Οι αυξημένοι κίνδυνοι αλλά και οι αυξημένες ευκαιρίες για κέρδη κάνουν τους ηγέτες των μη εισηγμένων ιδιωτικών εταιρειών πιο αισιόδοξους όσον αφορά τις μελλοντικές προοπτικές των εταιρειών τους, σύμφωνα με την έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε πάνω από 700 διευθύνοντες συμβούλους μη εισηγμένων εταιρειών στα πλαίσια της 18ης Ετήσιας Παγκόσμιας Έρευνας της PwC για τους Διευθύνοντες Συμβούλους.
Σχεδόν το 60% των επικεφαλής των μη εισηγμένων ιδιωτικών εταιρειών υποστηρίζει ότι σήμερα αντιμετωπίζει περισσότερα εμπόδια στην αύξηση των εσόδων σε σχέση με τρία χρόνια πριν. Ωστόσο σε παρόμοιο επίπεδο κινείται και το ποσοστό εκείνων που πιστεύουν ότι τώρα υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες ανάπτυξης σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.
Ο Henrik Steinbrecher, επικεφαλής του Τομέα Εταιρειών Μεσαίας Κεφαλαιοποίησης του δικτύου της PwC, προειδοποιεί: «Καινοτομία ή ήττα; Αυτή είναι η επιλογή που αναγνωρίζουν ότι καλούνται να κάνουν οι επικεφαλής των μη εισηγμένων ιδιωτικών εταιρειών προκειμένου να επιτύχουν σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από περισσότερους κινδύνους αλλά και ενδεχομένως μεγαλύτερα οφέλη. Η προσήλωση των μη εισηγμένων ιδιωτικών εταιρειών στον παραδοσιακό τρόπο επιχειρηματικής δραστηριότητας, σε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη παγκόσμια οικονομία, θα αποτελέσει ουσιαστικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα. Οι διευθύνοντες σύμβουλοι που επιλέγουν μία διαφορετική προσέγγιση αισθάνονται πιο αισιόδοξοι για το μέλλον.
«Δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην καινοτομία και λαμβάνοντας αποτελεσματικά προληπτικά μέτρα, οι εταιρείες θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τους κραδασμούς που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τα σχέδια τους για ανάπτυξη. Οι διευθύνοντες σύμβουλοι των μη εισηγμένων ιδιωτικών εταιρειών αναγνωρίζουν μια σειρά κινδύνων που είναι έξω από τον έλεγχό τους. Όμως, η ευελιξία και η επανεκτίμηση των κινδύνων αυτών, μπορεί να τους βοηθήσει να αυξήσουν την ανταγωνιστική ικανότητα των εταιρειών τους να ανταποκριθούν καλύτερα σε αυτήν την εποχή της άνευ προηγουμένου αλλαγής», προσθέτει ο κ. Steinbrecher.
Σύμφωνα με την έρευνα, πάνω από τους μισούς διευθύνοντες συμβούλους μη εισηγμένων ιδιωτικών εταιρειών (54%) θεωρούν ότι ολοένα και περισσότερες εταιρείες θα εισέρχονται σε νέους κλάδους δραστηριότητας, με το ένα τρίτο αυτών (31%) να δηλώνουν ότι η εταιρεία τους εισήλθε σε έναν νέο κλάδο κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών ετών.
Οι οικογενειακές επιχειρήσεις διαφοροποιούνται σε σύγκριση με άλλες μη εισηγμένες ιδιωτικές εταιρείες, με το 38% αυτών να έχουν ήδη εισέλθει σε έναν νέο κλάδο δραστηριότητας τα τελευταία χρόνια, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των εταιρειών που διοικούνται από managers να ανέρχεται περίπου στο 25%.
«Το να αλλάξει μια εταιρεία τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί είναι δύσκολο, όμως δεν είναι απίθανο. Η λύση για τις μη εισηγμένες ιδιωτικές εταιρείες βρίσκεται στην εκμετάλλευση του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους, που είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους, το οποίο τους επιτρέπει να λαμβάνουν πιο μακρόπνοες αποφάσεις.
Οι μη εισηγμένες εταιρείες έχουν την ευχέρεια να λαμβάνουν επιχειρηματικές αποφάσεις που μπορεί να αποδώσουν τους καρπούς τους στην επόμενη γενιά. Και επειδή οι μη εισηγμένες εταιρείες έχουν συνήθως πιο προσωπικό χαρακτήρα και χαρακτηρίζονται από την ενεργή συμμετοχή των ιδιοκτητών, μπορούν να χτίσουν δυνατές και μακροχρόνιες σχέσεις με πελάτες, εργαζόμενους και προμηθευτές.
Αυτό το μοντέλο των εταιρειών που διοικούνται από τους ιδιοκτήτες τους το αποκαλούμε "υπομονετικό κεφάλαιο", χαρακτηριστικό από το οποίο πηγάζει ένα σημαντικό πλεονέκτημα, το οποίο πολλές εισηγμένες εταιρείες αγωνίζονται για να το αποκτήσουν», υποστηρίζει ο κ. Steinbrecher.
Περίπου τα τρία τέταρτα των ηγετών μη εισηγμένων ιδιωτικών εταιρειών προβληματίζονται ιδιαίτερα για το υπερβολικά αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο, το εθνικό χρέος, την αυξανόμενη φορολογία, την έλλειψη δεξιοτήτων και τη γεωπολιτική αβεβαιότητα. Οι αλλαγές στα ρυθμιστικά πλαίσια των κλάδων, στις καταναλωτικές συμπεριφορές και στο ανταγωνιστικό περιβάλλον αποτελούν τους σημαντικότερους παράγοντες που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερωτηθέντων θα επιφέρουν αλλαγές στους κλάδους στους οποίους δραστηριοποιούνται.
«Οι μη εισηγμένες ιδιωτικές εταιρείες έχουν ένα πλήθος θεμάτων που τους απασχολούν, η θετική, όμως, πλευρά είναι ότι έχουν ενδείξεις ότι οι σημαντικότερες παγκόσμιες τάσεις, όπως είναι η ψηφιακή αλλαγή και η μετατόπιση της παγκόσμιας οικονομικής ισχύος, θα δημιουργήσουν τόσες ευκαιρίες όσους και κινδύνους για τις πρωτοπόρες επιχειρήσεις στα επόμενα χρόνια», υποστηρίζει ο κ. Steinbrecher.
Η έρευνα που διεξήγαγε η PwC το 2014 για τις Οικογενειακές Επιχειρήσεις επιβεβαιώνει την άποψη ότι ο γοργός ρυθμός της τεχνολογικής ανάπτυξης θεωρείται ευκαιρία αλλά ταυτόχρονα και πρόσκληση. Το 72% των οικογενειακών επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα αναγνωρίζουν ότι θα χρειαστεί να προσαρμόσουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν και οργανώνονται ώστε να αξιοποιήσουν τις ψηφιακές ευκαιρίες ή τα παραπατήματα των ανταγωνιστών τους.
Σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με τη φετινή έρευνα σε διευθύνοντες συμβούλους μη εισηγμένων ιδιωτικών εταιρειών, το 38% αυτών είναι αισιόδοξοι ότι τα έσοδα των εταιρειών τους θα αυξηθούν μέσα στους επόμενους 12 μήνες, με αυτό το ποσοστό αισιοδοξίας να ανεβαίνει στο 46% για τα επόμενα τρία χρόνια.
Οι διευθύνοντες σύμβουλοι των μη εισηγμένων ιδιωτικών εταιρειών είναι ακόμη πιο αισιόδοξοι για τις προοπτικές ανάπτυξης των εταιρειών τους απ' ότι είναι για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας: το 37% εκτιμά ότι η παγκόσμια οικονομία θα βελτιωθεί, ενώ πάνω από διπλάσιος αριθμός ερωτηθέντων σε σχέση με πέρυσι, συγκεκριμένα το 18%, πιστεύει ότι θα χειροτερεύσει.
Ο κ. Steinbrecher καταλήγει: «Παρά τα αισθήματα αβεβαιότητας που επικρατούν για την παγκόσμια οικονομία, οι επικεφαλής των μη εισηγμένων εταιρειών δείχνουν αισιόδοξοι όσον αφορά την προσαρμογή τους στη νέα τάξη πραγμάτων, που χαρακτηρίζεται από την ταχύτατη αλλαγή, βρίσκοντας νέους τρόπους να δημιουργήσουν αξία και να αναπτυχθούν. Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι μη εισηγμένες ιδιωτικές εταιρείες εάν θέλουν πετύχουν, πρέπει να μην μείνουν προσκολλημένες στον παραδοσιακό τρόπο του επιχειρείν στον χώρο τους».