Τα ελληνικά ομόλογα σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τις άλλες περιφερειακές χώρες στην περίοδο μετά τη συνέντευξη της ΕΚΤ από την περασμένη εβδομάδα, επισημαίνει η JP Morgan.
Στη συνέντευξη Τύπου της ΕΚΤ την περασμένη εβδομάδα, η πρόεδρος της ΕΚΤ ανέφερε τα εξής, όταν ρωτήθηκε σχετικά με τις σκέψεις της ΕΚΤ για την επιλεξιμότητα των ελληνικών ομολόγων (GGB) στις αγορές του QE μετά το πρόγραμμα PEPP: «Σίγουρα η κατάσταση της Ελλάδας θα ληφθεί υπόψη και θα αντιμετωπιστεί συγκεκριμένα, αλλά είναι πρόωρο προς το παρόν να γίνει κάτι τέτοιο».
Η αμερικανική τράπεζα εκτιμά ότι με αυτό το σχόλιο η ΕΚΤ κράτησε την πόρτα ανοιχτή για την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα αγοράς μετά το πρόγραμμα PEPP, κάτι που κατά την άποψή τους είναι πιθανότατα πίσω από την πρόσφατη σχετική υπεραπόδοση των GGB.
Η τράπεζα παραμένει σε γενικές γραμμές θετική για την Ελλάδα, δεδομένων των ελκυστικών αποτιμήσεων, της ευνοϊκής προσφοράς έναντι της δυναμικής της αγοράς, τις εποικοδομητικές μακροοικονομικές προοπτικές και το σταθερό πολιτικό τοπίο.
Από την πλευρά της προσφοράς, αναμένει η JP Morgan ότι η Ελλάδα θα βγει στην αγορά για μία ακόμη φορά με πιθανή κοινοπρακτική χρηματοδότηση το τέταρτο τρίμηνο, για περίπου 2 δισ. ευρώ.
Ως εκ τούτου, αναμένει την καθαρή προσφορά των GGBs μετά τις καθαρές αγορές της ΕΚΤ να είναι αρνητικές για το υπόλοιπο του 2021.
Όσον αφορά τις αποτιμήσεις, ακόμη και μετά την πρόσφατη σχετική υπεραπόδοση, το spread Ελλάδας-Γερμανίας στο δεκαετές ομόλογο διαπραγματεύεται περίπου 15 μ.β. από τα χαμηλότερα επίπεδα που έφτασε το καλοκαίρι και αναμένει ότι τα spreads θα υποχωρήσουν σε αυτά τα χαμηλά επίπεδα τις επόμενες εβδομάδες.
Τέλος, η JP Morgan αναμένει το spread των δεκαετών ελληνικών ομολόγων με τα γερμανικά να κινηθεί στις 105 μ.β. τον Δεκέμβριο, στις 110 μ.β. τον Μάρτιο του 2022, στις 105 μ.β. τον Ιούνιο του 2022 και στις 100 μ.β. τον Σεπτέμβριο του 2022.
Για την οικονομία στην Ελλάδα, η JP Morgan προβλέπει ότι η χρονιά θα κλείσει με ανάπτυξη 4,1% και πληθωρισμό στο -0,2%. Το δημοσιονομικό έλλειμμα προβλέπεται στο 10% του ΑΕΠ, με το πρωτογενές έλλειμμα στο 7,3%, με αποτέλεσμα το χρέος να φτάσει στο 209% του ΑΕΠ.