Απαντώντας σε σχετική ερώτηση των αναλυτών, ο διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου Fourlis κ. Αναστάσιος Πεταλάς υποστήριξε ότι μπορεί ως ένα βαθμό η άνοδος του περιθωρίου EBITDA της εισηγμένης κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2017 να οφειλόταν σε εξωγενείς παράγοντες, ωστόσο τόνισε πως η εταιρεία του λειτουργεί με ισχυρή λειτουργική μόχλευση (operation leverage).
Με άλλα λόγια, το όποιο ποσοστό αύξησης των πωλήσεων επιτυγχάνεται, συνοδεύεται από μεγαλύτερο ποσοστό ανόδου στα λειτουργικά κέρδη, καθώς η ήδη υπάρχουσα υποδομή της Fοurlis μπορεί να «σηκώσει» πολύ υψηλότερα μεγέθη. «Αυτό το είδαμε από τρίμηνο σε τρίμηνο το 2017, όταν βελτιωνόταν η κατάσταση στην αγορά» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Και συνεχίζοντας ο κ. Πεταλάς τόνισε πως υπάρχουν δυνητικά πολύ μεγάλα περιθώρια αύξησης των εγχώριων πωλήσεων στον κλάδο των επίπλων-οικιακού εξοπλισμού, όχι μόνο εξαιτίας μιας αύξησης στο ΑΕΠ, αλλά επιπλέον επειδή θα αποκαθίσταται σταδιακά το κλίμα καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην αγορά.
Ενδεικτικά μάλιστα ανέφερε πως ενώ στην Ελλάδα η ζήτηση για τα προϊόντα του κλάδου αντιστοιχεί μόλις στο 0,4% του ΑΕΠ, ο ίδιος δείκτης για την Κύπρο βρίσκεται στο 0,9%, για τη Βουλγαρία στο 1,3% και για την Ευρωπαϊκή Ένωση στο 1%. «Όσο η χώρα επανέρχεται στην κανονικότητα, τόσο αυτή η ψαλίδα θα περιορίζεται» κατέληξε ο CEO της εισηγμένης.
Το θέμα ωστόσο μιας ισχυρής λειτουργικής μόχλευσης δεν αφορά μόνο τον Όμιλο Fοurlis αλλά ένα μεγάλο αριθμό εισηγμένων εταιρειών.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα έχει δηλώσει πρόσφατα στο Euro2day.gr ο κ. Γιώργος Κρεμμύδας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Γενικής Εμπορίου και Βιομηχανίας: «Η εταιρεία μπορεί με μόνη την προσθήκη τριών-τεσσάρων εργαζομένων να διπλασιάσει τον κύκλο εργασιών της. Εμείς δεν έχουμε ανάγκη να επενδύσουμε σε κτίρια και λοιπές υποδομές».
Σύμφωνα με παράγοντα της χρηματιστηριακής αγοράς, «η ουσία είναι πως περισσότερο ωφελημένες από μια μελλοντική αύξηση της ζήτησης θα βγουν κυρίως όσες επιχειρήσεις είχαν προχωρήσει σε μεγάλες επενδύσεις πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και σήμερα απασχολούν ένα σχετικά περιορισμένο ποσοστό της παραγωγικής τους δυναμικότητας. Σ’ αυτές τις εταιρείες, ένα πολύ σημαντικό τμήμα του πρόσθετου κύκλου εργασιών περνάει απευθείας στην “κάτω γραμμή” των αποτελεσμάτων, επειδή δεν χρειάζεται να κάνουν νέες επενδύσεις και εξαιτίας του ότι ένα μεγάλο ποσοστό των δαπανών τους (αποσβέσεις, κόστος εργασίας, κ.λπ.) είναι σταθερό και ανεξάρτητο από το ύψος των πωλήσεών τους. Ειδικότερα μάλιστα στη βιομηχανία, υπάρχουν κόστη αδράνειας των μονάδων, όπως επίσης και πολύ πιο δαπανηρή παραγωγική διαδικασία, όταν αυτή διακόπτεται λόγω έλλειψης παραγγελιών».
Τέτοιοι κλάδοι είναι για παράδειγμα αυτοί του τσιμέντου, της ξυλείας, της εμπορίας ειδών σιδήρου-χάλυβα, της διέλασης αλουμινίου, αλλά και επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στους χώρους του εμπορίου και των υπηρεσιών.
Το ζητούμενο φυσικά είναι το κατά πόσο θα δούμε στην πράξη να ανεβαίνει η ζήτηση στην πραγματική οικονομία κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Οι αισιόδοξοι στον χώρο του εμπορίου και των υπηρεσιών εστιάζουν στο ότι η τρέχουσα ζήτηση είναι υπερβολικά πιεσμένη ακόμη και με βάση το πολύ χαμηλό ΑΕΠ του 2017, λόγω του γενικότερου κλίματος αβεβαιότητας για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας.
Άρα, η συνέχιση της πορείας επιστροφής στην κανονικότητα που ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2015 και μια -περιορισμένη έστω- ανάκαμψη του ελληνικού ΑΕΠ θα μπορούσε να τονώσει ως ένα σημαντικό βαθμό την εγχώρια κατανάλωση (και πολύ περισσότερο την κερδοφορία των επιχειρήσεων).
Από την άλλη πλευρά, οι παραγωγικές εταιρείες -και γενικότερα οι επιχειρήσεις, οι πωλήσεις των οποίων επηρεάζονται δραστικά από το εκάστοτε ύψος των επενδύσεων στην οικονομία- υποστηρίζουν πως αν θέλουμε το ΑΕΠ της χώρας να ανακάμψει με αξιοσημείωτους ρυθμούς, τότε αυτό θα περάσει αναγκαστικά μέσα από μια μεγάλη τόνωση των επενδύσεων και ειδικότερα μέσα από διψήφια ποσοστά ανόδου τους από έτος σε έτος.
Άλλωστε, στην αδήριτη ανάγκη για εκτόξευση των εγχώριων επενδύσεων, πέρα από τον ΣΕΒ και την Ελληνική Παραγωγή, έχουν αναφερθεί το σύνολο των πολιτικών κομμάτων και όλα τα προταθέντα εναλλακτικά στρατηγικά σχέδια για ανάπτυξη της οικονομίας μας.