Οι προσδοκίες για άνοδο των επιτοκίων -όχι οι πληθωριστικοί φόβοι- είναι η κυρίαρχη κινητήρια δύναμη για το sell off στα αμερικανικά ομόλογα, το οποίο τροφοδοτεί με την σειρά του πιέσεις στις αμερικανικές και παγκόσμιες μετοχικές αγορές.
Το μήνυμα από τις αγορές υποδηλώνει ότι οι επενδυτές όλο και περισσότερο πιστεύουν ότι η αμερικανική κεντρική τράπεζα θα κινηθεί πιο επιθετικά, αλλά ανησυχούν για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που θα έχει κάτι τέτοιο και στην αγορά των μετοχών.
Οι εκτιμήσεις για έως και δύο ακόμη αυξήσεις των επιτοκίων από την Fed φέτος αυξήθηκαν απότομα το τελευταίο χρονικό διάστημα, ενώ και οι αποδόσεις στους 10ετούς τίτλους ομολόγων των ΗΠΑ έδειξαν τις ανησυχίες τους με κίνηση πάνω από το ψυχολογικό όριο του 3,25%.
Πλέον, οι αποδόσεις του διετούς Treasury των ΗΠΑ, που συνδέονται ευθέως με τα επιτόκια της Fed, αυξήθηκαν στο υψηλότερο επίπεδο από την εποχή προ της Lehman Brothers το 2008 και βρίσκονται στο 2,89% από 1,26% τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Οι κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν να επιδρούν καταλυτικά στις κινήσεις όλων των περιουσιακών στοιχείων και ειδικά των ομολόγων, αφού η βαρύτητα των αποφάσεων τους έχει αυξηθεί υπέρμετρα. Ταυτόχρονα, η διαφορετική πορεία στις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών σε ΗΠΑ και Ευρώπη προκαλεί αυξανόμενη μεταβλητότητα στους τίτλους των ομολόγων και την ισοτιμία του ευρώ δολαρίου, καθιστώντας τις αγορές τους ολοένα και πιο ευμετάβλητες. Αυτά, σε συνδυασμό με τους κινδύνους που μπορεί να προκαλέσει ανά πάσα στιγμή στους όρους του παγκόσμιου εμπορίου (αλλά και των τιμών των εμπορευμάτων) η κόντρα Ουάσιγκτον – Πεκίνου, προκαλούν φόβους στους διαχειριστές.
Το ερώτημα είναι αν μπορούν τα ευρωπαϊκά ομόλογα να κινηθούν διαφορετικά από ότι αυτά των ΗΠΑ. Για την Ευρωζώνη, η ανάπτυξη αναμένεται να κυμανθεί φέτος στο 2,1% και στο 1,9% το 2019 από 2,5% το 2017. Ωστόσο, ο βασικός πληθωρισμός παραμένει ιδιαίτερα χαμηλός λόγω των χαμηλών μισθολογικών πιέσεων και της πορείας του ευρώ. Δεν προβλέπουμε την πρώτη αύξηση των τιμών μέχρι τα μέσα του 2019.
Αυτό που αναγνωρίζουν οι επενδυτές φέτος και σε αντίθεση με το 2017 είναι ότι υφίσταται μια διαφορετική δυναμική στην οικονομία τώρα. Οι πιθανότητες πληθωρισμού λόγων μισθών είναι υψηλότερες φέτος από ότι τα προηγούμενα έτη, οι τιμές του πετρελαίου συνεχίζουν να αυξάνονται, το δολάριο κινείται σταθερά υψηλά, οπότε ότι πληθωριστικές πιέσεις θα έπρεπε να είναι υψηλές. Αντίθετα, όμως το 10ετές break-even inflation rate (η μέτρηση για τις πληθωριστικές προσδοκίες των επενδυτών βάσει των ομολόγων) παραμένουν στα ίδια επίπεδα του 2,1% - 2,2% από το Φεβρουάριο φέτος, ενώ θα έπρεπε να κινούνται ανοδικά.
Οι επενδυτές παρακολουθούν στενά τις ενδείξεις για το πότε η ΕΚΤ θα μπορούσε να μειώσει τις αγορές στοιχείων ενεργητικού από τα 30 δισ. ευρώ το μήνα, κάτι που αναμένεται να το πράξει κατά τη διάρκεια του τέταρτου τριμήνου του τρέχοντος έτους, ωστόσο πριν τα μέσα του 2019, δεν υπάρχουν ενδείξεις για αύξηση των επιτοκίων.
Αυτή η αλλαγή στην πολιτική της ΕΚΤ θα έχει σημαντικές επιδράσεις στις αγορές των κρατικών ομολόγων στη ζώνη του ευρώ, αν και οι αποδόσεις συνεχίζουν να συνεχίσουν να κινούνται πλάγια μέχρι τώρα. Οι αποδόσεις τους, ωστόσο, θα μπορούσαν να κινηθούν υψηλότερα αν τα αμερικανικά ομόλογα συνεχίσουν την ανοδική τάση, σε κινήσεις που θυμίζουν εκείνες που παρατηρήθηκαν κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2016. Η διαφορά μεταξύ των αποδόσεων των αμερικανικών κρατικών ομολόγων και των γερμανικών είναι ήδη σχετικά μεγάλη ιστορικά, και ελάχιστοι επενδυτές εκτιμούν ότι τα γερμανικά ομόλογα θα συνεχίσουν να υπεραποδίδουν τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα.
Ο παράγοντας Ιταλία
Τέλος, το στοιχείο που έχει κομβική πλέον σημασία είναι η πορεία των ιταλικών ομολόγων. Οι επενδυτές εστιάζουν τώρα στο κατά πόσο η απόδοση του ιταλικού 10ετιούς μπορεί να σπάσει το όριο του 4%, αφού αυτό είναι το επίπεδο καμπής που επιτρέπει σε ασθενείς οικονομικά χώρες να διατηρούν την πρόσβαση στις αγορές. Αν αυτό το επίπεδο έρθει στο προσκήνιο, τότε οι συνθήκες στην αγορά των ομολόγων και σε άλλες χώρες της Ευρώπης θα πιεστούν. Για την ώρα, Κύπρος, Ισπανία και Πορτογαλία δεν έχουν επηρεαστεί καθόλου από τον ιταλικό θόρυβο αλλά η Ελλάδα π.χ., και για δικούς της λόγους βέβαια, έχει εκ νέου αποκλειστεί από την αγορά των ομολόγων.
Η απουσία «μετάδοσης» ως τώρα αντιμετωπίζεται από τους επενδυτές ως καθησυχαστική, ενισχύει το επιχείρημα ότι είναι κυρίως εσωτερική κατάσταση με λίγες συνέπειες για την ευρύτερη ευρωπαϊκή εικόνα και γι’ αυτό πολύ διαφορετική από την κρίση χρέους που χτύπησε το μπλοκ πριν από μισή δεκαετία, ωστόσο αυτή η προσέγγιση μπορεί να αλλάξει πολύ γρήγορα, ειδικά αν η ιταλική κυβέρνηση επιθυμεί να συγκρουστεί όπως η Ελλάδα το 2015.