Είναι δεδομένο: τα χρηματιστήρια είναι προεξοφλητικοί μηχανισμοί. Αυτό που δεν είναι καθόλου δεδομένο στην παρούσα φάση, τόσο για το ελληνικό χρηματιστήριο όσο και για τα διεθνή, είναι το τι πρέπει να… προεξοφλήσουν! Για να είμαστε ακριβείς, σε μια τόσο πολυσύνθετη και εκρηκτική συγκυρία δεν ξέρουν ποιο από τα (κατά βάση αρνητικά) σενάρια να αποδεχθούν, σε ποιο χρονικό ορίζοντα, σε ποια έκταση.
Έτσι, οι επενδυτές καλούνται να αξιολογήσουν τα όποια θετικά δεδομένα (που στην περίπτωση της Ελλάδας είναι πολλά) και να χαράξουν ανάλογα τη στρατηγική τους, αποσκοπώντας σε μεσο-μακροπρόθεσμες αποδόσεις.
Προσώρας, πάντως, στο ελληνικό Χρηματιστήριο η επενδυτική τακτική που επιλέγουν οι περισσότεροι είναι η σκληρή άμυνα! H εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά πιέστηκε όχι γι’ αυτά που βλέπει να συμβαίνουν γύρω της, αλλά εξαιτίας όσων φοβάται -ή καλύτερα τρέμει- ότι θα λάβουν χώρα μετά το προσεχές φθινόπωρο.
Η αλήθεια είναι ότι, παρά τους μεγάλους αρχικούς φόβους από την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους και την εμφάνιση διψήφιου πληθωρισμού, οι μέχρι τώρα επιπτώσεις στην πραγματική ελληνική οικονομία δεν είναι έντονες, καθώς το ΑΕΠ συνεχίζει να ανεβαίνει με ικανοποιητικό ρυθμό, η ανεργία αποκλιμακώνεται, ενώ η κατανάλωση των νοικοκυριών περισσότερο διαφοροποιείται παρά υποχωρεί.
Η κατάσταση στη χώρα αναμένεται να συνεχίσει να παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα τουλάχιστον μέχρι τον προσεχή Σεπτέμβριο, λόγω της εξαιρετικής πορείας του εισερχόμενου τουρισμού. Ωστόσο, στη συνέχεια η αγορά φοβάται τον ερχομό μιας βαθιάς και παρατεταμένης κρίσης, που αυτή τη φορά δεν θα σχετίζεται με την Ελλάδα, αλλά θα την επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό.
Οι νύξεις του Γερμανού καγκελάριου Σολτς για ελλείψεις καυσίμων το φθινόπωρο, οι εκτιμήσεις κορυφαίων Ευρωπαίων αξιωματούχων ότι είναι πολύ πιθανή η πλήρης διακοπή της ροής φυσικού αερίου από τη Ρωσία, οι προβλέψεις χρηματιστηριακών αναλυτών για «τυφώνες» και οι εκτιμήσεις διεθνών παραγόντων για πετρέλαιο στα 200 δολάρια (διπλάσια τιμή σε σχέση με σήμερα), μαζί με μια έντονα αυξητική τάση στα επιτόκια, διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό μείγμα αρνητικών προσδοκιών το οποίο επιδεινώνεται περαιτέρω από την κατρακύλα των διεθνών χρηματιστηρίων.
Σ’ αυτό το περιβάλλον, πολλοί επενδυτές στο Χ.Α. ρευστοποιούν μετοχές ανεξάρτητα από το αν αυτές έχουν μονοψήφιο P/E, ανεξάρτητα από το αν ανακοινώνουν θετικές ειδήσεις ή από το αν βρίσκονται 30% ή και 40% χαμηλότερα από τα υψηλά του έτους.
Όμως, πόσο σίγουρο είναι ότι τελικά θα επικρατήσει ένα τόσο αρνητικό σενάριο στη διεθνή και την ελληνική οικονομία; Και κατά πόσο θα μπορούσε η διάψευση ενός τέτοιου -ευρέως διαδιδόμενου- σεναρίου να επιβραβεύσει επενδυτικά όσους τολμούν και βγαίνουν αυτή την περίοδο αγοραστές στο Χρηματιστήριο;
Τι… δεν βλέπει η αγορά
Η ουσία είναι πως η επενδυτική κοινότητα αδιαφορεί αυτή την περίοδο για πολλά νέα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
- Οι χρηματιστηριακές τιμές υποχωρούν, παρότι είναι πολλές δεκάδες οι κερδοφόρες εισηγμένες εταιρείες που διαπραγματεύονται σήμερα κάτω (ή και πολύ κάτω) από τη λογιστική τους αξία, ενώ με βάση τα εταιρικά αποτελέσματα μόνο του πρώτου φετινού εξαμήνου (θα ανακοινωθούν έως το τέλος Σεπτεμβρίου) αρκετές μετοχές θα βρεθούν να διαπραγματεύονται με μονοψήφιους δείκτες P/E!
- Έχουμε δει μερισματικές αποδόσεις να προσεγγίζουν ακόμη και το 10%.
- Οι διοικήσεις των περισσότερων εταιρειών -στο πλαίσιο των πρόσφατων ετήσιων τακτικών τους γενικών συνελεύσεων-, παρά το κλίμα αβεβαιότητας που περιέγραψαν, αναφέρθηκαν σε ένα καλό (ή και πολύ καλό) πρώτο φετινό εξάμηνο.
- Οι βασικοί μέτοχοι δεκάδων εισηγμένων δήλωναν ανοιχτά -απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις μετόχων μειοψηφίας στο περιθώριο των πρόσφατων τακτικών γενικών συνελεύσεων- πως οι τρέχουσες τιμές των μετοχών τους είναι έντονα υποτιμημένες, ωστόσο από τότε οι μετοχές τους έχουν χάσει ένα επιπλέον 5%-10% της αξίας τους. Παράλληλα, μεγάλος αριθμός εισηγμένων εταιρειών προχωρά εδώ και μήνες σε αγορές ιδίων τίτλων.
- Ανακοινώνονται deals (π.χ. Ιntrakat) ή προθέσεις για απόκτηση πλειοψηφικών ποσοστών (π.χ. Βyte Cοmputer) έναντι τιμημάτων που υπερβαίνουν τις τρέχουσες αποτιμήσεις στο ταμπλό του Χ.Α.
- Η ελληνική οικονομία ξεκίνησε το πρώτο φετινό τρίμηνο με ΑΕΠ στο +7% και παράλληλα όλα δείχνουν πως ο ανοδικός αυτός ρυθμός θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι το προσεχές φθινόπωρο, επηρεασμένος από την πορεία του εισερχόμενου τουρισμού. Ενδεικτικά στοιχεία των αντοχών που επιδεικνύει μέχρι τώρα η ελληνική οικονομία αποτελούν η (έστω περιορισμένη) αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών κατά το πρώτο πεντάμηνο του 2022, καθώς και η διατήρηση της κατανάλωσης των καυσίμων κίνησης σε επίπεδα σχετικά κοντινά με τα αντίστοιχα του 2019, παρά την εκτόξευση των τιμών στα πρατήρια βενζίνης.
- Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη εκτίμηση του ΙΟΒΕ που αναμένει για φέτος αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 3,5%-4%, επίδοση που θα συνοδεύεται από +3%-4% στην ιδιωτική κατανάλωση, +13%-15% στις επενδύσεις και +12%-14% στις εξαγωγές.
- Η Ελλάδα, τέλος, έχει μπροστά της να ωφεληθεί από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, τα οποία μόλις τώρα έχουν αρχίσει να εισρέουν στη χώρα.
Σ’ αυτό το οικονομικό περιβάλλον, κατά πόσο δικαιολογείται μια πτώση των φετινών τιμών των μετοχών κατά 20% ή και 30% από την αρχή του έτους και μάλιστα για εταιρείες που έχουν ισχυρά οικονομικά μεγέθη και ανοδικές προοπτικές;
Οι δύο θεωρήσεις
Σύμφωνα με χρηματιστηριακούς παράγοντες, η αγορά υποχωρεί έντονα γιατί φοβάται μια μακρά και παρατεταμένη κρίση που θα πλήξει την παγκόσμια οικονομία από το φθινόπωρο και μετά. Χαρακτηριστικές είναι οι συζητήσεις για το κατά πόσο θα υπάρξει ενεργειακή επάρκεια στην Ευρώπη κατά τον προσεχή χειμώνα -ιδίως σε περίπτωση που οι Ρώσοι σταματήσουν πλήρως την παροχή φυσικού- αλλά και για το πού θα μπορούσε να φτάσει το κόστος της.
Εκφράζονται φόβοι ότι θα μπορούσαμε να δούμε την τιμή του πετρελαίου στα 200 δολάρια, δηλαδή σε διπλάσια τιμή από τη σημερινή, ενώ μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι σπεύδουν σε κινήσεις προκειμένου να κλειδώσουν τα δάνειά τους σε σταθερό επιτόκιο (σαφώς υψηλότερο από το τρέχον) για να αποφύγουν την περιπέτεια μιας μελλοντικής εκτίναξης στο κόστος του χρήματος.
Σ’ αυτό το περιβάλλον, οι απαισιόδοξοι παράγοντες βλέπουν να έρχεται μια βαθιά και μακροπρόθεσμη κρίση, ικανή να θέσει την ευρωπαϊκή οικονομία σε ύφεση (το ΔΝΤ δεν αποκλείει την επιβεβαίωση του συγκεκριμένου σεναρίου από το 2023) και να ακυρώσει το αναπτυξιακό ελληνικό αφήγημα, σε ένα έντονα πληθωριστικό περιβάλλον και σε μια περίοδο όπου η χώρα θα βρίσκεται ενόψει δύο -όπως φαίνεται- εκλογικών αναμετρήσεων.
Υπάρχουν, όμως, και αυτοί που βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο. Χαρακτηριστικά είναι όσα υποστηρίζει πολύπειρος επιχειρηματίας: «Αλήθεια είναι πως από τον Απρίλιο και μετά η οικονομία σε Ευρώπη και Ελλάδα έχει αρχίσει να φρενάρει, αν εξαιρέσει κάποιος τον παράγοντα του τουρισμού. Το κλειδί για την οικονομία μας είναι το κατά πόσο θα ξεκινήσουν ή θα αναβληθούν λόγω μεγαλύτερου κόστους και υψηλότερων επιτοκίων οι προγραμματισμένες επενδύσεις από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Ευελπιστώ ότι θα υπάρξει μια πρόσκαιρη διεθνής ανάσχεση εργασιών, η οποία θα οδηγήσει τις τιμές των καυσίμων και των πρώτων υλών σε χαμηλότερα επίπεδα, οπότε τα έργα θα υλοποιηθούν, έστω και με κάποια καθυστέρηση. Τα έργα στην Ελλάδα είναι σήμερα διπλάσια από αυτά των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και αυτό πριν ξεκινήσουν τα κονδύλια του Ταμείου Ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, θα υπάρξει πιθανότατα μια κοιλιά, χωρίς όμως να κινδυνέψει το ανοδικό αφήγημα της ελληνικής οικονομίας για την επόμενη πενταετία».
Προφανώς, σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί ένα τέτοιο σενάριο, οι τολμηροί επενδυτές που αγοράζουν μετοχές στα τρέχοντα επίπεδα θα αμειφθούν πιθανότατα με πολύ ικανοποιητικές αποδόσεις.