Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι η πιο επικίνδυνη διεθνής σύγκρουση από την κουβανική πυραυλική κρίση το 1962. Η κατανόηση των βαθύτερων αιτιών της είναι απαραίτητη εάν θέλουμε να αποτρέψουμε την κλιμάκωσή της και να βρούμε τρόπο να τερματιστεί, γράφει στον Economist ο John Mearsheimer, πολιτικός επιστήμονας της σχολής των ρεαλιστών, αναγνωρισμένος ως και ένας απο τους σημαντικότερους διεθνώς.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν ξεκίνησε τον πόλεμο και είναι υπεύθυνος για το πώς διεξάγεται, γράφει ο Αμερικανός επιστήμονας. Αλλά το γιατί το έκανε είναι άλλο θέμα. Η κυρίαρχη άποψη στη Δύση είναι ότι έχει παρανοήσει και θέλει να δημιουργήσει μια μεγαλύτερη Ρωσία, στο καλούπι της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι, φέρει την πλήρη ευθύνη για την κρίση στην Ουκρανία.
Αλλά αυτό το αφήγημα είναι λάθος. Η Δύση, και ιδιαίτερα η Αμερική, είναι η κύρια υπεύθυνη για την κρίση που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2014 και τώρα έχει μετατραπεί σε πόλεμο που όχι μόνο απειλεί να καταστρέψει την Ουκρανία, αλλά μπορεί και να κλιμακωθεί σε πυρηνικό πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ.
Το πρόβλημα ξεκίνησε στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008, όταν η κυβέρνηση Τζορτζ Μπους ώθησε τη Συμμαχία να ανακοινώσει ότι η Ουκρανία και η Γεωργία «θα γίνουν μέλη της». Οι Ρώσοι ηγέτες απάντησαν αμέσως με οργή, χαρακτηρίζοντας την απόφαση ως υπαρξιακή απειλή για τη Ρωσία και δεσμεύτηκαν να την αποτρέψουν.
Σύμφωνα με έγκριτο Ρώσο δημοσιογράφο, ο Βλαντιμίρ Πούτιν «εξοργίστηκε» και προειδοποίησε ότι «αν η Ουκρανία ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, θα το κάνει χωρίς την Κριμαία και τις ανατολικές περιοχές. Απλώς θα καταρρεύσει». Ωστόσο, η Αμερική αγνόησε την κόκκινη γραμμή της Μόσχας και επέμεινε να καταστήσει την Ουκρανία δυτικό προπύργιο στα σύνορα της Ρωσίας. Αυτή η στρατηγική περιλάμβανε δύο άλλες προϋποθέσεις: να φέρει την Ουκρανία πιο κοντά στην ΕΕ και να την κάνει φιλοαμερικανική δημοκρατία.
Αυτές οι προσπάθειες πυροδότησαν τελικά εχθροπραξίες τον Φεβρουάριο του 2014, αφού μια εξέγερση (αμερικανόπνευστη) εκπαραθύρωσε τον φιλορώσο πρόεδρο της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς. Σε απάντηση, η Ρωσία προσάρτησε την Κριμαία και υποδαύλισε τον εμφύλιο στην ανατολική επαρχία Ντονμπάς.
Η επόμενη κρίσιμη στιγμή ήρθε τον Δεκέμβριο του 2021 και οδήγησε απευθείας στον σημερινό πόλεμο. Η κύρια αιτία ήταν ότι η Ουκρανία γινόταν de facto μέλος του ΝΑΤΟ. Η διαδικασία ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2017, όταν η κυβέρνηση Τραμπ αποφάσισε να πουλήσει στο Κίεβο «αμυντικά όπλα».
Η λέξη «αμυντικά» όμως συνιστά δυτική εκδοχή. Αυτά τα όπλα ερμηνεύτηκαν ως «επιθετικά» από τη Μόσχα και τους ρωσόφιλους του Ντονμπάς. Επενέβησαν και άλλες χώρες του ΝΑΤΟ, έστειλαν όπλα στην Ουκρανία, εκπαίδευσαν τις ένοπλες δυνάμεις της και την ενέταξαν σε κοινές αεροναυτικές ασκήσεις. Η επιχείρηση Sea Breeze τον Ιούλιο του 2021 στη Μαύρη Θάλασσα, υπό τη συνδιοργάνωση Ουκρανίας και ΗΠΑ και με τη συμμετοχή 32 χωρών, σχεδόν προκάλεσε τη Ρωσία να χτυπήσει ένα βρετανικό αντιτορπιλικό που εισήλθε στα χωρικά της ύδατα.
Οι δεσμοί Ουκρανίας-ΗΠΑ συνέχισαν να συσφίγγονται υπό την κυβέρνηση Μπάιντεν. Τον περασμένο Νοέμβριο οι υπουργοί Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν και Ντμίτρο Κουλέμπα υπέγραψαν έναν «χάρτη στρατηγικής εταιρικής σχέσης», στη βάση του διακηρυγμένου στόχου των προέδρων Μπάιντεν-Ζελένσκι για την εφαρμογή «βαθιών και ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων για την πλήρη ενσωμάτωση της Ουκρανίας στους ευρωπαϊκούς και ευρωατλαντικούς θεσμούς». Οι δύο χώρες επαναβεβαίωσαν την προσήλωσή τους στη «Δήλωση της Συνόδου Κορυφής του Βουκουρεστίου 2008».
Ηταν αναμενόμενο να δυσφορήσει η Μόσχα και να κινητοποιήσει στρατιωτικές δυνάμεις προς τα σύνορα της Ουκρανίας, ήδη από την περασμένη άνοιξη. Η κυβέρνηση Μπάιντεν, όμως, επέμεινε. Τον Δεκέμβριο, σε μια ανοιχτή διπλωματική αντιπαράθεση, ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ δεν έκρυψε ότι «φτάσαμε στο σημείο βρασμού μας».
Η Ρωσία ζήτησε γραπτές εγγυήσεις ότι η Ουκρανία δεν θα γίνει ποτέ μέλος του ΝΑΤΟ και ότι η Συμμαχία θα αφαιρέσει τα όπλα που είχε αναπτύξει στην Ανατολική Ευρώπη από το 1997. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις που απέτυχαν, καθώς ο Αντονι Μπλίνκεν ξεκαθάρισε πως «δεν θα υπάρξει καμία αλλαγή».
Ενα μήνα αργότερα ο Πούτιν έδωσε το σύνθημα για εισβολή.
Αυτή η ερμηνεία διαφέρει από το δυτικό αξίωμα που διαχωρίζει την επέκταση του ΝΑΤΟ από την ουκρανική κρίση, την οποία αποδίδει στον επεκτατισμό του Πούτιν. «Το ΝΑΤΟ είναι αμυντική Συμμαχία και δεν αποτελεί απειλή για τη Ρωσία», αναφέρει πρόσφατο έγγραφο της Συμμαχίας προς τη ρωσική ηγεσία. Τα διαθέσιμα στοιχεία, όμως, έρχονται σε αντίθεση με αυτούς τους ισχυρισμούς. Σημασία δεν έχει μόνο ποιος είναι ο σκοπός του ΝΑΤΟ κατά την άποψη της Δύσης, αλλά και πώς βλέπει τις ενέργειές του η Μόσχα.
Για το ανέφικτο του ρωσικού επεκτατισμού ο ίδιος ο Πούτιν είχε πει: «Οποιος δεν νοσταλγεί τη Σοβιετική Ενωση δεν έχει καρδιά. Οποιος τη θέλει πίσω δεν έχει μυαλό». Επιπλέον, ουδέποτε η ρωσική ηγεσία έχει κάνει λόγο για κατάκτηση νέων εδαφών, για ανασύσταση της Σοβιετικής Ενωσης ή για οικοδόμηση μιας μεγαλύτερης Ρωσίας. Αντίθετα, από τη Σύνοδο του Βουκουρεστίου το 2008 έχει επιμείνει ότι η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ εκλαμβάνεται ως «υπαρξιακή απειλή που πρέπει να αποτραπεί».
Εξάλλου, και οι δυτικοί ηγέτες δεν θεωρούσαν τη Ρωσία ως στρατιωτική απειλή για την Ευρώπη πριν από το 2014. Ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Μόσχα Μάικλ ΜακΦόλ είχε δηλώσει ότι η ίδια η κατάληψη της Κριμαίας δεν σχεδιαζόταν από καιρό, αλλά ήταν μια παρορμητική απάντηση στο πραξικόπημα που ανέτρεψε τον φιλορώσο ηγέτη της Ουκρανίας. Μέχρι τότε, η επέκταση του ΝΑΤΟ είχε στόχο να μετατρέψει όλη την Ευρώπη σε μια μεγάλη ζώνη ειρήνης. Δεν υπήρχε ρωσικός κίνδυνος. Οταν πυροδοτήθηκε η κρίση, όμως, οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι δεν μπορούσαν να παραδεχτούν ότι την προκάλεσαν οι ίδιοι. Την απέδωσαν σε ρωσικό ρεβανσισμό.
Κι όμως, πολλοί εξέχοντες Αμερικανοί ειδικοί στην εξωτερική πολιτική έχουν προειδοποιήσει από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 κατά της επέκτασης του ΝΑΤΟ. Ο Ρόμπερτ Γκέιτς, υπουργός Αμυνας κατά τη σύνοδο του Βουκουρεστίου, παραδέχτηκε ότι «ήταν πράγματι υπερβολικό να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ η Γεωργία και η Ουκρανία». Αντίθετοι ήταν τότε τόσο η Γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ, όσο και ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί.
Ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι βρισκόμαστε σε εξαιρετικά επικίνδυνη καμπή και ότι η δυτική πολιτική επιδεινώνει τους κινδύνους. Η Ρωσία δεν βλέπει τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες της να ματαιώνονται, αντιθέτως νιώθει άμεση απειλή για το μέλλον της. Ο Πούτιν μπορεί να εκτίμησε λάθος τις στρατιωτικές δυνατότητες της Ρωσίας, την αποτελεσματικότητα της ουκρανικής αντίστασης και το εύρος της δυτικής απάντησης, ωστόσο δεν πρέπει να υποτιμάται ποτέ το πόσο αδίστακτες μπορεί να γίνουν οι μεγάλες δυνάμεις όταν βρεθούν σε δεινή θέση. Η Αμερική και οι σύμμαχοί της υπερθεματίζουν, επιμένοντας να ταπεινώσουν τον Πούτιν, ίσως και να τον αποκαθηλώσουν. Εχουν κηρύξει «οικονομικό πόλεμο» στη Ρωσία.
Η Αμερική και οι σύμμαχοί της μπορούν να αποτρέψουν μια ρωσική νίκη στην Ουκρανία, ωστόσο η χώρα θα υποστεί σοβαρή ζημιά, αν δεν διαμελιστεί. Επιπλέον, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος κλιμάκωσης πέρα από την Ουκρανία, για να μην αναφέρουμε τον πυρηνικό κίνδυνο, καταλήγει ο John Mearsheimer. Η Δύση επιμένει να ωθεί μια μεγάλη δύναμη στο χείλος του γκρεμού.
Δεν γνωρίζουμε από τώρα πώς θα διευθετηθεί αυτή η σύγκρουση, αλλά είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε πολυπρισματικά τα αίτιά του, πριν καταστραφεί η Ουκρανία και πριν το ΝΑΤΟ καταλήξει σε ολοκληρωτικό πόλεμο με τη Ρωσία.