Την προσοχή στραμμένη στις εξελίξεις στην Ιταλία (και λιγότερο στην Ισπανία) συστήνουν οι αναλυτές αναφορικά με την πορεία των ευρωπαϊκών ομολόγων και μετοχών το επόμενο διάστημα, αφού εκτιμούν ότι η ανοδική αντίδραση που παρατηρήθηκε στις τιμές μπορεί να είναι σύντομης διάρκειας.
Οι αποδόσεις στα ιταλικά 2ετή και 10ετή ομόλογα έχουν αποκλιμακωθεί αισθητά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχουν επιστρέψει στο σημείο εκκίνησής τους. Η αποκλιμάκωση της πολιτικής κρίσης στη Ιταλία που προήλθε από τον σχηματισμό κυβέρνησης μεταξύ της Λέγκας του Βορρά και του Κινήματος των Πέντε Αστέρων μπορεί να μην τρομάζει πλέον τις αγορές, αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι οι κίνδυνοι πέρασαν.
Ενδεικτικό της μεταβλητότητας, μετά τις χθεσινές δηλώσεις του Ιταλού πρωθυπουργού Conte, οι πιέσεις στα ομόλογα και τις μετοχές επανήλθαν, ειδικά στο 2ετές ομόλογο, το οποίο προσέγγισε και πάλι την κρίσιμη ζώνη του 1% (σημ. ενδεικτικά τα πορτογαλικά και τα ισπανικά διετή ομόλογα έχουν αρνητικό yield).
Η πολιτική αβεβαιότητα και οι φόβοι για τα πιο αδύναμα κράτη στην Ευρώπη παραμένουν, ωστόσο δεν εκδηλώνονται με το ίδιο τρόπο σε όλες τις περιφερειακές ευρωπαϊκές αγορές. Τόσο το ευρώ συνεχίζει να βρίσκεται χαμηλότερα του δολαρίου κατά 2,5% τον τελευταίο μήνα ενώ και οι αποδόσεις των 10ετών γερμανικών ομολόγων διατηρούνται χαμηλότερα από τις 40 μ.β. από τις 60-70 μ.β. που ήταν ο μέσος όρος φέτος.
Ειδικά για τη χώρα μας, οι εξελίξεις στην Ιταλία έρχονται σε πολύ ευαίσθητη χρονική στιγμή, αφού η παραμονή των αποδόσεων των 10ετών ελληνικών ομολόγων σε επίπεδα κοντά στο 4,5% δεν είναι ευνοϊκή εξέλιξη. Κρίνοντας από την πορεία των ισπανικών και των πορτογαλικών αγορών, φαίνεται ότι η δική μας περίπτωση είναι σαφώς πιο συνδεδεμένη με την ιταλική και τα εγχώρια assets πολύ πιο ευάλωτα στο ιταλικό ρίσκο. Οι ελληνικές μετοχές κινήθηκαν με υψηλότερη πτώση από ό,τι οι ιταλικοί τίτλοι, ενώ και τα εγχώρια ομόλογα δεν έχουν υποχωρήσει αισθητά.
Η Ισπανία έχει επίσης μια νέα κυβέρνηση και μπορεί και στην ιβηρική χώρα η πολιτική αστάθεια μόλις να ξεκίνησε, αφού οι περισσότεροι αναλυτές προβλέπουν ταχεία προσφυγή στις κάλπες πολύ πριν τον Ιούλιο του 2020. Το βασικό πρόβλημα όμως και εμπόδιο στη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Sanchez δεν είναι η αντιευρωπαϊκή ρητορική αλλά η έλλειψη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας αφού το κόμμα του διαθέτει μόλις 84 από τις 350 έδρες.
Για αυτό τον λόγο, τα ισπανικά assets έχουν αντιδράσει πιο ήπια σε σχέση με τα ιταλικά ή τα εγχώρια. Παρά την αύξηση στην απόδοση του 10ετούς έως το 1,67% στο peak, η υποχώρηση ήταν άμεση, ενώ και ο βασικός χρηματιστηριακός δείκτης IBΕΧ στη Μαδρίτη εμφανίζει άνοδο 2,5% την τελευταία εβδομάδα, μειώνοντας την πτώση του μήνα κατά το ήμισυ.
Παρόμοια εικόνα και για την Πορτογαλία, όπου η αποκλιμάκωση ήταν έντονη. Αν και αρχικά το 10ετές ομόλογο κινήθηκε από το 1,65% στο 2,4%, πλέον έχει ισορροπήσει στο 1,8%. Οι δε μετοχές στο χρηματιστήριο της Λισαβόνας δεν σημείωσαν σημαντικές απώλειες και εξακολουθούν στην εβδομάδα αλλά και στον τελευταίο μήνα να υπεραποδίδουν των ευρωπαϊκών μετοχών.
Συνεπώς για το επόμενο χρονικό διάστημα οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η Ιταλία θα είναι στο ραντάρ των διαχειριστών. Οι πολιτικές που θα ακολουθηθούν και οι οποίες θα αρχίσουν να ξεδιπλώνονται στο επόμενο διάστημα καθιστούν τις ευρωπαϊκές αγορές ευάλωτες σε κάθε αντιευρωπαϊκό και αρνητικά δημοσιονομικό στοιχείο που θα παρουσιάζεται στο ιταλικό προσκήνιο.
Οι ανησυχίες για την ύπαρξη κρυφής «αντιευρωπαϊκής» πολιτικής ατζέντας στη νέα κυβέρνηση δεν έχουν κοπάσει, παρά το γεγονός ότι ο Ιταλός πρωθυπουργός δήλωσε ότι η χώρα είναι πιστή στο ευρώ. Παράλληλα, τα τελευταία στοιχεία αγορών ομολόγων από την ΕΚΤ μπορεί να πυροδοτήσουν εκ νέου «λαϊκιστικές» αντιδράσεις στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας.
Για την ιταλική περίπτωση επίσης, δεν είναι σαφές πόσο θα αντέξει η νέα κυβέρνηση συνασπισμού μεταξύ των δύο ακραίων πολιτικών φορέων, αφού οι δημοσκοπήσεις δίνουν πλέον σαφές προβάδισμα για την πρώτη θέση στη Λέγκα και ισχυρό κίνητρο στον Salvini να επιδιώξει και πάλι εκλογές έως το φθινόπωρο, όπως είχε ζητήσει άλλωστε και αμέσως μετά το βέτο που είχε ασκήσει ο Ιταλός Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Τέλος, οι δημοσιονομικές αλλά και οι μεταναστευτικές πολιτικές που έχουν συμφωνηθεί στο κοινό πρόγραμμα μεταξύ των δύο κομμάτων, αν η συγκυβέρνηση προχωρήσει, αργά ή γρήγορα θα προκαλέσουν εμπλοκές στη σχέση μεταξύ της Ιταλίας και των ευρωπαϊκών θεσμών. Δημοσιονομικά, το πρόγραμμα θα αυξήσει το δημόσιο χρέος της χώρας, γεγονός που θα προκαλέσει μείωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας, όπως έχει ήδη εκτιμήσει η Moody’s, ενώ στο ζήτημα της μεταναστευτικής πολιτικής, οι αντιδράσεις θα είναι πολύ ισχυρές από το σύνολο των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.