Ενώ μαίνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ακονίζει την πυρηνική του ρητορική. «Όποιος προσπαθεί να μας εμποδίσει, πόσο μάλλον να δημιουργήσει απειλές για τη χώρα μας και τον λαό της, πρέπει να γνωρίζει ότι η ρωσική απάντηση θα είναι άμεση και θα οδηγήσει σε συνέπειες που δεν έχετε δει ποτέ στην ιστορία», δήλωσε ήδη από τον Φεβρουάριο, προειδοποιώντας για ενδεχόμενο πυρηνικό χτύπημα.
Κατά κύριο λόγο, γράφει στο Foreign Affairs ο Richard K. Betts, καθηγητής σπουδών πολέμου και ειρήνης στο Πανεπιστήμιο Columbia και συνεργάτης στην αμερικανική δεξαμενή σκέψης Council on Foreign Relations, οι Δυτικοί βλέπουν αυτή τη δήλωση ως μπλόφα. Σε τελική ανάλυση, όποια πλευρά εκτοξεύσει πρώτη πυρηνικά όπλα, θα έβαζε ένα πολύ επικίνδυνο στοίχημα: ότι ο αντίπαλος δεν θα ανταπαντούσε. Γι' αυτό και είναι πολύ μικρές οι πιθανότητες ένας σώφρων ηγέτης να ξεκινήσει μια διαδικασία ανταλλαγής χτυπημάτων που θα μπορούσε να καταλήξει σε καταστροφή της χώρας του. Όταν μιλάμε για πυρηνικά όπλα, όμως, και οι πολύ μικρές πιθανότητες είναι αρκετές.
Ο σχεδιασμός για το ενδεχόμενο χρήσης πυρηνικών όπλων από τη Ρωσία είναι επιτακτικός. Ο κίνδυνος θα ήταν μεγαλύτερος, εάν στον πόλεμο κέρδιζε ξεκάθαρα η Ουκρανία. Μόνο σ' αυτή την περίπτωση θα φαινόταν εύλογο το κίνητρο των Ρώσων να αναλάβουν αυτό το φοβερό ρίσκο, σοκάροντας την Ουκρανία και κάνοντας τους υποστηρικτές της στο ΝΑΤΟ να αποχωρήσουν, ούτως ώστε να αποτραπεί η ήττα. Θα μπορούσαν να το κάνουν πυροδοτώντας τα λεγόμενα μικρά, «τακτικά» πυρηνικά όπλα εναντίον ουκρανικών δυνάμεων ή με μια «συμβολική» έκρηξη σε ακατοίκητη περιοχή.
Τότε οι ΗΠΑ θα είχαν τρεις γενικές επιλογές απάντησης, σημειώνει ο αρθρογράφος: Θα μπορούσαν να αποδοκιμάσουν ρητορικά, αλλά να μην κάνουν τίποτα στρατιωτικά. Θα μπορούσαν να εξαπολύσουν αντίστοιχη πυρηνική επίθεση. Ή θα μπορούσαν να απέχουν από πυρηνική αντεπίθεση και να μπουν στον συμβατικό πόλεμο, με αεροπορικές επιδρομές μεγάλης κλίμακας και κινητοποίηση επίγειων δυνάμεων. Όλες αυτές οι εναλλακτικές είναι κακές, γιατί καμία δεν είναι χαμηλού κινδύνου και καμία δεν εξουδετερώνει το πυρηνικό ταμπού. Μια συμβατική πολεμική απάντηση είναι η λιγότερο κακή από τις τρεις.
Κλιμάκωση, ανταπόδοση και αυτοσυγκράτηση
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, οι ΗΠΑ έδωσαν ελάχιστη προσοχή στην πιθανή δυναμική μιας πυρηνικής κλιμάκωσης. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αντίθετα, το ζήτημα ήταν στο επίκεντρο της στρατηγικής συζήτησης. Τότε, αντίστροφα, το ΝΑΤΟ βασιζόταν κατ' αρχάς στην επιλογή της σκόπιμης κλιμάκωσης -αρχίζοντας με την περιορισμένη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων- ως τρόπο να σταματήσει μια σοβιετική εισβολή. Αυτή η στρατηγική ήταν αμφιλεγόμενη, αλλά υιοθετήθηκε επειδή η Δύση πίστευε πως οι συμβατικές δυνάμεις της ήταν κατώτερες από αυτές του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Σήμερα, που η ισορροπία δυνάμεων έχει αντιστραφεί, το τρέχον ρωσικό δόγμα της «κλιμάκωσης προς αποκλιμάκωση» μιμείται τη νατοϊκή ψυχροπολεμική προσέγγιση της «ευέλικτης ανταπόδοσης».
Το ΝΑΤΟ προώθησε την πολιτική αυτή στα λόγια, αλλά στρατηγικά ήταν πάντα μια ιδέα ασταθής. Τα σχέδια έκτακτης ανάγκης που δημιούργησε δεν οδήγησαν σε συναίνεση, απλώς και μόνο επειδή η έναρξη χρήσης πυρηνικών όπλων διακινδύνευε έναν πόλεμο χωρίς όρια.
Σήμερα, όμως, το ΝΑΤΟ δεν πρέπει να βασίζεται στην αυτοσυγκράτηση της Μόσχας, γράφει ο Betts. Ο Πούτιν ποντάρει περισσότερο στον πόλεμο απ' ό,τι οι πυρηνικές δυνάμεις που υποστηρίζουν την Ουκρανία, ενώ θα μπορούσε να στοιχηματίσει ότι η Ουάσιγκτον είναι λιγότερο πρόθυμη να παίξει ρωσική ρουλέτα απ' ό,τι ο ίδιος. Θα μπορούσε να το παίξει τρελός και να προκαλέσει πυρηνικό σοκ για να επιβάλει τον τερματισμό του πολέμου υπό ρωσικούς όρους.
Πυρηνικά ή συμβατικά αντίποινα;
Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντήσει το ΝΑΤΟ είναι αν μια πιθανή χρήση πυρηνικών από τη Ρωσία πρέπει να αποτελεί στ' αλήθεια κόκκινη γραμμή για τη Δύση. Με άλλα λόγια, μια ρωσική πυρηνική επίθεση θα πυροδοτούσε τη στροφή του ΝΑΤΟ από τον απλό εφοδιασμό της Ουκρανίας στην άμεση εμπλοκή στη μάχη; Η ρωσική λογική έχει στόχο να τρομάξει το ΝΑΤΟ και να εξαναγκάσει την Ουκρανία να υποχωρήσει. Εάν τα ρωσικά πυρηνικά όπλα δεν προκαλέσουν τις ΗΠΑ σε απευθείας εμπλοκή στον πόλεμο, η Μόσχα θα έχει το πράσινο φως να χρησιμοποιήσει ακόμη περισσότερα και να συντρίψει γρήγορα την Ουκρανία.
Εάν όμως αυτή η υποθετική πρόκληση γίνει πραγματικότητα, η είσοδος σ' έναν πυρηνικό πόλεμο θα ενέπλεκε τους Αμερικανούς σ' ένα πείραμα στο οποίο δεν θα ήθελαν να εμπλακούν. Ως εκ τούτου, υπάρχει πολύ σοβαρή πιθανότητα να καταλήξουν στην πιο αδύναμη επιλογή: να εφαρμόσουν όλες τις πιθανές και απίθανες οικονομικές κυρώσεις, αλλά να μην κάνουν τίποτα στρατιωτικά. Αυτό θα σήμαινε ότι η Μόσχα έχει πλήρη ελευθερία στρατιωτικής δράσης, συμπεριλαμβανομένης της περαιτέρω χρήσης πυρηνικών όπλων: στην ουσία θα παραχωρούνταν η νίκη στη Ρωσία. Όσο άτιμο κι αν ακούγεται τώρα κάτι τέτοιο, όταν έρθει η ώρα, θα γίνει αποδεκτό από τους Αμερικανούς, καθώς δεν θα οδηγούσε σε εθνική αυτοκτονία.
Ωστόσο, εδώ ελλοχεύει ο μακροπρόθεσμος και ουσιαστικός κίνδυνος να δημιουργηθεί ένα προηγούμενο ότι η έναρξη πυρηνικής επίθεσης επιτρέπεται, και μάλιστα ότι αποδίδει καρπούς. Εάν η Δύση δεν θέλει να υποχωρήσει -ή αν θέλει να αποτρέψει τον Πούτιν από το πυρηνικό παιχνίδι-, οι κυβερνήσεις πρέπει να δείξουν όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστα ότι η ρωσική χρήση πυρηνικών θα προκαλούσε το ΝΑΤΟ, δεν θα το φόβιζε.
Εάν το ΝΑΤΟ αποφασίσει να αντεπιτεθεί για λογαριασμό της Ουκρανίας, τότε προκύπτουν περισσότερα ερωτήματα: Θα χρησιμοποιηθούν επίσης πυρηνικά όπλα; Κι αν ναι, πώς; Η πιο διαδεδομένη ιδέα είναι μια πυρηνική αντεπίθεση «οφθαλμόν αντί οφθαλμού», ώστε να καταστραφούν ρωσικοί στόχοι συγκρίσιμοι με αυτούς που είχε χτυπήσει η αρχική ρωσική επίθεση. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα οδηγούσε σε καθαρή νίκη κανενός, αλλά θα προκαλούσε την καταστροφή και των δύο.
Εναλλακτικά, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να απαντήσει με πυρηνικά χτυπήματα μεγαλύτερης κλίμακας, απειλώντας τη Μόσχα με δυσανάλογες απώλειες. Αλλά αυτή η πιο βαριά επιλογή συνεπάγεται πολλά προβλήματα. Πρώτον, εάν χρησιμοποιηθούν εναντίον των ρωσικών δυνάμεων εντός της Ουκρανίας, τα πυρηνικά όπλα των ΗΠΑ θα προκαλούσαν παράπλευρες απώλειες και στους δικούς τους συμμάχους.
Δεύτερο πρόβλημα είναι ότι η Ρωσία θα βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση, καθώς διαθέτει περισσότερα τακτικά πυρηνικά όπλα από τις ΗΠΑ. Αυτή η ασυμμετρία θα απαιτούσε από τους Αμερικανούς να καταφύγουν νωρίτερα σε διηπειρωτικούς πυραύλους ή βομβαρδιστικά για να διατηρήσουν το πάνω χέρι -κάνοντας βήμα προς την ολοκληρωτική αμοιβαία καταστροφή. Άρα, τόσο τα αντίποινα όσο και οι πιο δυναμικές απαντήσεις κρύβουν τρομακτικά υψηλούς κινδύνους.
Μια λιγότερο επικίνδυνη επιλογή θα ήταν η απάντηση με αεροπορική εκστρατεία μόνο με συμβατικά πυρομαχικά εναντίον ρωσικών στρατιωτικών στόχων και η κινητοποίηση χερσαίων δυνάμεων στην Ουκρανία. Αλλά, για να μη θεωρηθεί αυτή η επιλογή ως αδύναμη, θα πρέπει να τονιστεί ότι η σύγχρονη τεχνολογία ακριβείας είναι αποτελεσματικότερη από τα τακτικά πυρηνικά όπλα, κάτι που θα μετέφραζε τη ρωσική πυρηνική επιλογή όχι μόνο ως βαρβαρότητα αλλά και ως στρατιωτική οπισθοδρόμηση.
Η απευθείας είσοδος σε συμβατικό πόλεμο δεν θα εξουδετέρωνε τον πανικό στη Δύση. Αλλά θα έφερνε τη Ρωσία αντιμέτωπη με ένα ΝΑΤΟ σαφώς ανώτερο σε μη πυρηνικές δυνάμεις, που ωστόσο διαθέτει και την ικανότητα πυρηνικών αντιποίνων -πιο πιθανών μάλιστα εφόσον πλήττονταν αμερικανικές δυνάμεις.
Όμως, ούτε η συμβατική επιλογή είναι ελκυστική. Ο απευθείας πόλεμος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων εύκολα κινδυνεύει να κλιμακωθεί σε μαζική καταστροφή. Και πιθανώς, αν φαινόταν πιο αδύναμη επιλογή, θα οδηγούσε σε σκλήρυνση της ρωσικής στάσης ή σε περαιτέρω παραχωρήσεις προς τη Ρωσία.
Οι αντικρουόμενοι στόχοι της Δύσης
Σε περίπτωση ρωσικής πυρηνικής επίθεσης, το ΝΑΤΟ θα έχει δύο αντικρουόμενους στόχους. Από τη μια, θα θελήσει να αναιρέσει οποιοδήποτε στρατηγικό όφελος θα μπορούσε να αποκομίσει η Μόσχα. Από την άλλη, θα επιδιώξει να αποφύγει περαιτέρω κλιμάκωση. Αυτό το δίλημμα υπογραμμίζει την επιτακτική ανάγκη να μεγιστοποιηθούν τα αντικίνητρα της Μόσχας για πυρηνική κίνηση.
Για τον σκοπό αυτό, το ΝΑΤΟ δεν θα πρέπει μόνο να προχωρά με αξιοπιστία σε απειλές αντιποίνων, αλλά και να κερδίσει υποστήριξη από τρίτα μέρη που ο Πούτιν θέλει να κρατά μακριά από τη Δύση. Μέχρι στιγμής, η Μόσχα έχει ενισχυθεί από την άρνηση της Κίνας, της Ινδίας και άλλων χωρών να συμμετάσχουν πλήρως στην εκστρατεία οικονομικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν από τη Δύση. Αυτές οι πλευρές, στήνοντας και ενισχύοντας τα τείχη, έχουν μερίδιο στη διατήρηση του πυρηνικού ταμπού. Θα μπορούσαν ίσως να πειστούν να διακηρύξουν ότι η οικονομική συνεργασία τους με τη Ρωσία θα συνεχιστεί μόνο εφόσον η Μόσχα αποσύρει τις πυρηνικές απειλές. Για τις ουδέτερες χώρες θα επρόκειτο απλώς για χειρονομία χαμηλού κόστους.
Η Ουάσιγκτον, εν προκειμένω, θα διατηρεί πάντα αρκετά ασαφή στρατηγική, ώστε να παραμένει ευέλικτη, καταλήγει ο Richard K. Betts. Ωστόσο, σε κάθε πυρηνική ιαχή του Πούτιν, θα πρέπει η Ουάσιγκτον να υπενθυμίζει απλά πλην δυναμικά όσα γνωρίζει ο Πούτιν, αλλά θα ήθελε να έχει ξεχάσει η Δύση: ότι η Ρωσία είναι εντελώς ευάλωτη σε πυρηνικά αντίποινα και ότι ένας πυρηνικός πόλεμος δεν έχει νικητή.