Οι εποπτικές αρχές της Βρετανίας, των ΗΠΑ και της Ελβετίας επέβαλαν πρόστιμο ύψους 3,2 δισ. δολ. σε πέντε τράπεζες για τη χειραγώγηση της αγοράς συναλλάγματος. Πρόκειται για τις Citigroup, HSBC, JPMorgan Chase, UBS και Royal Bank of Scotland, οι οποίες συμφώνησαν σε συνολικό διακανονισμό με τις εποπτικές αρχές και παραδέχθηκαν ότι δεν είχαν τον απαιτούμενο εσωτερικό έλεγχο για να αποτρέψουν τη χειραγώγηση της αγοράς συναλλάγματος.
Η βρετανική εποπτική αρχή επέβαλε πρόστιμο ρεκόρ στις πέντε τράπεζες ύψους 1,7 δισ. δολ. «για αποτυχία στον έλεγχο της επιχειρηματικής πρακτικής». Δεν προχώρησε σε διακανονισμό με την Barclays δηλώνοντας ότι συνεχίζονται οι έρευνες για τις πρακτικές της. Η αμερικανική Commodity Futures Trading Commission επέβαλε συνολικά πρόστιμο 1,4 δισ. ευρώ στις τράπεζες.
Ο πέλεκυς ήταν πιο βαρύς για τη UBS, η οποία καλείται συνολικά να καταβάλει 803 εκατ. ευρώ στις βρετανικές και στις αμερικανικές εποπτικές αρχές και στην ελβετική Finma. Η Finma τη διέταξε επίσης να υιοθετήσει αυτοματοποιημένες διαδικασίες για το 95% του trading συναλλάγματος και να μειώσει τα μπόνους των traders της αγοράς συναλλάγματος και των πολύτιμων μετάλλων.
Το πρόστιμο για τη Citigroup αγγίζει τα 668 εκατ. δολ., για την JPMorgan τα 662 εκατ. δολ., για τη Royal Bank of Scotland τα 634 εκατ. δολ. και για την HSBC Holdings τα 618 εκατ. δολ.
«Αμέτρητοι άνθρωποι και επιχειρήσεις ανά τον κόσμο εξαρτώνται από αυτά τα σημεία αναφοράς στην αγορά συναλλάγματος για να ολοκληρώνουν χρηματοοικονομικά συμβόλαια» δήλωσε ο Aitan Goelman, διευθυντής της CFTC και συμπλήρωσε: «Η αγορά μπορεί να λειτουργήσει μόνο εάν ο κόσμος έχει εμπιστοσύνη ότι η διαδικασία διαμόρφωσης αυτών των τιμών είναι δίκαιη»
Αναφορικά με τις δραστηριότητες των τραπεζών, η ανακοίνωση της FCA αναφέρει: «Μοιράστηκαν απόρρητες πληροφορίες για τις δραστηριότητες πελατών που τις εμπιστεύθηκαν και προσπάθησαν να χειραγωγήσουν τις spot συναλλαγματικές ισοτιμίες της G10, με τέτοιο τρόπο που θα μπορούσε να πλήξει τους πελάτες και την αγορά».
«Δεν ανεχόμαστε συμπεριφορά που θέτει σε κίνδυνο την ακεραιότητα της αγοράς ή του ευρύτερου βρετανικού χρηματοοικονομικού συστήματος» είπε ο Martin Wheatley, διευθύνων σύμβουλος της FCA, ενώ ο υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας George Osborne σημείωσε: «Σήμερα προχωρήσαμε σε σκληρές αποφάσεις για να σταματήσουμε τη διαφθορά των λίγων, για να έχουμε ένα χρηματοοικονομικό σύστημα που να λειτουργεί για όλους».
Πώς χειραγωγούσαν τα νομίσματα οι traders
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η χειραγώγηση στην αγορά συναλλάγματος ξεκίνησε το 2009 και συνεχίστηκε μέχρι και το 2012. Traders συναλλάγματος των τραπεζών συντονίζονταν με συναδέλφους άλλων τραπεζών ώστε να κατευθύνουν τις κινήσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τη διαμόρφωση του κρίσιμου WM/Reuters fix.
Οι εποπτικές αρχές αναφέρουν ότι στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, οι traders αντάλλασσαν μεταξύ τους πληροφορίες για τις κινήσεις πελατών και συμφωνούσαν σε στρατηγικές trading, δημιουργώντας chat rooms τα οποία ονόμαζαν "Οι παίκτες" ή "Οι 3 σωματοφύλακες" ή "Μία ομάδα, Ένα Όνειρο". Χρησιμοποιούσαν μάλιστα και κωδικά ονόματα για να μην κατονομάσουν ανοιχτά τους πελάτες τους.
Ακολουθούν και άλλα πρόστιμα
Τα προβλήματα για τις εν λόγω τράπεζες όμως φαίνεται πως δεν τελειώνουν εδώ. Για ορισμένες εξ αυτών αναμένεται να ανακοινωθούν νέα πρόστιμα αργότερα σήμερα από μία ακόμη αμερικανική αρχή, το Office of the Comptroller of the Currency. Σε αυτόν τον διακανονισμό εκτιμάται ότι θα περιλαμβάνεται και η Bank of America.
Η συγκεκριμένη υπόθεση, πάντως, φαίνεται πως έχει εξελιχθεί σε χιονοστιβάδα. Περίπου 20 αρχές ανά τον κόσμο έχουν ξεκινήσει έρευνα θέτοντας στο στόχαστρο συνολικά 15 τράπεζες με κατηγορίες για συνέργεια και χειραγώγηση του WM/Reuters fix, του σημείου αναφοράς που χρησιμοποιείται ευρέως από θεσμικούς επενδυτές για την αποτίμηση των χαρτοφυλακίων τους. Οι τράπεζες που περιλαμβάνονται στο σημερινό διακανονισμό -και άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί όπως η Deutsche Bank και η BNP Paribas- βρίσκονται υπό έρευνα από άλλες αρχές και μπορεί να βρεθούν ενώπιον νέων προστίμων αργότερα.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ έχει ξεκινήσει έρευνα για ποινικά αδικήματα έναντι αρκετών πιστωτικών ιδρυμάτων αλλά και φυσικών προσώπων. Επίσης, οι αντιμονοπωλιακές αρχές του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ελβετική Weko συνεχίζουν τη δική τους έρευνα για το θέμα, όπως επίσης οι αρχές της Αυστραλίας, του Χονγκ Κονγκ και της Νέας Ζηλανδίας.
Η RBS δήλωσε σήμερα πως βρίσκεται σε συνομιλίες και με άλλες αρχές, συμπεριλαμβανομένου και του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, για το ζήτημα της χειραγώγησης στην αγορά συναλλάγματος. Αναφέρει μάλιστα ότι «η χρονική συγκυρία και το ύψος των νέων διακανονισμών θα μπορούσαν να είναι σημαντικά».
«Ο πρωτοφανής ομαδικός διακανονισμός μεταξύ διαφόρων εποπτικών αρχών και πολλών τραπεζών αποτελεί ένα ακόμη πλήγμα αξιοπιστίας για τις τράπεζες» σχολιάζουν οι Financial Times και συμπληρώνουν: «Ο κλάδος έχει καταβάλει τα τελευταία χρόνια πολλά πρόστιμα αξίας αρκετών δισεκατομμυρίων δολαρίων για παράτυπη συμπεριφορά, από τη χειραγώγηση του Libor, μέχρι εμπορικές πρακτικές».
«Οι έρευνες έχουν φέρει τα πάνω-κάτω στις μεγάλες μονάδες trading συναλλάγματος, με κύμα προτεινόμενων ρυθμιστικών αλλαγών στα σημεία αναφοράς του forex, ενώ ασκούνται έντονες πιέσεις για μεγάλες αλλαγές στο εργατικό δυναμικό των τραπεζών και για στροφή στο ηλεκτρονικό trading» σημειώνουν οι Financial Times.
Περισσότεροι από 30 traders έχουν απολυθεί ή έχουν μπει σε καθεστώς αναγκαστικής άδειας σε περίπου 10 τράπεζες που εμπλέκονται στο σκάνδαλο. Ακόμη περισσότεροι αποχώρησαν οικειοθελώς.
Οι αντιδράσεις των τραπεζών
Με ξεχωριστές ανακοινώσεις, η Citi, η JPMorgan και η RBS δήλωσαν ότι έχουν βελτιώσει σημαντικά τα συστήματα εσωτερικών ελέγχων. «Η συμπεριφορά των traders που περιγράφεται από τον σημερινό διακανονισμό είναι απαράδεκτη. Αν και οι διακανονισμοί αναγνωρίζουν την πρόοδο που έχουμε καταγράψει, συνεχίζουμε με περαιτέρω εκπαίδευση και νέες βελτιώσεις και αυτό θα παραμείνει βασική μας προτεραιότητα» αναφέρει η ανακοίνωση της JPMorgan.
Η Royal Bank of Scotland δήλωσε από την πλευρά της ότι έχει θέσει 50 νυν και πρώην στελέχη της υπό έρευνα, ενώ έχει ήδη ξεκινήσει πειθαρχικές διαδικασίες για έξι άτομα. Σημειώνει επίσης ότι τρία άτομα έχουν απολυθεί, ενώ η επιτροπή αποζημιώσεων εξετάζει και πιθανή αλλαγή πολιτικής.