Σε “neutral” από “restricted” αλλάζει η Axia τη σύσταση για τη Eurobank, με τιμή-στόχο 1,15 ευρώ, λέγοντας πως η τράπεζα βρίσκεται στην καλύτερη θέση να αξιοποιήσει τη μακροοικονομική ανάκαμψη, δεδομένου ότι θα είναι η πρώτη που θα εμφανίσει δείκτη NPE μεταξύ 10%-20%, απελευθερώνοντας κεφάλαια, πόρους και χρόνο, ώστε η διοίκηση να επικεντρωθεί στην «πραγματική» τραπεζική.
Η χρηματιστηριακή δίνει επίσης σύσταση “restricted” για την Alpha Bank, χωρίς τιμή-στόχο (από 2,25 ευρώ προηγουμένως), λέγοντας πως οι περισσότερες ενέργειες της τράπεζας αναμένεται να πραγματοποιηθούν το δεύτερο εξάμηνο του έτους, με την διοίκησή της να σχεδιάζει να αποκαλύψει το νέο επιχειρησιακό της σχέδιο ενδεχομένως τον Οκτώβριο και να ανακοινώσει τη συμφωνία για τις ήδη σχεδιαζόμενες πωλήσεις χαρτοφυλακίων NPE ύψους περίπου 4 δισ. ευρώ.
Για την Εθνική Τράπεζα διατηρεί αμετάβλητη τη σύσταση “buy”, αυξάνοντας την τιμή-στόχο στα 2,90 ευρώ από 2,59 ευρώ προηγουμένως, χαρακτηρίζοντας φιλόδοξο το επιχειρησιακό της σχέδιο, ενώ παράλληλα διατηρεί αμετάβλητη στο “neutral” την αξιολόγηση και στα 3 ευρώ ανά μετοχή την τιμή-στόχο για την Τράπεζα Πειραιώς.
Στην έκθεσή της για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, που τιτλοφορεί «μια νέα ελπίδα», η Axia αναφέρει πως οι ελληνικές τράπεζες και γενικότερα η ελληνική αγορά έχουν κάνει σημαντικό ράλι από τα χαμηλά που κατεγράφησαν τους πρώτους δυο μήνες του έτους.
Από την αρχή του χρόνου, η τιμή της μετοχής της Alpha Bank έχει αυξηθεί κατά 59%, της Eurobank κατά 61%, της Εθνικής Τράπεζας κατά 115% και της Πειραιώς κατά 264%. Στην άνοδο συνέβαλε το υποστηρικτικό κλίμα στις διεθνείς αγορές, αλλά –και αυτό είναι σημαντικότερο- και το θετικότερο outlook των επενδυτών για την Ελλάδα, λόγω της συγχώνευσης Eurobank-Grivalia, της θετικής επίπτωσης που είχε στα καθαρά έσοδα από τόκους το swap επιτοκίων, των επιδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων, του Investor Day που της Εθνικής, της έκδοσης του ομολόγου Tier 2 της Πειραιώς, κ.α.
Επιπλέον, τις τελευταίες εβδομάδες, το ράλι επιταχύνθηκε δεδομένων των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών, που έτυχαν θετικής υποδοχής από τις αγορές, αλλά και της κήρυξης πρόωρων εκλογών που θα διενεργηθούν την Κυριακή 7 Ιουλίου.
Σε ό, τι αφορά τα αποτελέσματα α’ τριμήνου, η Axia σημειώνει πως είδε να συνεχίζεται των περιορισμένων καθαρών εσόδων από τόκους, αλλά ταυτόχρονα τα χαμηλότερα έξοδα και οι προβλέψεις για επισφάλειες αντιστάθμισαν τις πιέσεις, με αποτέλεσμα να υπάρχουν θετικές αποδόσεις.
Τώρα, στα τρέχοντα επίπεδα και εν όψει εκλογών, οι επενδυτές αναρωτιούνται πώς να τοποθετηθούν, γράφει στην έκθεσή της η Axia, επισημαίνοντας πως κατά τη δική της άποψη, τα δυνητικά ανοδικά ρίσκα μιας νέας κυβέρνησης, που θα επικεντρώνεται σε φιλοαναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις, δεν έχουν συνυπολογιστεί από τους συμμετέχοντες στην αγορά, ούτε όμως και στο τρέχον guidance των τραπεζών.
Η Axia αναμένει τα πρώτα θετικά σημάδια από τις μεταρρυθμίσεις της νέας κυβέρνησης θα αρχίσουν να εμφανίζονται στα νούμερα το 2020.
H Axia κάνει λόγο για πρόοδο των τραπεζών σε ό,τι αφορά τη μείωση του αποθέματος των NPEs, ενώ εκτιμά πως οι συστημικές λύσεις που βρίσκονται υπό συζήτηση, όπως το πρόγραμμα προστασίας στοιχείων ενεργητικού (APS) και το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος, θα μπορούσαν να φέρουν θετικές εξελίξεις για το σύστημα, και συγκεκριμένα επιτάχυνση της μείωσης των NPEs.
Για τα κεφάλαια των τραπεζών θεωρεί πως για την ώρα βρίσκονται σε ικανοποιητικά επίπεδα, κάτι που θα στηρίξει τις προσπάθειες για μείωση των NPEs και θα επιτρέψει στις συστημικές τράπεζες να περάσουν τα ευρωπαϊκά stress test του 2020 χωρίς αρνητικές εκπλήξεις. Επιπλέον, θεωρεί πως η δυνητική χαλάρωση των holdings ελληνικών ομολόγων σε επίπεδα όμοια με αυτά της υπόλοιπης Ευρώπης, μπορεί δυνητικά να ωφελήσει σημαντικά τα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών, έως και κατά 8%, και να βελτιώσει τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας κατά περίπου 15 μ.β.
Μεσοπρόθεσμα, η Axia αναμένει οι τράπεζες να έχουν κάπως περιορισμένες επιδόσεις σε ότι αφορά τα καθαρά έσοδα από τόκους, λόγω των spreads των assets και της απομόχλευσης, όμως θα μπορέσουν να το αντισταθμίσουν αυτό μέσω των αυξημένων τελών και προμηθειών και των χαμηλότερων λειτουργικών εξόδων και πιστωτικών επισφαλειών.