Περισσότερο ίσως από κάθε άλλη φορά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά τη χθεσινή του ομιλία για τον Προϋπολογισμό του 2020, αναφέρθηκε στην πολυσυζητημένη μεσαία τάξη. Αφού αφιέρωσε αρκετά λεπτά για να προσδιορίσει πώς ακριβώς αντιλαμβάνεται τους πολίτες που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, αναγνώρισε ότι αυτοί -και ιδίως οι μισθωτοί με εισοδήματα άνω των 20.000 ευρώ- δεν είναι οι πλέον ωφελημένοι από τη μέχρι τώρα εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική, ωστόσο δεσμεύτηκε ότι «αυτό αλλάζει», με απαρχή τα δύο μέτρα που θα ληφθούν το νέο έτος:
«Καθώς μήνα με τον μήνα εντός του 2020 θα δημιουργείται πρόσθετος δημοσιονομικός στόχος, δεσμεύομαι ότι το 2020, επιτέλους, ξεκινά η μείωση της Εισφοράς Αλληλεγγύης. Και στο ίδιο διάστημα θα ολοκληρωθεί η δέσμευσή μας για συνολική μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30%, με πρόσθετη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 8%. Προσέξτε όμως, σε συνδυασμό με νέες αντικειμενικές αξίες», τόνισε ο πρωθυπουργός, που θέλει να... ανακατέψει τους αποδέκτες του μείγματος της πολιτικής που τίθεται σε εφαρμογή, διευρύνοντας έτσι την πίτα των ωφελημένων.
Ο Προϋπολογισμός, όπως είπε, «ανακουφίζει τη μεσαία τάξη και φροντίζει για τους ασθενέστερους μέσα από ένα οργανωμένο σχέδιο μείωσης των φόρων, αλλά δημιουργεί ταυτόχρονα ζωτικό χώρο για ανάπτυξη και δημιουργία νέου πλούτου, πυροδοτώντας την ατομική προκοπή και την κινητικότητα προς τα πάνω», σημείωσε, μεταδίδοντας την αισιοδοξία του για την επόμενη μέρα.
Όσο για το πώς ορίζει ο ίδιος τη μεσαία τάξη, μεταξύ άλλων, ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε: «Όταν μιλάω για μεσαία τάξη, αναφέρομαι στα δυναμικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας που δεν προσδιορίζονται αποκλειστικά και μόνο από το εισόδημά τους, αλλά και από την αντίληψη που έχουν για τη ζωή. Τη διάθεση να εργαστούν και να προκόψουν. Είναι, με άλλα λόγια, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες της διπλανής πόρτας, αυτοί που έχτισαν την Ελλάδα -ενώ ενώνονται σε ένα σύνολο, δεν μεταβάλλονται σε μάζα, παραμένουν ξεχωριστές προσωπικότητες, με ατομικές ευθύνες. Είναι πολίτες με αίσθηση της κοινής τους μοίρας. Είναι πολίτες που παράγουν δίχως να φωνάζουν, που απαιτούν από το κράτος αποτελεσματικότητα και σεβασμό στα χρήματα που πληρώνουν. Και απαιτούν, αυτή η μεσαία τάξη απαιτεί από τους πολιτικούς να μην προσβάλλουν όχι μόνο τη νοημοσύνη τους αλλά και την αξιοπρέπειά τους».
Και συνέχισε ο πρωθυπουργός, με μια φράση που προκάλεσε πολλά σχόλια: «Με άλλα λόγια, κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ, για να χρησιμοποιήσω μια ενδυματολογική μεταφορά, μεσαία τάξη είναι όλοι αυτοί που συνήθως ντύνονται απλά, όμως ξέρουν και να φορούν γραβάτα εκεί που πρέπει. Είναι αυτοί τους οποίους προσβάλλατε τέσσερα χρόνια».
Παλαιότερες αδικίες
Δύο είναι, κατά τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τα χαρακτηριστικά του νέου Προϋπολογισμού. Κατ' αρχάς, συνδυάζει την κοινωνική φροντίδα με την ανάπτυξη, «διορθώνοντας παλαιότερες αδικίες» και παράλληλα, «παραμένει ρεαλιστικός», δίνοντας βάρος σε τομείς, όπως η πράσινη ενέργεια, η ψηφιακή οικονομία, η παιδεία και η υγεία. Γιατί, όπως εξήγησε, υπάρχουν αλλαγές που ενώ οι ίδιες δεν απαιτούν χρηματοδότηση, στην πράξη μπορούν να αποδειχθούν κερδοφόρες.
Επικαλούμενος το τελευταίο Eurogroup και την απόφαση τα κέρδη από τη διακράτηση των ομολόγων των κεντρικών τραπεζών να επιστρέψουν στην Ελλάδα, ο πρωθυπουργός δεσμεύτηκε πως συνολικά μέχρι τον Μάιο του 2022 τα δημόσια ταμεία θα ενισχυθούν συνολικά με 5,1 δισ. ευρώ, που θα χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη.
Όσο για την κριτική που δέχεται από την αντιπολίτευση για τα επιδόματα, εξήγησε πως στόχος είναι από τη διανομή σποραδικών επιδομάτων «σε όλο και φτωχότερους πολίτες, να περάσουμε στην απέναντι όχθη, σε ένα διαρκώς αυξανόμενο εθνικό εισόδημα, το οποίο θα κατανέμεται δίκαια σε όλους». Εξέφρασε δε τη βεβαιότητα πως ο εθνικός πλούτος το 2020 θα αυξηθεί κατά 7,3 δισ., αγγίζοντας τα 197,3 δισ. Όπως εξήγησε, τα παραπάνω μεταφράζονται σε 1.600 ευρώ περισσότερα για κάθε νοικοκυριό, ενώ έθεσε και ως στόχο οι άνεργοι να μειωθούν μέσα σε ένα χρόνο κατά 100.000.
Ο κ. Μητσοτάκης επανέλαβε τη δέσμευσή του να διεκδικήσει τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, επιτέθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα όσον αφορά την οικονομία, ωστόσο στα εθνικά θέματα κράτησε χαμηλούς τόνους, εμφανιζόμενος συναινετικός. Όπως είπε, η πόρτα του είναι ανοικτή για συζήτηση για τα εθνικά, καθώς δεν πρέπει να συζητιούνται όλα δημοσίως.