Iσως το πιο απογοητευτικό στοιχείο για την ελληνική αγορά μετοχών δεν είναι η αδυναμία πειστικής ανόδου, αλλά η χαμηλότατη αξία των συναλλαγών: η επενδυτική άπνοια είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Και η αιτία γι’ αυτό δεν είναι η θερινή περίοδος ραστώνης -το μειωμένο ενδιαφέρον έχει αφήσει τα σημάδια του πολύ καιρό τώρα.
Αυτή η επί της ουσίας αδιαφορία είναι και ο κυριότερος λόγος ανησυχίας, καθώς είναι εύκολο η αγορά να κινηθεί προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση και να παραμείνει ευάλωτη στις όποιες διαθέσεις «της στιγμής». Και αυτό με τη σειρά του αποτρέπει την όποια σοβαρή επενδυτική τοποθέτηση, ιδίως από ξένους, που είναι απαραίτητο στοιχείο για μια πειστική άνοδο.
Έτσι, η χρηματιστηριακή αγορά εξακολουθεί να περιμένει πειστικές απαντήσεις και εξελίξεις που θα διαμορφώσουν μια πραγματικά ισχυρή τάση.
Με εξαιρετικά περιορισμένο ενδιαφέρον κινείται η εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά σε μια περίοδο κατά την οποία οι ευρωπαϊκές, αλλά και οι αμερικανικές αγορές προσφέρουν σημαντικά κέρδη. Η καλοκαιρινή περίοδος έχει ξεκινήσει πολύ νωρίς για τις ελληνικές μετοχές, ενώ η συμφωνία για το χρέος που αποφασίστηκε στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου δεν έδωσε κάποια ανάσα στην αγορά. Ταυτόχρονα, οι αποδόσεις στην αγορά των ομολόγων δείχνουν να έχουν σταθεροποιηθεί και το ελληνικό 10ετές διαμορφώνεται κοντά στο 3,8% αφού η συμφωνία προσφέρει βραχυπρόθεσμη δυναμική μέσω του μαξιλαριού ρευστότητας, μεσοπρόθεσμη επενδυτική εμπιστοσύνη και περιθώριο για ευελιξία τόσο για την κυβέρνηση όσο και για τις αγορές.
Η πτώση του Γενικού Δείκτη στο τέλος Ιουλίου ξεπερνά το 6%, ενώ για τον δείκτη των τραπεζών προσεγγίζει το 5%. Η επανασύνδεση της μετοχικής αγοράς με την αγορά των ομολόγων είναι ζητούμενο για τις τραπεζικές μετοχές πρωτίστως και δευτερευόντως για την υπόλοιπη αγορά. Το ελληνικό χρηματιστήριο παραμένει σε πολύ χαμηλό ρυθμό συναλλαγών, με τις θετικές ειδήσεις να έχουν μόνο βραχύβια επίδραση, ενώ ούτε και η αναβάθμιση από την S&P έχει προσδώσει κάποια δυναμική στις μετοχές.
Από τεχνικής άποψης, για να βελτιωθεί σημαντικά η εικόνα στην αγορά θα πρέπει να υπάρξει επαναπροώθηση σε υψηλότερα επίπεδα από τις 800 μονάδες. Αν οι επόμενες συνεδριάσεις συνεχίσουν με τέτοια υποτονική συναλλακτική αξία, δεν θα είναι και το καλύτερο δυνατό σενάριο για την αγορά. Πλέον, ο απλός και ο εκθετικός κινητός μέσος όρος των 200 ημερών του Γενικού Δείκτη αποτελούν τεχνικές αντιστάσεις σε κάθε ανοδική προσπάθεια.
Θετικά τα θεμελιώδη
Η πτώση, ωστόσο, δεν υποστηρίζεται από τα αποτελέσματα των εταιρειών. Το βασικό συμπέρασμα από τις παρουσιάσεις των εταιρειών στο εξωτερικό και τις εκτιμήσεις των αναλυτών είναι ότι τα «βαριά χαρτιά» της ελληνικής αγοράς έχουν τις δυνατότητες για καλύτερες επιδόσεις. Αν αυτό αρκεί για να οδηγήσουν το Χ.Α. σε υψηλότερα επίπεδα, είναι πιο σύνθετο ζήτημα, όμως σε κάθε περίπτωση τα θεμελιώδη μεγέθη δείχνουν σε καλύτερη κατάσταση – και αυτό είναι σημαντικό, αφού για την πλειονότητα των εταιρειών, οι προοπτικές για τις επιδόσεις της φετινής χρονιάς προδιαγράφονται θετικές.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η προσέγγιση είναι διαφορετική φέτος αφού πολλές από τις μετοχές που στις αρχές του 2017 ήταν εξόφθαλμα φθηνές, έχουν πλέον ανατιμηθεί σημαντικά. Η γενική ιδέα που επικρατεί, είναι ότι επιχειρήσεις με χαρακτηριστικά όπως οι ισχυρές ταμειακές ροές, ο χαμηλός δανεισμός σε σχέση με τα λειτουργικά κέρδη και πιο ελκυστικούς δείκτες EV/EBITDA σε σχέση με τις ομοειδείς εταιρείες στο εξωτερικό, ικανές να ανατιμηθούν και από την πτώση των αποδόσεων των ομολόγων, θα προσφέρουν υπεραπόδοση.
Έλλειψη συγχρονισμού
Αρνητικό, όμως, είναι το γεγονός ότι η ελληνική μετοχική αγορά δεν συγχρονίζεται με την άνοδο στις ευρωπαϊκές, αλλά και τις αμερικανικές αγορές μετοχών. Για τον αμερικανικό δείκτη S&P 500, ο Ιούλιος επιδεικνύει εξαιρετική θετική εποχικότητα και ήδη μετράει κέρδη 3,8%. Αντίθετα, ο Αύγουστος συνήθως δεν αποδεικνύεται τόσο θετικός μήνας για τις μετοχικές αγορές.
Παράλληλα, στο επίκεντρο των εξελίξεων βρίσκεται και η αγορά ομολόγων, όπου η απόδοση στο εγχώριο 10ετές υποχώρησε στα όρια του 3,8%. Ίσως πιο ενδεικτικό από την ίδια την απόδοση του 10ετούς να είναι η συμπεριφορά του spread που χωρίζει το 10ετές ελληνικό ομόλογο από το αντίστοιχο γερμανικό. Η διαφορά έχει υποχωρήσει κοντά στις 350 μονάδες βάσης από τις 400 μονάδες βάσης προ της συμφωνίας. Εξακολουθεί, ωστόσο, να απέχει από το όριο των 300 μονάδων βάσης που είχε καταγραφεί στις αρχές Φεβρουαρίου και είναι ο ανεπίσημος στόχος για την έξοδο στις αγορές. Η απόδοση του 10ετούς επίσης έχει πλέον άμεση σχέση με την πορεία του ιταλικού 10ετούς. Στο ευνοϊκές συνθήκες αγοράς, το εγχώριο 10ετές θα μπορούσε να μειώσει το premium στο 0,85%-1% από το ιταλικό 10ετές.
Ο κυρίαρχος ρόλος της οικονομίας
Σε μεγάλο βαθμό η διαμόρφωση τάσης ανόδου θα εξαρτηθεί από την πορεία της οικονομίας αφού οι συζητήσεις για το χρέος έχουν ολοκληρωθεί και η χώρα προχωρά προς τος τέλος του προγράμματος. Πλέον οι επενδυτές θα αρχίσουν να στρέφουν το βλέμμα τους στο κλειδί για την επόμενη μέρα, που δεν είναι άλλο από την ανάπτυξη. Το εμπόδιο για τη χώρα, όπως φάνηκε στην ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν είναι πλέον η μεσοπρόθεσμη εξυπηρέτηση του χρέους, αλλά η αδυναμία της να ξεπεράσει τις μετριοπαθείς μακροπρόθεσμες προβλέψεις για την ανάπτυξη, στοιχείο στο οποίο εδράζουν και τα σχόλια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αλλά και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Οι αναλυτές έχουν περιορίσει για φέτος τις προβλέψεις τους για το μέγεθος της ανάπτυξης, μιλώντας πλέον για μια αύξηση του ΑΕΠ μεταξύ του 1,5% και του 2%, αρκετά χαμηλότερα από τις προβλέψεις του προϋπολογισμού, και η αίσθηση που κυριαρχεί είναι ότι λείπει ο καταλύτης που θα δώσει ουσιαστική ώθηση στην ανάπτυξη και η οποία θα διαχυθεί σε πολλούς κλάδους της οικονομίας.
Για την οικονομία, η αύξηση της παραγωγικότητας θα αποτελέσει το κλειδί για τη βελτίωση των προοπτικών της ανάπτυξης. Αυτός είναι και ο λόγος που οι ξένοι επενδυτές, αλλά και οι εταίροι επιμένουν συστηματικά στο ότι πρέπει να τηρηθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που εισήχθησαν στο πλαίσιο των προγραμμάτων διάσωσης στην αγορά εργασίας, στις συντάξεις, αλλά και στις αγορές των προϊόντων και υπηρεσιών.
Τέλος, το άλλο κρίσιμο στοιχείο είναι να μπορέσει η χώρα να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις, μέσω ενός πιο φιλόξενου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, αφού οι άμεσες ξένες επενδύσεις θα επιδράσουν θεαματικά στη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Τα στοιχεία που θα έχουν σημασία όταν οι επενδυτές αποφασίσουν να κοιτάξουν τα εγχώρια assets είναι ότι η χώρα εμφανίζει πλέον υψηλότερες προοπτικές χωρίς τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης.
Η χώρα είναι εφοδιασμένη με μετρητά 24,1 δισ. ευρώ, που αντιστοιχούν σε αρκετά χρόνια ακαθάριστων αναγκών. Τέλος, η οικονομία προστατεύεται από τον κίνδυνο αύξησης των επιτοκίων μέσω συμφωνιών ανταλλαγής, τις περιορισμένες χρηματοδοτικές ανάγκες, τον σημαντικό όγκο μετρητών, τη χαμηλή ευαισθησία του κόστους χρηματοδότησης του ESM και τις μελλοντικές επαναγορές.