Ένα σημαντικό πρώτο βήμα -που έχει και έντονο συμβολικό χαρακτήρα- γίνεται σήμερα στη Βουλή για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών.
Η Ολομέλεια καλείται να συζητήσει και στη συνέχεια να εγκρίνει ψήφισμα, που ισοδυναμεί με την επίσημη έναρξη της διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών από την ελληνική κυβέρνηση. Στη συνέχεια θα τεθεί το ζήτημα προς τη γερμανική πλευρά μέσω της επίσημης οδού της ρηματικής διακοίνωσης, ενώ σταδιακά θα «ξεδιπλωθούν» και άλλες πρωτοβουλίες.
Η σημερινή συζήτηση στην Ολομέλεια αναμένεται να κρατήσει έντεκα ώρες και τον λόγο θα πάρουν ο πρωθυπουργός και πολιτικοί αρχηγοί. Στο τέλος της συνεδρίασης, θα διεξαχθεί ψηφοφορία δι' εγέρσεως, στη βάση της πρότασης του Προέδρου της Βουλής.
Για «ηθική, πολιτική και ιστορική υποχρέωση, την οποία η Βουλή δεν μπορεί παρά να την εκπληρώσει», μιλά ο Νίκος Βούτσης, επισημαίνοντας ότι η Βουλή με το ψήφισμά της δεσμεύει τη σημερινή αλλά και την εκάστοτε κυβέρνηση να προχωρήσει στα αναγκαία βήματα, στο πλαίσιο της διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών.
Με την πρόταση που πέρασε χθες από τη Διάσκεψη των Προέδρων και σήμερα θα ψηφιστεί στην Ολομέλεια, καλείται η ελληνική κυβέρνηση «να προβεί σε όλες τις ενδεδειγμένες διπλωματικές και νομικές ενέργειες για τη διεκδίκηση και την πλήρη ικανοποίηση όλων των αξιώσεων του Ελληνικού Κράτους από τον Α' και Β' Παγκόσμιο Πόλεμο». Ειδικότερα επισημαίνεται πως:
- To ζήτημα των οφειλών προς την Ελλάδα από τον Α' και Β' Παγκόσμιο Πόλεμο παραμένει ανοιχτό ως απαράγραπτο χρέος που αναζητά επίμονα την ηθική, ιστορική και νομική δικαίωση.
- Οι αξιώσεις του Ελληνικού Κράτους παραμένουν εκκρεμείς και ενεργές.
- Το Ελληνικό Κράτος ουδέποτε και καθ' οιονδήποτε τρόπο αποποιήθηκε των αξιώσεών του.
-Δεν τίθεται και δεν δύναται να τεθεί κανένα ζήτημα παραγραφής των αξιώσεων του Ελληνικού Κράτους.
Να σημειωθεί πως το πόρισμα της διακομματικής επιτροπής της Βουλής προτείνει κατ’ αρχήν διακρατικές διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία, περιλαμβάνει, όμως, νομική τεκμηρίωση για το ενδεχόμενο του δικαστικού δρόμου διεκδίκησης. Παράλληλα επισημαίνεται πως οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να συνοδευτούν από μία «εντατική καμπάνια ενημέρωσης κι ευαισθητοποίησης της διεθνούς αλλά και της ελληνικής κοινής γνώμης», καθώς και «προώθηση συνεργιών με τις ομάδες Γερμανών νομικών, ιστορικών, συνταγματολόγων και γερμανικών οργανώσεων, ευαίσθητων στα θέματα απόδοσης δικαιοσύνης».
Με βάση την Έκθεση της Επιτροπής, οι αξιώσεις της Ελλάδας αφορούν σε: πολεμικές αποζημιώσεις για τις υλικές καταστροφές και διαρπαγές, πολεμικές επανορθώσεις των θυμάτων και συγγενών των θυμάτων, αποπληρωμή του κατοχικού δανείου, επιστροφή των κλεμμένων αρχαιολογικών θησαυρών και εκκλησιαστικών κειμηλίων.
Η πρόταση που ψηφίζεται σήμερα από τη Βουλή περιγράφει τα βήματα της διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών, όχι όμως και τα ακριβή ποσά των οφειλών. Εκτιμάται πως θα ήταν oρθότερο να μη δεσμευθεί μέσα από ένα επίσημο κείμενο το κράτος για ένα ποσό και να μην μπορεί στη συνέχεια να προβεί σε νέες διεκδικήσεις, αν προκύψουν καινούργια στοιχεία.
Το ΓΛΚ έχει καταθέσει δύο διαφορετικές προσεγγίσεις για το ακριβές ύψος των γερμανικών οφειλών. Η πρώτη βασίζεται στη Συνδιάσκεψη των Παρισίων και προσδιορίζει τις απαιτήσεις της Ελλάδας σε 6.741.070.692 δολάρια ΗΠΑ του 1938 (δηλαδή 309.498.827.179,51 ευρώ). Η δεύτερη προσέγγιση βασίζεται στο αρχειακό υλικό και προσδιορίζει τις απαιτήσεις της Ελλάδας στα 171.442.057.838 ευρώ, με την προσθήκη του κατοχικού δανείου (10.344.859.092 ευρώ), της απαίτησης για αποθετικές ζημίες (33.873.928.462 ευρώ) και της απαίτησης από μείωση παραγόμενου προϊόντος (53.886.160.462 ευρώ). Δηλαδή το ποσό φτάνει τα 269.547.005.854 ευρώ.
Να σημειωθεί πως στις 2 Μαΐου, στο Άουσβιτς, η Βουλή θα εκπροσωπηθεί στην πορεία που γίνεται κάθε χρόνο στον χώρο και η οποία φέτος είναι αφιερωμένη στην Ελλάδα. Μάλιστα σε μια κίνηση με έντονο συμβολισμό, με έξοδα της Βουλής, θα εγκαινιαστεί ένα μουσείο-έκθεση για τα θύματα των Ελλήνων του στρατοπέδου κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Παράλληλα θα υπάρξουν και άλλες πρωτοβουλίες και ενδεικτικά αναφέρεται πως η Βουλή με αποστολή κλιμακίου της θα αναλάβει την ενημέρωση του γερμανικού και άλλων ευρωπαϊκών κοινοβουλίων, την έγερση του ζητήματος στο Συμβούλιο της Ευρώπης, στον ΟΗΕ και όπου αλλού κριθεί αναγκαίο.