Aπό την κορύφωση της αγοράς στα μέσα του Ιουλίου, οι διεθνείς αγορές βρίσκονται σε ένα ανοδικό κρεσέντο, καταγράφοντας αλλεπάλληλα υψηλά, ενώ η εγχώρια αγορά μετοχών σε όλο αυτό το ανοδικό διάστημα έχει απωλέσει 15% και σε όρους τραπεζικού δείκτη άνω του 35%. Το χρηματιστηριακό κλίμα στην ελληνική αγορά δεν θυμίζει σε τίποτα το πρώτο οκτάμηνο του έτους, όταν το Χ.Α. φιγούραρε στις πρώτες θέσεις των αποδόσεων παγκοσμίως. Η βασική αιτία αυτής της δραματικής αλλαγής δεν είναι άλλος από τον τραπεζικό κλάδο, ο οποίος έχει συμπαρασύρει και τις λοιπές δυνάμεις της αγοράς σε χαμηλότερα επίπεδα.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι η αγορά των ομολόγων δεν έχει ακολουθήσει σε καμία περίπτωση την αρνητική πορεία της χρηματιστηριακής αγοράς. Ειδικά για τα ελληνικά ομόλογα, οι τιμές τους συνεχίζουν ανοδικά παρότι την περίοδο Αυγούστου – Οκτωβρίου οι πράξεις στην αγορά των ελληνικών ομολόγων μειώθηκαν αισθητά.
Οι μειωμένες συναλλαγές οφείλονται και στην κατάσταση αναμονής που επικρατεί αναφορικά με το αν το swap προχωρήσει ή όχι, αλλά και ποιοι θα είναι όροι της ανταλλαγής των ομολόγων. Το βασικό συμπέρασμα της περιόδου Αυγούστου - Οκτωβρίου είναι ότι μόνο η επιλογή τίτλων με συγκεκριμένα κριτήρια (stock picking) μπορεί να φέρει κέρδη στους επενδυτές.
Τα νέα δεδομένα
Η επιστροφή της αβεβαιότητας έχει προκαλέσει τριγμούς στις τράπεζες, στην οικονομία, αλλά και στην ψυχολογία για την ευρύτερη αγορά. Αυτήν τη φορά δεν είναι το πολιτικό ρίσκο που θαμπώνει τον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και περιπλέκει την εικόνα, αφού είναι η ίσως η πρώτη φορά που η αξιολόγηση μπορεί να ολοκληρωθεί σε μικρότερο χρονικό διάστημα από τις άλλες φορές.
Το πρόβλημα είναι οι εξελίξεις στον κλάδο των τραπεζών: η κόντρα που είχε ξεσπάσει με το ΔΝΤ σχετικά με τα AQR και το stress test, η πιο επιφυλακτική προσέγγιση των ξένων διαχειριστών για τους στόχους μείωσης των NPEs, οι αποφάσεις της ΕΚΤ για τα νέα δάνεια από το 2018, αλλά και το πιθανό κόστος ενσωμάτωσης του προτύπου IFRS 9 και του TAR (Troubled Asset Review). Το πόσο αρνητικά έχουν επηρεάσει όλα τα παραπάνω την εικόνα του Χ.Α. φαίνεται από την πορεία του όγκου των συναλλαγών, δείγμα και της έλλειψης ενδιαφέροντος για την αγορά τίτλων.
Οι «μεγάλες δυνάμεις»
Η πτώση της αγοράς κατά 15% από τα υψηλά της δεν έχει επιτρέψει στο volatility να μειωθεί καθόλου, καθιστώντας την εγχώρια αγορά «μη – επενδύσιμη» από ξένα παθητικά χαρτοφυλάκια διαχείρισης. Σε μεγάλο βαθμό, οι πρώτες 30 ελληνικές εταιρείες σε κεφαλαιοποίηση συνεχίζουν να υποαποδίδουν σε σχέση με τον Γενικό Δείκτη, ενώ στην κατηγορία των κερδισμένων είναι είτε τίτλοι της μικρής κεφαλαιοποίησης με ισχυρή εξαγωγική δραστηριότητα και turnaround προσδοκίες είτε τίτλοι με μικρή συναλλακτική δραστηριότητα, που έχουν καταφέρει να «επιπλεύσουν», και, τέλος, εταιρείες της υψηλής κεφαλαιοποίησης με ιδιαίτερα ελκυστική αποτίμηση.
Στο διάστημα Ιουλίου – Οκτωβρίου, οι μετοχές της Coca Cola HBC, της Motor Oil, της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, της Autohellas και της Καρέλιας (με ελάχιστες συναλλαγές οι δύο τελευταίες) είναι οι μόνοι τίτλοι με θετικό πρόσημο από τις πρώτες 30 σε κεφαλαιοποίηση εταιρείες εισηγμένες στο Χ.Α. Ειδικά για την Coca Cola HBC αξίζει να τονιστεί ότι η μεγάλη της βαρύτητα στους δείκτες και το ποσοστό της ανόδου της κατά 14% έχει σώσει για την ώρα τις 700 μονάδες σε επίπεδο Γενικού Δείκτη. Από την υψηλή κεφαλαιοποίηση, μικρή πτώση (κάτω του 5%) σημειώνουν η Σαράντης, η Viohalco, η Aegean Airlines, η ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Λάμψα.
Οι μετοχές με το πιο έντονο αρνητικό πρόσημο σε αυτό το διάστημα πληρώνουν το μάρμαρο της αβεβαιότητας, αλλά και των καθυστερήσεων της κυβέρνησης ή έχουν συνδεθεί με την πορεία των τραπεζικών τίτλων, χωρίς ωστόσο αυτή η σύνδεση να είναι απαραίτητα ορθή. Η μετοχή της ΔΕΗ σημειώνει απώλειες 20% και η ΕΥΔΑΠ απώλειες 6%. Η Lamda Development με -7% πληρώνει την αναβλητικότητα στο Ελληνικό. Τα Ελληνικά Πετρέλαια με -15% επίσης ξεχωρίζουν αρνητικά, ειδικά αν η απόδοσή τους συγκριθεί με της Motor Oil. Αναφορικά με τη Folli-Follie Group, οι συναλλαγματικές διαφορές στα αποτελέσματα δεν άρεσαν καθόλου και η πτώση της μετοχές ανέρχεται σε 19%. Τέλος, για τη μετοχή της ΕΧΑΕ, η πτώση στην αξία των συναλλαγών απεικονίζεται και στις αποδόσεις της στο ταμπλό με πτώση 24%.
Η περίπτωση των τραπεζών
Στον αντίποδα, οι εγχώριες τραπεζικές αξίες είναι μια κατηγορία μόνες τους. Παρότι αποτιμημένες σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τις ευρωπαϊκές τράπεζες, παραμένουν, όπως αποδεικνύεται στο ταμπλό, ευάλωτες σε κάθε είδηση για την ποιότητα και την επάρκεια των κεφαλαίων τους, αλλά και σε κάθε εξωγενές αρνητικό γεγονός. Ταυτόχρονα, αδυνατούν να προεξοφλήσουν την όποια θετική είδηση, όπως π.χ. την κάλυψη των ομολογιακών εκδόσεων σε Εθνική Τράπεζα και Eurobank με επιτόκια κάτω του 3%.
Στα υψηλά του Γενικού Δείκτη στις 860 μονάδες, ο δείκτης των τραπεζών κορύφωσε στις 1.140 μονάδες και έκτοτε η πορεία του είναι άκρως πτωτική, έως και τις 700 μονάδες. Η πτώση ξεπερνά το 35%, με την Τράπεζα Πειραιώς να αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα του δείκτη, με πτώση που ξεπερνά το 50%.
Παρόμοια αρνητική επίδοση σημειώνει και η Τράπεζα Αττικής. Μεταξύ των τριών άλλων συστημικών τραπεζών, η Εθνική Τράπεζα εμφανίζει την καλύτερη πορεία και τη μικρότερη πτώση με 26%, ενώ ο αρνητικός πρωταγωνιστής μπορεί να ειπωθεί ότι είναι η Alpha Bank, εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι η πλέον θωρακισμένη κεφαλαιακά τράπεζα από τις συστημικές (πτώση 31%). Το γεγονός ότι οι τράπεζες έχουν φαινομενικά τα εργαλεία για να μπορέσουν να απορροφήσουν τις πιθανές απώλειες του stress test του 2018, δεδομένου ότι ανακεφαλαιοποιήθηκαν το 2015 για μακροοικονομικές υποθέσεις που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, δεν φαίνεται να συγκινεί τους ξένους επενδυτές.
Καταλύτης για την πορεία τους στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου θα μπορούσε να είναι η εξέλιξη στο ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων - δανείων (NPEs/NPLs). Αν και εφόσον οι αναθεωρημένοι στόχοι μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων για το 2018 και το 2019, που απέστειλαν οι ελληνικές τράπεζες στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) επιτευχθούν και ξεπεραστούν, με τη βοήθεια και των νέων εργαλείων που θα διαθέτουν, τότε το κλίμα μπορεί να αναστραφεί.
Οι αρχικοί στόχοι προέβλεπαν μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 14,6 δισ. ευρώ το 2018 και περίπου 17 δισ. ευρώ το 2019. Το μεγάλο βάρος στη μείωση των κόκκινων δανείων εφεξής θα πέσει στους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, οι οποίοι θα ξεκινήσουν στο τέλος Νοεμβρίου.
Φαίνεται να αποτελεί κομβικής σημασίας για τις τράπεζες η επιτυχία των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, αφού η προσπάθειά τους να αποκαλυφθούν οι στρατηγικοί κακοπληρωτές, σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται σε αυτό το μέτρο.