Στο 0,04 ευρώ η ελάχιστη ονομαστική αξία των μετοχών

Με βάση το νέο θεσμικό πλαίσιο, η ελάχιστη ονομαστική αξία των μετοχών υποχωρεί στο 0,04 ευρώ από το 0,30 ευρώ, ή τις 100 ελληνικές δραχμές του παρελθόντος. Τι αλλάζει για τις εισηγμένες εταιρείες στις ΑΜΚ και στις επιστροφές κεφαλαίου.

Στο 0,04 ευρώ η ελάχιστη ονομαστική αξία των μετοχών

Αλλαγές σε σειρά θεμάτων, όπως στις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου (ΑΜΚ) και στις επιστροφές κεφαλαίου επιφέρει ο νέος νόμος περί ανώνυμων εταιρειών (Ν.4528/2018) και κυρίως το γεγονός ότι τροποποιεί την ελάχιστη ονομαστική αξία κάθε μετοχής από το 0,30 στο 0,04 ευρώ.

Ειδικότερα, το άρθρο 35 αναφέρει πως η ονομαστική αξία κάθε μετοχής δεν μπορεί να ορισθεί σε ποσό κατώτερο των τεσσάρων λεπτών (0,04) του ευρώ ούτε ανώτερο των εκατό (100) ευρώ και φυσικά πως απαγορεύεται η έκδοση μετοχών υπό το άρτιο.

Αυτό, μεταξύ άλλων, σημαίνει πως στις αυξήσεις  μετοχικού κεφαλαίου των εταιρειών (εισηγμένων στο Χρηματιστήριο της Αθήνας και μη) οι τιμές διάθεσης των νέων μετοχών θα μπορούν να ορίζονται έως και τα 4 ευρωλεπτά (0,04 ευρώ), ενώ επί σειρά δεκαετιών το κατώτατο όριο ήταν τα 30 ευρωλεπτά (εκατό παλιές ελληνικές δραχμές).

Εξαιτίας μάλιστα του προϋπάρχοντος ορίου των 30 ευρωλεπτών, βλέπαμε συχνά τις νέες μετοχές των ΑΜΚ να διατίθενται σε τιμή υψηλότερη από την τρέχουσα χρηματιστηριακή, με αποτέλεσμα οι εκδόσεις κεφαλαίου είτε να αποτυγχάνουν, είτε να καλύπτονται σχεδόν αποκλειστικά μόνο από βασικούς μετόχους ή/και στρατηγικούς επενδυτές.

Επίσης, προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτό το εμπόδιο, πολλές εταιρείες προχωρούσαν σε reverse split (κίνηση ανεπιθύμητη για τους μετόχους μειοψηφίας των εισηγμένων ομίλων) σε συνδυασμό με κεφαλαιοποίηση αρνητικών αποθεματικών-ζημιών σε νέο.

Πέραν αυτού, η μείωση της ελάχιστης δυνατής ονομαστικής αξίας της μετοχής από τα 30 στα 4 ευρωλεπτά διευκολύνει ως ένα βαθμό και τη δυνατότητα των εταιρειών (εισηγμένων και μη) να προχωρούν σε επιστροφές κεφαλαίου προς τους μετόχους τους.

Με βάση το νέο θεσμικό πλαίσιο, το μετοχικό κεφάλαιο μιας ανώνυμης εταιρείας δεν μπορεί να υποχωρήσει κάτω από τις 25.000 ευρώ.

Βέβαια, πέρα από θεσμικό πλαίσιο, το θέμα της επιστροφής κεφαλαίου προϋποθέτει στην πράξη και την ύπαρξη της απαιτούμενης πλεονάζουσας ρευστότητας από την πλευρά της εταιρείας. Μάλιστα, ο νόμος προβλέπει πως οι πιστωτές ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της εταιρείας μπορούν με γνωστοποίησή τους να μπλοκάρουν την επιστροφή κεφαλαίου, ενώ επίσης οι πιστωτές μη ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων μπορούν και αυτοί να εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους, οπότε το θέμα θα κρίνεται δικαστικά.

Ειδικότερα, με βάση το άρθρο 30 του ίδιου νόμου, «δεν γίνεται καμία καταβολή στους μετόχους από το αποδεσμευόμενο με τη μείωση ενεργητικό της εταιρείας, αν οι δανειστές της εταιρείας, των οποίων οι απαιτήσεις γεννήθηκαν πριν από τη δημοσιότητα της απόφασης για τη μείωση, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του προηγούμενου άρθρου και είναι ληξιπρόθεσμες, υποβάλουν στην εταιρεία αντιρρήσεις κατά της πραγματοποίησης των παραπάνω καταβολών μέσα σε προθεσμία σαράντα (40) ημερών από την παραπάνω δημοσιότητα και δεν ικανοποιηθούν πλήρως ή δεν διακανονίσουν με την εταιρεία τις απαιτήσεις τους.

Μέσα στην ίδια προθεσμία, οι δανειστές των μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, εφόσον θεωρούν ότι με τις παραπάνω καταβολές τίθεται σε κίνδυνο η ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, μπορούν να υποβάλουν στην εταιρεία αντιρρήσεις κατά της πραγματοποίησης των παραπάνω καταβολών.

Για το βάσιμο ή μη των αντιρρήσεων των δανειστών μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων κατά την παράγραφο 2, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν την επάρκεια των προσφερόμενων από την εταιρεία ασφαλειών, αποφαίνεται το δικαστήριο, το οποίο κρίνει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μετά από αίτηση της εταιρείας.

Αν υποβληθούν αντιρρήσεις από περισσότερους δανειστές μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, εκδίδεται μία απόφαση ως προς όλες. Αν οι δανειστές των μη ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων αποδείξουν ότι η πραγματοποίηση των καταβολών ενόψει της εταιρικής περιουσίας, που θα απομείνει μετά την πραγματοποίηση της μείωσης, λαμβανομένων υπόψη και των τυχόν ασφαλειών, που ήδη διαθέτουν, θέτει σε κίνδυνο την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, το δικαστήριο επιτρέπει την καταβολή των αποδεσμευόμενων με τη μείωση ποσών μόνο με τον όρο της τήρησης όρων ή της παροχής επαρκών ασφαλειών, το είδος και την έκταση των οποίων καθορίζει το δικαστήριο. Καταβολές στους μετόχους που γίνονται κατά παράβαση των παραπάνω διατάξεων είναι άκυρες».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v