Tην ώρα που ο κλαδικός δείκτης των τραπεζών υποχωρεί κατά 35% σε διάστημα περίπου ενός μήνα, η υπόλοιπη αγορά κινείται σαφώς πολύ καλύτερα. Τώρα, όμως, η αγορά αρχίζει να φοβάται ξανά ότι η πτώση θα μεταδοθεί και στο υπόλοιπο ταμπλό του Χ.Α. αν συνεχιστεί το σφυροκόπημα στις τραπεζικές μετοχές.
«Αν συνεχιστεί η πτώση και δεν βγουν άμυνες, το επόμενο βήμα είναι η πώληση χώρας», σημειώνει έμπειρο στέλεχος της χρηματιστηριακής αγοράς, όπως άλλωστε έχει γίνει και άλλες φορές στο παρελθόν, κάθε φορά που οι τραπεζικές μετοχές έχαναν την εμπιστοσύνη των (ξένων κυρίως) επενδυτών.
Η πτώση, ωστόσο, δεν υποστηρίζεται από τα αποτελέσματα των μη τραπεζικών εταιρειών στο α' εξάμηνο του 2018. Το βασικό συμπέρασμα από τις παρουσιάσεις των εταιρειών στο εξωτερικό και τις εκτιμήσεις των αναλυτών είναι ότι πολλές σημαντικές μετοχές της αγοράς έχουν τις δυνατότητες για καλύτερες επιδόσεις στο ταμπλό του Χ.Α.
Αν αυτό είναι αρκετό ώστε να μην υπάρξουν πωλήσεις ή να κινηθεί ο Γενικός Δείκτης σε υψηλότερα επίπεδα, είναι πιο σύνθετο ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση τα θεμελιώδη μεγέθη δείχνουν σε καλύτερη κατάσταση – και αυτό είναι σημαντικό, αφού για την πλειονότητα των εταιρειών οι προοπτικές για τις επιδόσεις της επόμενης χρονιάς προδιαγράφονται θετικές.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η προσέγγιση είναι διαφορετική φέτος, αφού πολλές από τις μετοχές που στις αρχές του 2017 ήταν εξόφθαλμα φθηνές, πλέον έχουν ανατιμηθεί σημαντικά. Η γενική ιδέα είναι ότι επιχειρήσεις με χαρακτηριστικά όπως ισχυρές ταμειακές ροές, χαμηλό δανεισμό σε σχέση με τα λειτουργικά κέρδη και πιο ελκυστικούς δείκτες EV/EBITDA σε σχέση με τις αντίστοιχες εταιρείες στο εξωτερικό, ικανές να ανατιμηθούν και από την πτώση των αποδόσεων των ομολόγων, θα προσφέρουν υπεραπόδοση σε όσους τις εμπιστευθούν.
Το κλειδί της κερδοφορίας
Το κλειδί για υψηλότερες τιμές μετοχών από θεμελιώδη άποψη είναι το αυξανόμενο προφίλ κερδοφορίας τα επόμενα χρόνια. Με βάση τις προβλέψεις των αναλυτών για τα έτη 2018-2019, η αύξηση της κερδοφορίας του Γενικού Δείκτη πλην των τραπεζών θα είναι υψηλή, στο 14% φέτος, αλλά χαμηλότερη το 2019%. Η αγορά πλην των τραπεζών αποτιμάται σε 13-14 φορές για την περίοδο 2018-2019 σε όρους κερδοφορίας και 6-6,5 φορές σε όρους αξίας επιχείρησης προς λειτουργικά κέρδη (ΕV/ΕΒΙΤDΑ).
Παράλληλα, στο επίκεντρο των εξελίξεων βρίσκεται και η αγορά ομολόγων, που η απόδοση στο εγχώριο 10ετές δεν μπορεί να υποχωρήσει κάτω από τα όρια του 4%, αλλά αντίθετα κινείται πάνω από το 4,4%. Ίσως πιο ενδεικτικό από την ίδια την απόδοση του 10ετούς να είναι η συμπεριφορά του spread που χωρίζει το 10ετές ελληνικό ομόλογο από το αντίστοιχο ιταλικό.
Οι εξελίξεις στην Ιταλία επηρεάζουν αρνητικά την καμπύλη των ελληνικών ομολόγων, αφού οι φόβοι για ατύχημα στη γειτονική χώρα είναι πλέον αυξημένοι. Ταυτόχρονα, οι συνομιλίες για το Brexit δεν οδεύουν προς μια λύση συντεταγμένη και στην έκτακτη Σύνοδο Κορυφής στις 17/10 θα πρέπει να υπάρξει «υπέρβαση» στις συνομιλίες. Σε ευνοϊκές συνθήκες αγοράς, το εγχώριο 10ετές θα μπορούσε να μειώσει το premium σε 60-80 μονάδες βάσης από το ιταλικό 10ετές.
Ο ρόλος της οικονομίας
Σε μεγάλο βαθμό η επιστροφή της ανόδου θα εξαρτηθεί από την πορεία της οικονομίας. Οι επενδυτές έχουν στρέψει το βλέμμα τους στο κλειδί για την επόμενη μέρα, που δεν είναι άλλο από την ανάπτυξη της χώρας. Το εμπόδιο για τη χώρα, όπως φάνηκε στην ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν είναι πλέον η μεσοπρόθεσμη εξυπηρέτηση του χρέους, αλλά η αδυναμία της να ξεπεράσει τις μετριοπαθείς μακροπρόθεσμες προβλέψεις για την ανάπτυξη, στοιχείο στο οποίο εδράζουν και τα σχόλια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αλλά και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Η χώρα είναι εφοδιασμένη με μετρητά τουλάχιστον 24,1 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν σε αρκετά χρόνια ακαθάριστων αναγκών. Προστατεύεται από τον κίνδυνο αύξησης των επιτοκίων μέσω συμφωνιών ανταλλαγής, τις περιορισμένες χρηματοδοτικές ανάγκες, το σημαντικό όγκο μετρητών, τη χαμηλή ευαισθησία του κόστους χρηματοδότησης του ESM και τις μελλοντικές επαναγορές.
Τα στοιχεία που επενδυτικά έχουν θα έχουν σημασία όταν οι επενδυτές αποφασίσουν να κοιτάξουν τα εγχώρια assets είναι ότι η χώρα εμφανίζει πλέον υψηλότερες προοπτικές χωρίς τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης. Οι αναλυτές έχουν περιορίσει για φέτος τις προβλέψεις τους για το μέγεθος της ανάπτυξης, μιλώντας πλέον για μια αύξηση του ΑΕΠ μεταξύ του 1,5% και του 2%, αρκετά χαμηλότερα από τις προβλέψεις του προϋπολογισμού και η αίσθηση που κυριαρχεί είναι ότι λείπει ο καταλύτης που θα δώσει ουσιαστική ώθηση στην ανάπτυξη και η οποία θα διαχυθεί σε πολλούς κλάδους της οικονομίας.
Για την οικονομία, η αύξηση της παραγωγικότητας θα αποτελέσει το κλειδί για τη βελτίωση των προοπτικών της ανάπτυξης. Αυτός είναι και ο λόγος που οι ξένοι επενδυτές, αλλά και οι εταίροι επιμένουν συστηματικά στο ότι πρέπει να τηρηθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εισήχθησαν στο πλαίσιο των προγραμμάτων αναδιάρθρωσης στην αγορά εργασίας, στις συντάξεις, αλλά και στις αγορές των προϊόντων και υπηρεσιών.
Τέλος, το έτερο στοιχείο είναι να μπορέσει η χώρα να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις, μέσω ενός πιο φιλόξενου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, αφού αυτές μπορούν να επιδράσουν θεαματικά στη βελτίωση της παραγωγικότητας.