχο σε μια εταιρεία εντέλει αινιγματική, που ίσως θα προτιμούσε να υποβαθμίσει την επιρροή της.
Δεκαετίες αφού οι κυβερνήσεις άρχισαν να ξεπουλούν κρίσιμα δημόσια περιουσιακά στοιχεία, η οικονομική ευρωστία της Macquarie και αντίστοιχων εταιρειών έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις χρεωμένες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας που, όπως πολλοί πιστεύουν, δεν καταφέρνουν να καλύψουν τις ανάγκες των αυξανόμενων πληθυσμών. Αυτό οδήγησε τους επικριτές της -ακόμα και εντός του κλάδου- να αναρωτηθούν εάν η ιδιωτική χρηματοδότηση σε βασικά κρατικά μονοπώλια κινείται προς το δημόσιο συμφέρον.
Η συζήτηση έχει ανάψει στη Βρετανία, όπου η μακροχρόνια επενδυτική παρουσία της Macquarie στα μεγάλα ιδιωτικά μονοπώλια του τομέα ύδρευσης την έχει θέσει στο στόχαστρο της αυξανόμενης δημόσιας οργής για τη ρύπανση και τα λύματα σε ποτάμια και παράκτια ύδατα.
«Τα τελευταία 30 χρόνια παραδίδουμε πολλά από τα κρίσιμα περιουσιακά στοιχεία υποδομών μας σε ιδιώτες επενδυτές, αλλά οι κίνδυνοι εξακολουθούν να απειλούν το κοινό», λέει ο Peter Folkman, πρώην μέλος του συμβουλίου του οργανισμού British Private Equity and Venture Capital Association (BVCA) και διδάσκων στο Alliance Manchester Business School.
«Η Macquarie ήταν από τις πρώτες που συνειδητοποίησαν πώς οι σταθερές και προβλέψιμες ταμειακές ροές από επενδύσεις σε υποδομές θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για να παράγουν πολύ ελκυστικές αποδόσεις σε επενδυτές μετοχών», λέει. «Αλλά, ως δημόσια πολιτική, τίθεται σε αμφισβήτηση».
Η επιτυχής στρατηγική
Σήμερα, το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο της Macquarie περιλαμβάνει τα πάντα: από αυτοκινητόδρομους και χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων, μέχρι αεροδρόμια, λιμάνια και αεροσκάφη, γέφυρες, εγκαταστάσεις αποθήκευσης μπαταριών, ηλιακά και αιολικά πάρκα, δίκτυα οπτικών ινών και data centres, νοσοκομεία και ειδικά κέντρα αποκατάστασης.
Οι υπέρμαχοι του μοντέλου πιστώνουν στην εταιρεία τη δημιουργία ενός πλαισίου που έχει προσελκύσει την απαραίτητη χρηματοδότηση σε δομές και εγκαταστάσεις που κρατούν την κοινωνία σε λειτουργία -πιο πρόσφατα μάλιστα και στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των αγορών δέσμευσης υδρογόνου, βιοενέργειας και άνθρακα.
Η Macquarie ακολουθεί μια καλοδουλεμένη στρατηγική: με βάση ένα τυπικό μοντέλο private equity, δημιουργεί funds υποδομών αντλώντας μετρητά από επενδυτές μεγάλης κλίμακας, όπως συνταξιοδοτικά ταμεία και επενδυτικούς ομίλους.
Παρέχεται, έτσι, το μετοχικό μέρος της χρηματοδότησης που χρησιμοποιείται για την αγορά ενός συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου, όπως για παράδειγμα μια εταιρεία ύδρευσης ή ηλεκτρικής ενέργειας, ένας δρόμος ή ένα δίκτυο αερίου ή τηλεπικοινωνιών. Το υπόλοιπο μέρος, στη συνέχεια, αντλείται υπό μορφή δανεισμού από τις μεγάλες παγκόσμιες τράπεζες ή ιδιωτικά ταμεία χρέους.
Τα έσοδα της Macquarie, ως διαχειρίστριας των κεφαλαίων που επενδύονται σε διάφορα περιουσιακά στοιχεία, προέρχονται από τη διαχείριση των αποδόσεων των εν λόγω funds. Οι σταθερές ταμειακές ροές που δημιουργούνται από το αποκτηθέν περιουσιακό στοιχείο παρέχουν ασφάλεια για περαιτέρω δανεισμό στη Macquarie, η οποία μπορεί να αυξήσει σημαντικά το χρέος της εξαγοραζόμενης εταιρείας.
Με αυτό τον τρόπο παρέχεται χρηματοδότηση που μπορεί είτε να χρησιμοποιηθεί για επένδυση στην επιχείρηση είτε για ενίσχυση των αποδόσεων των επενδυτών μέσω πληρωμής μερισμάτων και πρόωρης αποπληρωμής δανείων που χορηγήθηκαν από τους επενδυτές ως μέρος της αρχικής συμφωνίας.
Ο Folkman, επενδυτής private equity κι ο ίδιος, επισημαίνει τον κίνδυνο: «Δεδομένων των κινήτρων και των επενδυτικών στόχων, οι επενδυτές προτιμούν να πάρουν τα χρήματα παρά να επανεπενδύσουν στην επιχείρηση». Το αποτέλεσμα, λέει ο Folkman, μπορεί να είναι γηρασμένα περιουσιακά στοιχεία φορτωμένα με χρέη.
Σε ταραγμένα επενδυτικά ύδατα
Η Macquarie «βούτηξε» για πρώτη φορά σε βρετανικά νερά το 2003, με τη βραχύβια εξαγορά της εταιρείας South East Water.
Αφού την αγόρασε για 386 εκατ. στερλίνες από τον γαλλικό όμιλο Bouygues, τρία χρόνια αργότερα πούλησε το τελικό της μερίδιο για 665 εκατ. στερλίνες. Σ' αυτό το χρονικό διάστημα, το χρέος -μέρος του οποίου συγκεντρώθηκε μέσω θυγατρικής στα Νησιά Κέιμαν- υπερτετραπλασιάστηκε από 87 εκατ. σε 458 εκατ. στερλίνες.
Η αύξηση του δανεισμού χρησιμοποιήθηκε για την πληρωμή μερισμάτων άνω των 60 εκατ. στερλινών σε επενδυτές, καθώς και για την εξόφληση του μεγαλύτερου μέρους του κόστους απόκτησης της εταιρείας, έτσι ώστε η τελική τιμή πώλησης να είναι κερδοφόρα.
Επρόκειτο για νίκη όσων επένδυσαν στα κεφάλαια της Macquarie, τα οποία επωφελήθηκαν από τις εγγυημένες αποδόσεις που παρέχει μια βασική καθημερινή υπηρεσία, ενώ για τους πελάτες επρόκειτο για απώλεια, καθώς μεγαλύτερο ποσοστό των λογαριασμών τους -από 8,7% του τζίρου το 2002 σε 14% το 2006- όδευε στην πληρωμή τόκων λόγω χρέους.
Με παγκόσμια περιουσιακά στοιχεία 200 δισ. δολαρίων σε υπό διαχείριση υποδομές σήμερα, η Macquarie παραμένει ο μεγαλύτερος παίκτης σ' έναν τομέα που εξακολουθεί να είναι γεμάτος ευκαιρίες.
Από το 2018, όταν έγινε διευθύνουσα σύμβουλος η Shemara Wikramanayake, βαθιά γνώστρια του μοντέλου Macquarie, στην οποία εντάχθηκε αμέσως μετά την οικονομική κρίση του 1987, έχει δώσει προτεραιότητα σε επενδύσεις στην κλιματική αλλαγή και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς και σε ψηφιακές υποδομές, όπως σε υποθαλάσσια καλώδια και data centres.
Αφού αγόρασε την Green Investment Bank από τη βρετανική κυβέρνηση το 2017 έναντι 2,3 δισ. στερλινών, εδραιώθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους επενδυτές σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αιολικά και ηλιακά πάρκα παγκοσμίως.
Τώρα, πάνω από τρεις δεκαετίες αφότου οι ιδιωτικοποιήσεις έγιναν δημοφιλείς, οι κυβερνήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με μια σπαζοκεφαλιά: πώς μπορούν να χρησιμοποιήσουν την ιδιωτική χρηματοδότηση στις υποδομές με τρόπο ώστε να προσφέρει επαρκείς αποδόσεις στους μετόχους, αλλά και να παρέχει υπηρεσίες υψηλής ποιότητας για τους πολίτες-ψηφοφόρους που τις πληρώνουν;
«Είναι το θέμα της δεκαετίας», λέει ο Folkman. «Γνωρίζουμε ότι χρειάζονται πολλές επενδύσεις για τη μετάβαση στον μηδενικό άνθρακα, όπως και για τρέχουσες επιδιορθώσεις. Αν θέλουμε αυτό να ωφελεί τόσο τους επενδυτές όσο και το κοινό, πρέπει να βρούμε τον βέλτιστο τρόπο σύντομα».