Καθώς οι αγορές εξετάζουν τον αντίκτυπο της διάσωσης της Credit Suisse από την UBS, οι επενδυτές αναρωτιούνται εάν η έλλειψη εμπιστοσύνης της αγοράς θα μπορούσε να προκαλέσει μετάδοση στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα. Κατά την άποψή της S&P η απάντηση είναι όχι.
Η S&P Global Ratings εξηγεί ότι συνολικά, οι ευρωπαϊκές τράπεζες επωφελούνται από το περιβάλλον των αυξανόμενων επιτοκίων. Αυτή παραμένει η βασική της υπόθεση. Εξηγεί ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες που αξιολογεί δεν παρουσιάζουν συνδυασμό μεγάλων απραγματοποίητων ζημιών στα χαρτοφυλάκια. Παρά τις άλλες προκλήσεις της, η Credit Suisse δεν είχε μεγάλες απραγματοποίητες ζημίες στο χαρτοφυλάκιο τίτλων της.
Ωστόσο, η S&P επισημαίνει ότι η σεισμική αλλαγή στη νομισματική πολιτική θα αλλάξει το παιχνίδι για τμήματα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Αναμένουμε ότι η αναταραχή της αγοράς θα χρειαστεί χρόνο για να υποχωρήσει, καθώς οι επενδυτές συνειδητοποιούν ότι το μακροοικονομικό περιβάλλον φέρνει αλλαγές, αλλά όχι τρομερές συνέπειες για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, και ότι ο τραπεζικός τομέας παραμένει σταθερός.
Η Credit Suisse είναι μια ακραία περίπτωση μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών. Βλέπουμε τις ανεπάρκειες στο μοντέλο και τη διαχείριση κινδύνων που οδήγησαν στην εξαγορά της από την UBS ως αρκετά μοναδικές ως προς τη φύση και το εύρος τους σε σχέση με τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα, σημειώνει ο οίκος.
Η Credit Suisse είχε ακολουθήσει μια εξελικτική προσέγγιση για να αλλάξει το επιχειρηματικό της μοντέλο, αλλά τα λάθη της διοίκησης και τα κυκλικά εμπόδια για την επενδυτική της τράπεζα ενίσχυσαν το βάθος και τον επείγοντα χαρακτήρα της αναδιάρθρωσής της και οι σημαντικές εκροές καταθέσεων επιδείνωσαν την κατάσταση.
Αν και άλλες διεθνώς ενεργές ευρωπαϊκές τράπεζες χρειάστηκε επίσης να αναδιαρθρώσουν τις δραστηριότητές τους τα τελευταία χρόνια, οι περισσότερες από αυτές έχουν ολοκληρωθεί. Ακόμη και μικρότερες ευρωπαϊκές τράπεζες αναγκάστηκαν να προσαρμόσουν τα επιχειρηματικά και λειτουργικά τους μοντέλα στο νέο τραπεζικό τοπίο, είτε λόγω αλλαγών στις κανονιστικές απαιτήσεις είτε λόγω της εξελισσόμενης ανταγωνιστικής δυναμικής μετά από ένα κύμα ψηφιοποίησης.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η αύξηση των επιτοκίων θα ενισχύσει επαρκώς την κερδοφορία των ευρωπαϊκών τραπεζών μακροπρόθεσμα. Το κόστος των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών έχει επίσης αυξηθεί και πολλές εμπορικές τράπεζες μπορεί να δυσκολευτούν να δημιουργήσουν βιώσιμα διψήφιες αποδόσεις που ικανοποιούν τους μετόχους τους. Ως εκ τούτου, προβλέπουμε ότι οι τράπεζες θα αντιμετωπίζουν τη συνεχή πρόκληση της δημιουργίας ισχυρών αποδόσεων χωρίς να αναλαμβάνουν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο.
Οι νομισματικές αρχές προσπαθούν να αποφύγουν μια πιστωτική κρίση. Η αποφασιστική δράση των ελβετικών αρχών για τη διευκόλυνση της γρήγορης εξαγοράς από την UBS και την παροχή τεράστιου backstop ρευστότητας στις τράπεζες αποτελεί απόδειξη της επιθυμίας τους να ενισχύσουν ουσιαστικά την εμπιστοσύνη της αγοράς. Θα περιμέναμε παρόμοιες ενέργειες από οποιαδήποτε ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα αντιμετωπίσει την ίδια κατάσταση.
Οι διπλοί στόχοι της επίτευξης σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής και της διασφάλισης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας οδηγούν σε μια δύσκολη ισορροπία για τις ευρωπαϊκές νομισματικές αρχές, ιδίως όταν, όπως αναμένουν οι οικονομολόγοι της S&P, οι αρχές φαίνεται πιθανό να συνεχίσουν τις προγραμματισμένες αυξήσεις των επιτοκίων τους για να δαμάσουν τον πληθωρισμό. Περιμένει ότι η ΕΚΤ θα διαχειριστεί προσεκτικά αυτή τη διαδικασία και θα αντιμετωπίσει πραγματιστικά ζητήματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε περίπτωση που προκύψουν.
Η αγορά χρηματοδότησης των τραπεζών μπορεί να παραμείνει ασταθής για λίγο. Η S&P δεν θεωρεί ότι η απόφαση της ελβετικής ρυθμιστικής αρχής να διαγράψει τα ομόλογα Tier 1 (AT1) του Ομίλου Credit Suisse είναι πιθανό να οδηγήσει σε αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών τραπεζών. Ωστόσο, θα ασκήσει πίεση στο κόστος του εποπτικού κεφαλαίου και είναι πιθανό να οδηγήσει σε περιορισμένη πρόσβαση σε νέες εκδόσεις AT1 για μια περίοδο. Τα AT1 αφορούν κεφάλαια και δεν είναι μέσο χρηματοδότησης για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, αντιπροσωπεύοντας λιγότερο από το 15% των ρυθμιστικών κεφαλαίων Tier 1 κατά μέσο όρο και έχουν μόνιμο (perpetual) χαρακτήρα. Οι τράπεζες δεν είναι υποχρεωμένες να ανακαλούν αυτά τα μέσα και μπορούν, θεωρητικά, να τα διατηρήσουν στους ισολογισμούς τους για όσο διάστημα χρειαστεί. Ωστόσο, ο οίκος εκτιμά ότι οι εξελίξεις στη Credit Suisse θα οδηγήσουν σε μειωμένη όρεξη για νέες επενδύσεις σε AT1 και υψηλότερο κόστος νέων εκδόσεων.