Η παγκόσμια οικονομία μπορεί να έρθει αντιμέτωπη με ύφεση την επόμενη χρονιά λόγω του κύματος επιθετικής σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής που εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο και το οποίο μπορεί τελικά να μην αποδειχθεί αρκετό για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, προειδοποίησε η Παγκόσμια Τράπεζα.
Oι φορείς άσκησης πολιτικής σε όλο τον κόσμο αποσύρουν με συντονισμένο τρόπο μέτρα δημοσιονομικής και νομισματικής στήριξης σε βαθμό που δεν έχει παρατηρηθεί τον τελευταίο μισό αιώνα, υποστηρίζει έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Αυτό έχει μεγαλύτερες από τις προβλεπόμενες επιπτώσεις στις χρηματοοικονομικές συνθήκες και εντείνει περαιτέρω την επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης, υπογραμμίζει η έκθεση του διεθνούς οργανισμού.
Οι επενδυτές αναμένουν ότι οι κεντρικές τράπεζες θα αυξήσουν τα επιτόκια στο 4% περίπου φέτος, διπλάσιο επίπεδο από τον μέσο όρο του 2021, ώστε να κρατήσουν τον πληθωρισμό στο 5%. Τα επιτόκια μπορεί να φτάσουν ως το 6% αν οι κεντρικές τράπεζες επιδιώξουν να ρίξουν τον πληθωρισμό σε επίπεδα εντός του στόχου της νομισματικής τους πολιτικής, σύμφωνα με τα μοντέλα της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Όπως μεταδίδει το Bloomberg, η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας προβλέπει ότι η ανάπτυξη του παγκόσμιου ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί στο 0,5% το 2023 και θα συρρικνωθεί κατά 0,4% σε κατά κεφαλήν όρους, το οποίο εμπίπτει στον τεχνικό ορισμό της παγκόσμιας ύφεσης.
«Οι φορείς άσκησης πολιτικής πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους από τη μείωση της κατανάλωσης στην τόνωση της παραγωγής» υποστήριξε ο πρόεδρος του διεθνούς οργανισμού Ντέιβιντ Μάλπας. «Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές πρέπει να στοχεύουν στη δημιουργία επιπρόσθετων επενδύσεων και στη βελτίωση της παραγωγικότητας και της κατανομής του κεφαλαίου, τα οποία είναι κρίσιμα για την ανάπτυξη και τη μείωση της φτώχειας» σημείωσε.
«Πριν από έξι μήνες ανησυχούσαμε πραγματικά για μια επιβράδυνση της ανάκαμψης και τις πολύ υψηλές τιμές σε κάποια εμπορεύματα, και τώρα πιστεύω ότι ανησυχούμε πολύ περισσότερο για έναν γενικευμένο στασιμοπληθωρισμό, ο οποίος επαναφέρει πραγματικά δυσάρεστες μνήμες από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και των τελευταίων δεκαετιών» δήλωσε από την πλευρά του ο επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Ίντερμιτ Γκιλ.