Η ανυπαρξία ενδιαφέροντος σε αναδυόμενες τραπεζικές μετοχές και η ρηχότητα της εγχώριας αγοράς δεν επιτρέπει στα funds που επιλέγουν να μειώσουν τις θέσεις τους στον εγχώριο κλάδο να «ματσαριστούν» επιτυχώς και οι τιμές επιστρέφουν στο Νοέμβριο του 2017.
Το αποτέλεσμα από την έλλειψη βάθους στην αγορά είναι το τεράστιο volatility, όπως έγινε και στο χθεσινό άδειασμα των τραπεζικών μετοχών μετά τις 14:30, όπου ο δείκτης των τραπεζών επιτάχυνε την πτώση του από το -2,75% στο -7%, με κατακόρυφη αύξηση των συναλλαγών, παρασύροντας και τις άλλες δυνάμεις της αγοράς σε αρνητικά πρόσημα.
Παράλληλα, η δεύτερη συνεχόμενη αρνητική έκθεση για τον τραπεζικό κλάδο βρήκε απροετοίμαστους τους αγοραστές. Μετά το χθεσινό ριμπάουντ του +4,6%, την αποκλιμάκωση του 10ετούς ομολόγου κοντά στο 4% και το -18% στις επιμέρους αποδόσεις στη διάρκεια του μήνα, οι χθεσινοί αγοραστές αλλά και των προηγούμενων ημερών εκτιμούσαν ότι η ανοδική συνέχεια θα ήταν εφικτή.
Οι πωλητές ωστόσο είχαν διαφορετική άποψη και με αφορμή την έκθεση της Deutsche Bank επέστρεψαν τις τιμές των τραπεζών σε επίπεδα Νοεμβρίου 2017. Την περίοδο του Νοεμβρίου πέρυσι στην ειδησεογραφία επικρατούσε ότι το ΔΝΤ «έβλεπε» 10 δισ. ευρώ απαραίτητα ως «μαξιλάρι» για νέες αυξήσεις κεφαλαίου στις τράπεζες και νέο AQR για τους τραπεζικούς ισολογισμούς. Επίσης, ήταν η περίοδος που οι short θέσεις επί των τραπεζικών μετοχών μεγεθύνθηκαν αισθητά σε τιμές κοντά στις τρέχουσες, ενώ στην εξίσωση είχαν προστεθεί και άλλες δύσκολες παράμετροι όπως η εφαρμογή του προτύπου IFRS9.
Αυτό που προκαλεί πολλά ερωτήματα για την πορεία των τραπεζών και είναι εντυπωσιακό είναι ότι μετά την έξοδο από πρόγραμμα και την οικονομία να έχει αναβαθμιστεί από Β- το Νοέμβριο του 2017 σε Β+ στην τρέχουσα συγκυρία από τη S&P π.χ. oι μετοχές τους απέχουν από 40% έως 65% από τις τιμές των αυξήσεων κεφαλαίου του 2015, που έγιναν με τις χειρότερες δυνατές συνθήκες.
Την περίοδο του Νοεμβρίου του 2017, το δεκαετές ελληνικό ομόλογο ήταν στα πέριξ του 5,5% (1,1% υψηλότερα από τα τρέχοντα επίπεδα) και στους επόμενους τέσσερεις μήνες η απόδοσή του μειώθηκε έως και τα χαμηλότερα επίπεδά του στο 3,67%. Μετά το χαμηλό του Νοεμβρίου στις 605 μονάδες, ο δείκτης των τραπεζών, ακολουθώντας την πτώση στην απόδοση του 10ετούς, κινήθηκε με πολύ μικρές διορθώσεις ως τις 1.000 μονάδες στην κορυφή του Φεβρουαρίου (998 στις 2/2/2018), προσφέροντας απόδοση άνω του 65%. Για την ώρα, οι αποδόσεις των τεσσάρων μετοχών από τις αρχές του χρόνου που ο Γενικός Δείκτης χάνει 13,75% είναι -21% για τη Eurobank, -25% για την Alpha Βank, -34% για την Τράπεζα Πειραιώς και -41% για την Εθνική Τράπεζα.
Στο διάστημα 17-21 Νοεμβρίου του 2017, ο δείκτης των τραπεζών έφτασε μέχρι τις 605 μονάδες έναντι 613 μονάδες στη χθεσινή συνεδρίαση. Η Alpha Bank είχε πραγματοποιήσει χαμηλό το Νοέμβριο πέρυσι στο 1,32 ευρώ έναντι 1,34 ευρώ χθες, η Eurobank στο 0,529 ευρώ έναντι 0,645 ευρώ σε αυτή την πτωτική πορεία, η Εθνική Τράπεζα στα 2,18 ευρώ στις 17 Νοεμβρίου έναντι 1,874 ευρώ τώρα και τέλος, η Τράπεζα Πειραιώς στο 1,98 ευρώ στις 21/11/17 έναντι 2 ευρώ στην τρέχουσα συγκυρία.
Παράλληλα βέβαια τα αρνητικά αποτελέσματα του εξαμήνου βαραίνουν υπέρμετρα στην επενδυτική ψυχολογία. Τόσο η Citigroup όσο και η Deutsche Bank μειώνουν σημαντικά τις εκτιμήσεις τους για την κερδοφορία των τραπεζών αλλά και για την παραγωγή των εσόδων τους.
Στην έκθεσή της η Citigroup υποβάθμισε τις εκτιμήσεις για τα κέρδη των τεσσάρων τραπεζών κατά 58% φέτος, κατά 26% το 2019 και κατά 25% το 2020, εξέλιξη που αποδίδεται κατά κύριο λόγο στα πιο αδύναμα καθαρά έσοδα από τόκους. Η καθοδική προσαρμογή στα κέρδη και το υψηλότερο κόστος κεφαλαίου που αντανακλά την άνοδο των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων οδήγησε τη Citi να μειώσει τις τιμές-στόχους από 19% έως 36%.
Η γερμανική τράπεζα επίσης προχώρησε σε σημαντικές μειώσεις στις προβλέψεις της για την κερδοφορία του κλάδου. Για τη Eurobank, εκτιμά ότι τα κέρδη ανά μετοχή του 2018 θα διαμορφωθούν στο 0,04 ευρώ από 0,09 ευρώ προγενέστερα, στο 0,10 ευρώ από 0,12 ευρώ το 2019 και τέλος, στο 0,13 ευρώ από προηγούμενη εκτίμηση στο 0,15 ευρώ το 2020.
Για την Εθνική Τράπεζα, τα EPS θα διαμορφωθούν στο 0,10 ευρώ από 0,18 ευρώ, για το 2019 στο 0,19 ευρώ από 0,24 ευρώ και για το 2020, στο 0,30 ευρώ από 0,33 ευρώ.
Για την Αlpha Βank αναμένει πλέον EPS το 2018 ύψους 0,01 ευρώ με προηγούμενη εκτίμηση στο 0,05 ευρώ, το 2019 τα κέρδη ανά μετοχή αναμένονται στο 0,10 ευρώ από 0,12 ευρώ και το 2020, στο 0,16 ευρώ από 0,23 ευρώ πριν.
Τέλος, για την Τράπεζα Πειραιώς η Deutsche Bank αναμένει ότι οι ζημίες ανά μετοχή του 2018 θα διαμορφωθούν σε 0,48 ευρώ από ζημίες ανά μετοχή 0,11 ευρώ πριν, του 2019 στο 0,16 ευρώ από ζημία στο -0,05 ευρώ και για το 2020, στο 0,70 ευρώ από 0,55 ευρώ.