Ανοδικά κινούνται οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων μετά το Eurogroup στις 22 Μαΐου, παρότι ο Γενικός Δείκτης στο Χρηματιστήριο Αθηνών παραμένει στα ίδια ή ελαφρώς μόνο χαμηλότερα επίπεδα.
Τόσο τα ελληνικά ομόλογα, όσο και οι τραπεζικές μετοχές λειτούργησαν ως προεξοφλητικοί μηχανισμοί των εξελίξεων στο πρόσφατο παρελθόν και με την πορεία τους δείχνουν ότι η αγορά δεν προσδοκά κάτι χειροπιαστό για το χρέος και το QE στις 15 Ιουνίου, αν και ο χρόνος μέχρι το επόμενο Eurogroup είναι αρκετός για ανατροπές.
Οι τραπεζικοί τίτλοι έχουν υποχωρήσει, με τις λοιπές μετοχές της υψηλής κεφαλαιοποίησης να έχουν κρατήσει την αγορά κοντά στα υψηλά της. Με εξαίρεση τη μετοχή της Eurobank, που σημειώνει οριακές απώλειες 0,6% από το κλείσιμο της Παρασκευής 19 Μαΐου, η Τράπεζα Πειραιώς σημειώνει πτώση 16%, η Εθνική Τράπεζα και η Alpha Bank 7%, ενώ η Τράπεζα Αττικής 12%.
Πιο ενδεικτικό όμως από τη στασιμότητα των τραπεζικών τιμών στο Χ.Α. είναι οι τιμές των κρατικών ομολόγων, που αποκαλύπτουν την απροθυμία των επενδυτών να αναλάβουν περισσότερο ρίσκο, ειδικά σε μια χρονική περίοδο που η αναζήτηση απόδοσης στους ομολογιακούς τίτλους χτυπάει κόκκινο. Οι αξίες των συναλλαγών που είχαν ενισχυθεί τις τελευταίες εβδομάδες στα πέριξ των 7 εκατ. ευρώ πριν το Eurogroup επέστρεψαν και σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα.
Το γεγονός ότι οι επενδυτές που ασχολούνται με τις αγορές των ομολόγων είναι πιο «σοφιστικέ» και με μεγαλύτερο επενδυτικό ορίζοντα από ό,τι τα hedge funds που καθορίζουν ακόμη την εγχώρια αγορά μετοχών, το σήμα της ανόδου ή πτώσης στις τιμές μπορεί να θεωρηθεί πιο «υγιές», παρά τις αρκετά χαμηλότερες αξίες συναλλαγών.
Η τιμή του strip από τις 78,70 μονάδες βάσης στις 22/5 διαμορφώθηκε στις 76,65 μ.β., μειωμένη κατά 3% περίπου. Την ίδια στιγμή, οι αποδόσεις για τις πιο μακρινές λήξεις της δεκαπενταετίας έως και την τριαντακονταετία διαμορφώθηκαν σε παραπλήσια ή και χαμηλότερα επίπεδα από την αντίστοιχη του τριετούς ομολόγου, αποκαλύπτοντας ότι οι επενδυτές δεν ποντάρουν στη συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο QE σχετικά σύντομα αλλά και ούτε σε έξοδο στις αγορές.
Η αποκλιμάκωση των αποδόσεων του 10ετούς ομολόγου προς το 5,6% που είχε σημειωθεί ως τις 22/5, γεγονός που έδειχνε τη διάθεση προεξόφλησης από την αγορά κάποιας λύσης στο θέμα του χρέους και τη συμμετοχή της χώρας στο QE, έχει αντιστραφεί.
Η διάψευση των προσδοκιών επανέφερε άμεσα την απόδοση του 10ετούς πάνω από τα επίπεδα του 6%, ενώ αντίστοιχες κινήσεις πραγματοποιήθηκαν από όλο το strip των ελληνικών ομολόγων. Ακόμα και η 2ετία που είχε κινηθεί κοντά στο 5,4% πλέον διαμορφώνεται υψηλότερα από το 6%.
Σε μεγάλο βαθμό η ανοδική κίνηση στις τιμές των ομολόγων τον προηγούμενο μήνα ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τις αποφάσεις της ΕΚΤ και την ολοκλήρωση της συμφωνίας για το χρέος και το QE. Την παρούσα χρονική στιγμή, όπως αποτυπώνεται και στις δύο αγορές, ομολόγων και μετοχών, οι προσδοκίες για την εξεύρεση λύσης στο θέμα του χρέους, οι οποίες θα προκαλέσουν και άμεσες αποφάσεις από την ΕΚΤ για το θέμα του QE μοιάζουν μακριά. Οι δηλώσεις του κεντρικού τραπεζίτη της ΕΚΤ για τις προϋποθέσεις ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης αφήνουν λίγα περιθώρια αισιοδοξίας.
Η οριστικοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα κάνουν το ελληνικό χρέος βιώσιμο είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ΕΚΤ, πριν πραγματοποιήσει τη δική της ανάλυση βιωσιμότητας τους χρέους, απόφαση που θα ανοίξει την πόρτα για τη συμμετοχή στο QE.
Επίσης αυτά τα νέα κάνουν την έξοδο της χώρας στις αγορές σχεδόν απίθανη φέτος και εξαιρετικά απίθανη μια ομαλότερη καμπύλη των ελληνικών επιτοκίων, στοιχείο που επίσης αποτελεί προϋπόθεση για να ανοίξει εκ νέου ο δρόμος επιστροφής της χώρας στις αγορές των ομολόγων, κάτι το οποίο μπορεί να είναι αναγκαίο τα επόμενα τρία έτη.
Την τελευταία φορά που η καμπύλη των ομολόγων είχε πάρει σταθερά φυσιολογική κλίση ήταν το 2014, που η ελληνική οικονομία μπόρεσε να επιστρέψει στις αγορές κεφαλαίου μετά από τετραετή απουσία, με την έκδοση του πενταετούς ομολόγου τον Απρίλιο του 2014, συνολικού ποσού 3 δισ. ευρώ.