To πρόβλημα πίσω από τις συνεχείς κομματικές αντιπαραθέσεις για το ταβάνι του χρέους στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια είναι ότι οι πολιτικοί σήμερα έχουν ελάχιστα κίνητρα για συμβιβασμούς, υποστηρίζει ο Αμερικανός οικονομολόγος Κένεθ Ρογκόφ.
Ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ προειδοποιεί ότι σε ένα περιβάλλον ιδεολογικής και πολιτικής πόλωσης αυτό θα μπορούσε να σημαίνει πιο συχνές παύσεις στη λειτουργία της κυβέρνησης ή περισσότερους περιορισμούς στην ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ιδέα ότι η υπέρβαση του ορίου του χρέους θα αναγκάσει τις ΗΠΑ να αθετήσουν άμεσα πληρωμές σε ομόλογα είναι αστεία. Όπως γράφει, η κυβέρνηση έχει αρκετά φορολογικά έσοδα για να πληρώσει τους τόκους του χρέους της και το ανώτατο όριο δεν δημιουργεί εμπόδια για τη μετακύληση του χρέους που λήγει.
Φυσικά, σημειώνει ο Ρογκόφ, η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να δαπανήσει περισσότερα από όσα εισπράττει, γιατί δεν θα υπήρχε τρόπος να το κάνει αυτό χωρίς την έκδοση νέου χρέους. Έτσι, το ΥΠΟΙΚ θα αναγκαζόταν να κάνει δύσκολες επιλογές. Εφόσον κανείς δεν έκανε περικοπές στην κοινωνική ασφάλιση ή το Medicare, η κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να μειώσει ή να καθυστερήσει τις πληρωμές σε άλλα είδη. Ωστόσο, τίποτα δεν θα ανάγκαζε το ΥΠΟΙΚ των ΗΠΑ να σταματήσει να τιμά το υπάρχον αμερικανικό χρέος και να οδηγήσει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χάος, εκτός και εάν το αδιέξοδο συνεχιζόταν για μήνες, τονίζει.
Το όλο ζήτημα δεν ήταν ποτέ για το χρέος αλλά για την εξουσία, υπογραμμίζει ο Αμερικανός οικονομολόγος.
Όπως υποστηρίζει, αν οι Ρεπουμπλικάνοι καταγράψουν σαρωτική νίκη στις εκλογές του 2024 και καταλήξουν να ελέγχουν τη Βουλή, τη Γερουσία και την προεδρία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα θελήσουν να περάσουν φορολογικές περικοπές, αυξάνοντας την τροχιά του χρέους. Αν οι Δημοκρατικοί πάρουν πίσω τη Βουλή και διατηρήσουν την προεδρία και τη Γερουσία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα θελήσουν να χρησιμοποιήσουν τη χρηματοδότηση μέσω της έκδοσης νέου χρέους για να διευρύνουν το αποτύπωμα της κυβέρνησης.
Οι συντηρητικοί, σημειώνει ο Ρογκόφ, πιστεύουν ότι τα ελλείμματα που προκαλούνται από τις φορολογικές περικοπές δεν έχουν σημασία, επειδή δίνουν κίνητρα στην επιχειρηματικότητα, δημιουργώντας έτσι επαρκή ανάπτυξη για την αποπληρωμή του χρέους αργότερα. Οι αριστεροί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι ακόμη και χωρίς τέτοια κίνητρα, η ανάπτυξη είναι πιθανό να ξεπερνά τις πληρωμές τόκων τις περισσότερες φορές, επομένως δεν έχει ποτέ νόημα να ανησυχεί κανείς για το βάρος του χρέους.
Η ιδέα και των δύο πλευρών ότι το χρέος είναι πάντα δωρεάν εφόσον χρησιμοποιείται με τον «σωστό» τρόπο είναι εκπληκτικά αφελής, υπογραμμίζει ο Ρογκόφ. Τα πραγματικά (προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό) επιτόκια είχαν μειωθεί απότομα μετά την οικονομική κρίση του 2008-09, παρέμειναν χαμηλά καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας που ακολούθησε και μειώθηκαν ξανά απότομα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αλλά τώρα, τα πραγματικά επιτόκια είναι πολύ υψηλότερα στις προηγμένες οικονομίες από ό,τι ήταν κατά τα χρόνια της πανδημίας. Επιπλέον, ο κόσμος έχει γίνει πιο ασταθής και είναι εξαιρετικά πιθανό πολλές δυτικές χώρες να χρειαστεί να αυξήσουν τις δαπάνες για την άμυνα, επιβαρύνοντας περαιτέρω τους προϋπολογισμούς.
Είναι αλήθεια, σημειώνει ο Ρογκόφ, ότι οι Ρεπουμπλικάνοι είναι 100% υπεύθυνοι για το πρόσφατο αδιέξοδο στο ταβάνι του χρέους. Αλλά σύμφωνα με τον ίδιο είναι επίσης αλήθεια ότι ο Μπάιντεν έκανε εκστρατεία ως κεντρώος και στη συνέχεια πέρασε νομοσχέδια που αναμένεται να επηρεάσουν την πολιτική ζωή στις ΗΠΑ για χρόνια. Οι Ρεπουμπλικάνοι θέλουν να επανεξετάσουν ορισμένες από αυτές τις αλλαγές.
Οι Δημοκρατικοί διαμαρτύρονται ότι οι Ρεπουμπλικάνοι προσπαθούν να εμποδίσουν την κυβέρνηση να δανειστεί για να καλύψει δαπάνες που έχει ήδη εγκρίνει το Κογκρέσο. Αυτό είναι σύμφωνα με τον κ. Ρογκόφ «ανοησία», καθώς η κυβέρνηση μπορεί πάντα να αναθεωρήσει τα μακροπρόθεσμα σχέδια δαπανών της. Ωστόσο, μια αποτελεσματική κυβέρνηση θα πρέπει να είναι σε θέση να βρίσκει τρόπους για την επίτευξη μακροπρόθεσμων δημοσιονομικών συμφωνιών που δεν υπόκεινται σε συνεχή επαναξιολόγηση.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η τελευταία συμφωνία της τελευταίας στιγμής για την αύξηση του ανώτατου ορίου χρέους των ΗΠΑ δεν το κάνει αυτό. Αντίθετα, με τη χώρα να οδεύει σε μια επαναληπτική σύγκρουση Μπάιντεν-Τραμπ το επόμενο έτος οποιαδήποτε εκεχειρία είναι πιθανό να είναι βραχύβια, καταλήγει ο Ρογκόφ.