Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Merit: Πώς είδε τα 9μηνα των τραπεζών

Αυξημένες κατά 36,5% οι επισφάλειες των τραπεζών στο εννεάμηνο, διαμορφώθηκαν στα 5,06 δισ. ευρώ, ενώ δεν αναμένεται μείωση, σχολιάζει μεταξύ άλλων η Merit XAEΠΕΥ. Τι λέει για δάνεια, ΝΙΙ, κέρδη, κεφάλαια. 

Merit: Πώς είδε τα 9μηνα των τραπεζών
Αυξημένες κατά 36,5% οι επισφάλειες των τραπεζών στο εννεάμηνο, διαμορφώθηκαν στα 5,06 δισ. ευρώ, ενώ δεν αναμένεται σύντομα μείωση, σχολιάζει μεταξύ άλλων η Merit XAEΠΕΥ. 

Ειδικότερα, στο σχόλιό της για τα αποτελέσματα εννεαμήνου των τραπεζών, η χρηματιστηριακή επισημαίνει τα εξής:
 
1, Oι μετά φόρων ζημίες για τους 14 τραπεζικούς ομίλους που είναι εισηγμένοι στο ελληνικό χρηματιστήριο ανήλθαν στο 9μηνο σε 553, 1 εκατ. ευρώ.

Υπάρχει μικρή διεύρυνση των ζημιών σε σχέση με το εξάμηνο (ζημίες 492,2 εκατ.) λόγω κυρίως των διευρυμένων ζημιών της Εμπορικής και της Γενικής παρότι οι περισσότερες τράπεζες βελτιώθηκαν σε σχέση με τη συγκρινόμενη περίοδο.

Συνεπώς, εξαιρώντας τις 2 ελληνογαλλικές τράπεζες (Γενική, Εμπορική), τα κέρδη πλέον των τραπεζών εμφανίζουν σημαντική άνοδο, που μπορεί να εξηγηθεί από τα εξής:

α) Η έκτακτη εισφορά επιβάρυνε τα αποτελέσματα του α΄ εξαμήνου.

β) Οι περεταίρω ζημίες από ομόλογα ήταν μηδαμινές στο γ΄ τρίμηνο.

γ) Αρκετές τράπεζες έχουν εφαρμόσει περικοπή κόστους.
 
δ) Τη σταθεροποίηση των επισφαλειών

ε) Τα βελτιωμένα μεγέθη σε ορισμένες ξένες αγορές.

Σύγκριση με το 9Μ:09 (κέρδη 1,92 δισ. ευρώ) δεν μπορεί να γίνει καθώς οι επισφάλειες άρχισαν να διογκώνονται μετά το γ΄ τρίμηνο του 2009, η έκτακτη εισφορά πέρυσι συμπεριλήφθηκε στο δ΄ τρίμηνο, ενώ, τέλος, η πτώση των spreads είχε φέρει κέρδη από αποτίμηση ομολόγων στην περυσινή αντίστοιχη περίοδο, σε αντίθεση με τις φετινές ζημίες. Τα κέρδη από τις ξένες αγορές περιόρισαν τις ζημίες από την ελληνική αγορά, γεγονός που αποτελεί επιβράβευση για την εξωστρέφεια ορισμένων τραπεζών.

Τέλος, τα καθαρά έσοδα από τόκους εμφανίζονται αυξημένα κατά 9,5% σε σχέση με το 9Μ:09, με τους αυξημένους τόκους από ομόλογα να παίζουν σημαντικό ρόλο.

2. Οι επισφάλειες για τους 13 τραπεζικούς ομίλους (τα νούμερα της τράπεζας Marfin Εγνατία δεν υπολογίζονται πλέον στο σύνολο καθώς ανήκει στον όμιλο της Marfin Popular) ανέρχονται σε 5,06 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 36,5% σε σχέση με το 9Μ:09, ενώ οι νέες επισφάλειες για το γ΄ τρίμηνο μειώθηκαν κατά 6,2% σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο.

Αν εξαιρέσουμε τις επισφάλειες της Εμπορικής και της Γενικής, που στο α΄ εξάμηνο ήταν διογκωμένες, οι επισφάλειες των υπόλοιπων αυξήθηκαν κατά 1% σε σχέση με το β΄ τρίμηνο. Γενικά, σε καμιά τράπεζα δεν παρατηρήθηκαν σημαντικά αυξημένες επισφάλειες σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Η εικόνα αυτή δεν αντικατοπτρίζει την τρέχουσα κατάσταση ύφεσης της ελληνικής οικονομίας (ετήσια μείωση ΑΕΠ γ΄ τριμήνου στο 4,5%) και δεν προβλέπεται σύντομα μείωση του ρυθμού αύξησης των επισφαλειών.

Χαρακτηριστικό στοιχείο που ενισχύει το παραπάνω συμπέρασμα είναι η μεγάλη διαφορά που παρατηρείται στο ποσοστό των καθυστερούμενων δανείων μεταξύ των 2 ελληνογαλλικών τραπεζών και των υπόλοιπων 11 ομίλων όσον αφορά στην ελληνική αγορά. Η μεγάλη αυτή διαφορά μέσα στο πλαίσιο της ίδιας αγοράς μπορεί να οφείλεται είτε σε υπερεκτίμηση των επισφαλειών από τις πρώτες είτε σε συντηρητικότερη πολιτική από τις δεύτερες ή και σε συνδυασμό των δύο.

Στην ελληνική αγορά το καλύτερο χαρτοφυλάκιο δανείων φαίνεται να εξακολουθεί να έχει το T.T. ,ενώ σε επίπεδο ομίλων, πέρα από το Τ.Τ., αρκετά καλό χαρτοφυλάκιο έχουν η Τράπεζα Κύπρου και η Marfin Popular, που είναι και οι 2 όμιλοι με τη μικρότερη ποσοστιαία έκθεση σε δάνεια στην Ελλάδα. Από τις μικρότερες τράπεζες, τις σημαντικότερες επισφάλειες παρουσιάζουν η Αγροτική και η Τ Bank.

Συνολικά, οι δραστηριότητες στα Βαλκάνια παρουσιάζουν χειρότερη συμπεριφορά από την Ελλάδα ως προς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ενώ καλύτερα φαίνονται τα χαρτοφυλάκια σε Τουρκία, Κύπρο και Πολωνία . Οι δραστηριότητες στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης παρουσιάζονται αρκετά επισφαλείς προς το παρόν, κρίνοντας από τους υψηλούς δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων, αν και αυτές οι αγορές δίνουν υψηλές προσδοκίες για το μέλλον.

3. Οι ζημίες από αποτίμηση ομολόγων και άλλων στοιχείων εμπορικού χαρτοφυλακίου και από πωλήσεις ομολόγων επενδυτικού χαρτοφυλακίου παρέμειναν σταθερές μεταξύ β΄ και γ΄ τριμήνου του 2010 (318 εκατ. ευρώ έναντι ζημιών 325 εκατ. ευρώ στο τέλος του β΄ τριμήνου). Για μερικές τράπεζες το αποτέλεσμα ήταν βελτιωμένο, ενώ για κάποιες άλλες ήταν χειρότερο.

Τα νούμερα αυτά ήταν αναμενόμενα από τη στιγμή όπου τα spreads των ομολόγων δεν μεταβλήθηκαν ιδιαίτερα το διάστημα 30/6 - 30/9 (για παράδειγμα, τα spreads των δεκαετών αυξήθηκαν στις 817 μονάδες βάσης από 785 στις 30/6). Παράλληλα, το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών ομολόγων έχει μεταφερθεί στο χαρτοφυλάκιο διακρατούμενων ως τη λήξη επενδύσεων και στο χαρτοφυλάκιο επενδύσεων ταξινομημένων ως δάνεια και απαιτήσεις, όπου και στα δύο η αποτίμηση γίνεται στο κόστος κτήσης.

Το αποτέλεσμα αυτό δεν μπορεί να συγκριθεί με το αποτέλεσμα του 9Μ:09 (1,43 δισ. ευρώ κέρδη) καθώς πραγματοποιήθηκε σε μια εποχή όπου τα spreads ήταν ανοδικά. Τις μεγαλύτερες ζημίες από αυτές τις αποτιμήσεις παρουσίασε η Εθνική, ακολουθούμενη από την ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Αντίθετα, σημαντικά κέρδη εμφάνισε η Eurobank.


4. Παράλληλα, παρατηρήσαμε σημαντικές υποαξίες από μεταβολές στοιχείων του χαρτοφυλακίου διαθεσίμων προς πώληση, οι οποίες επιβαρύνουν την καθαρή θέση. Υπήρξε βέβαια περιορισμός αυτών των υποαξιών στο 9μηνο (2,35 δισ. ευρώ έναντι 2,73 δισ. ευρώ στο 6μηνο).

Οι υποαξίες αυτές δεν απεικονίζονται στα αποτελέσματα χρήσης, αλλά παίζουν σημαντικό ρόλο στη μείωση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας αρκετών τραπεζών, γεγονός που συνέβη μέσα στο 2010. Οι ζημίες αυτές θα ήταν μεγαλύτερες αν δεν είχαν προηγηθεί μεγάλες μεταφορές ομολόγων στο χαρτοφυλάκιο διακρατούμενων ως τη λήξη μέσα στο 2010. Παρά τη συρρίκνωση των εμπορικών χαρτοφυλακίων, οι τράπεζες συνεχίζουν να έχουν μεγάλες ποσότητες ομολόγων, ιδίως κρατικών ελληνικών, που ανέρχονται σε πάνω από 80 δισ. ευρώ.

Από αυτά τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ανέρχονται σε περίπου 55 δισ. ευρώ. Τη μεγαλύτερη έκθεση σε ελληνικά κρατικά ομόλογα έχει η Εθνική Τράπεζα ακολουθούμενη από τη Eurobank, την Πειραιώς, το Τ.Τ., την Alpha Bank, την Αγροτική Τράπεζα και τον όμιλο της Marfin. Παράλληλα, η Τράπεζα Κύπρου δεν διαθέτει σημαντικές ποσότητες ελληνικών ομολόγων σε σχέση με το σύνολο του ενεργητικού της, όπως και οι ελληνογαλλικές τράπεζες. Από τις υπόλοιπες μόνο η Proton Bank διαθέτει σημαντικό χαρτοφυλάκιο ομολόγων σε σχέση με το ενεργητικό της.

5. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας Tier 1 δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά σε σχέση με το β΄ τρίμηνο του 2010. Είναι όμως αρκετά μειωμένοι σε σχέση με το τέλος του 2009, ιδίως στις τράπεζες που δεν έχουν προχωρήσει πρόσφατα σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Πολλές έχουν ήδη προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (Εθνική, Γενική, Κύπρου), άλλες την έχουν δρομολογήσει (Marfin Popular και Πειραιώς), ενώ κάποιες σκέφτονται εναλλακτικές λύσεις για την ενίσχυση των κεφαλαίων τους όπως η πώληση θυγατρικών και η έκδοση υβριδικών κεφαλαίων.

Εν όψει των μελλοντικών stress tests όπου θα υποβληθούν, κρίνεται σκόπιμο οι τράπεζες να ενισχύσουν τα κεφάλαιά τους, ιδίως αυτές που έχουν μεγάλη έκθεση σε ελληνικά ομόλογα, ενώ και οι επισφάλειες αναμένονται αυξημένες. Η λύση των συγχωνεύσεων μεταξύ τραπεζών δεν εξετάζεται προς το παρόν για την αντιμετώπιση προβλημάτων κεφαλαιακής επάρκειας.

Τους υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας διαθέτουν η Τράπεζα Αττικής, το Τ.Τ και η Εθνική μετά το πέρας της κεφαλαιακής ενίσχυσης της. Αντίθετα, χαμηλούς δείκτες Tier 1 κάτω από το όριο του 8% που έχει θέσει η ΤτΕ παρουσιάζουν η Τ Bank με άμεση την ανάγκη για κεφαλαιακή ενίσχυση, η Εμπορική Τράπεζα παρά τη μεγάλη ΑΜΚ του Μαρτίου, η Marfin Εγνατία (όμιλος Marfin Popular) και η Αγροτική, για την οποία έχει ήδη ανακοινωθεί το αναγκαίο σχέδιο κεφαλαιακής ενίσχυσης.

Να θυμίσουμε επίσης ότι οι 8 ελληνικής ιδιοκτησίας εισηγμένες τράπεζες έχουν δεχτεί κρατική ενίσχυση μέσω προνομιούχων μετοχών, κεφάλαια τα οποία θα πρέπει να επιστραφούν κάποια στιγμή στο κράτος. Το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος εμφανίζεται αρκετά μειωμένο σε σχέση με τις 31/12/2009.

6. Οι 8 από τους 13 τραπεζικούς ομίλους εμφάνισαν μειωμένες καταθέσεις στις 30/9/2010 σε σχέση με τις 30/6/2010, τη στιγμή που η μείωση στο σύνολο ανέρχεται στο οριακό 0,44% που δίνει ελπίδες για περιορισμό της μεταφοράς καταθέσεων στο εξωτερικό. Η σύγκριση βέβαια με το τέλος του 2009 δείχνει μείωση καταθέσεων στους 10 από τους 13 ομίλους και μείωση καταθέσεων στο σύνολο κατά 3,3%.

Οι μοναδικές τράπεζες με αύξηση των καταθέσεων στο 9μηνο ήταν οι 2 κυπριακές και η Proton Bank. H μείωση αυτή που έλαβε χώρα κυρίως στα 2 πρώτα τρίμηνα του έτους οφείλεται σε μεταφορές κεφαλαίων στο εξωτερικό και σε χρησιμοποίηση της υπάρχουσας ρευστότητας από νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
 
Η συνολική πτώση στις καταθέσεις μετριάζεται, βέβαια, από την αύξηση των καταθέσεων στις αγορές εκτός Ελλάδος καθώς εντός της χώρας τα τελευταία στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος δείχνουν πτώση των καταθέσεων κατά 11% - 12% στο 11μηνο του 2010.


7. Η πιστωτική επέκταση σε επίπεδο ομίλων (καθαρά δάνεια) ανήλθε μόλις στο 0,4% στο εννεάμηνο του έτους, με την Proton και τις κυπριακές τράπεζες να πρωταγωνιστούν θετικά, την Εθνική να σημειώνει αύξηση στα δάνεια λόγω της μεγάλης επέκτασης της Finanzbank, και υπήρξε σχετική ισορροπία μεταξύ των ομίλων με αύξηση των δανείων και αυτών με μείωση (8-5). Μεταξύ β΄ και γ΄ τριμήνου 2010 παρατηρήθηκε μείωση των καθαρών δανείων κατά 1,47%, που είναι αρκετά ενδεικτική της συντηρητικής πολιτικής που ακολουθούν οι τράπεζες στην εγχώρια αγορά.

Ανάλογα είναι τα επίσημα στοιχεία για την πιστωτική επέκταση της εγχώριας αγοράς, που δείχνουν ότι η πιστωτική επέκταση για τον Οκτώβριο (ΥοΥ) ανήλθε στο 2,2%, ενώ σε μηνιαίο επίπεδο (ΜοΜ) ανήλθε μόλις στο 1%. Η ενίσχυση της διεθνούς παρουσίας των ομίλων βοήθησε στο να μετριαστεί η μείωση του ρυθμού επέκτασης.

8. Ένας από τους βασικότερους δείκτες ρευστότητας των τραπεζών (δείκτης καταθέσεωνπρος δάνεια) στο σύνολο εμφανίζεται μειωμένος στο 0,88 από 0,91 στο τέλος του 2009, ενώ αντίθετα είναι βελτιωμένος σε σχέση με το εξάμηνο.

Η τράπεζα με τις υψηλότερες καταθέσεις σε σχέση με τα καθαρά δάνεια της εξακολουθεί να είναι το Τ.Τ., ακολουθούμενο από την Τράπεζα Κύπρου, τον όμιλο Marfin και την Proton Bank. Αντίθετα, οι τράπεζες με τη χαμηλότερη ρευστότητα είναι εκείνες υπό γαλλική ιδιοκτησία. Από τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες, η Εθνική διαθέτει ισχυρές καταθέσεις στην Ελλάδα και παρά τη σημαντική πιστωτική της επέκταση στην Τουρκία έχει δείκτη ρευστότητας πάνω από τον μέσο όρο. Οι υπόλοιπες (Alpha, Eurobank, Πειραιώς) έχουν σχετικά χαμηλή ρευστότητα λόγω της σημαντικής δανειακής επέκτασης στην ανατολική Ευρώπη.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v