H είδηση ότι βρίσκεται προ των θυρών η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας από τους θεσμούς, ήχησε στο Χρηματιστήριο σαν το… πιστόλι του αφέτη σε αγώνα ταχύτητας. Η άνοδος σε βασικούς δείκτες και μετοχές έγινε με μεγάλα βήματα, αυξήθηκαν ο τζίρος και ο όγκος συναλλαγών, περισσότεροι «παίκτες» δραστηριοποιήθηκαν, όλα αυτά που εν πάση περιπτώσει θεωρούνται «υγιή» για μια μετοχική αγορά.
Σ’ αυτό, βεβαίως, βοηθά και το διεθνές κλίμα, που παραμένει… εορταστικό μετά και τη νίκη Μακρόν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές και την υποχώρηση του πολιτικού ρίσκου στην Ευρώπη.
Όμως, η Ελλάδα εξακολουθεί να αποτελεί ειδική περίπτωση, οι εκκρεμότητες είναι πολλές, οι οικονομικές προκλήσεις επίσης. Αν μη τι άλλο, η όποια ανοδική πορεία στο Χρηματιστήριο δύσκολα θα μπορέσει να είναι γραμμική και δεν αναμένεται να είναι διατηρήσιμη για το σύνολο της αγοράς –με τα μέχρι τώρα δεδομένα τουλάχιστον. Έτσι, για τη χάραξη μιας μεσοπρόθεσμης στρατηγικής χρειάζεται να συνεκτιμηθούν περισσότερα δεδομένα.
Με την ανακοίνωση της συμφωνίας για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, οι ελληνικές μετοχές έχουν ξεκινήσει ένα σερί ανοδικών συνεδριάσεων, οι οποίες έχουν φέρει τον βασικό χρηματιστηριακό δείκτη στη δεύτερη θέση των αποδόσεων σε σχέση με τις παγκόσμιες μετοχικές αγορές. Το +26% του Γενικού Δείκτη, αλλά και το +60% του δείκτη των τραπεζών, από το πρόσφατο χαμηλό του στις 24 Μαρτίου απεικονίζει τις risk on συνθήκες που επικρατούν στην αγορά.
Την ίδια στιγμή, η αγορά ομολόγων, παρά τις ρηχές συναλλαγές της, έχει δώσει τον τόνο και στις μετοχές, με την απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου να διολισθαίνει γρήγορα στα χαμηλότερα επίπεδά του από τα μέσα του 2014, όταν η χώρα είχε αποκτήσει τη βραχύβια πρόσβασή της στις αγορές κεφαλαίου. Όταν αντίστοιχα το ελληνικό δεκαετές ήταν διαπραγματεύσιμο στα επίπεδα του 5,5% το 2014, ο Γενικός Δείκτης βρισκόταν σε υψηλότερα επίπεδα από τις 1.200 μονάδες, χωρίς ωστόσο τα δύο επίπεδα τιμών του δείκτη να είναι πλήρως συγκρίσιμα, εξαιτίας και των ΑΜΚ των τραπεζών.
Πέρσι επίσης η εγχώρια αγορά είχε πρωταγωνιστήσει σε παγκόσμιο επίπεδο με τις αποδόσεις της, όταν από το χαμηλό των 421 μονάδων τον Φεβρουάριο οδηγήθηκε στις 660 μονάδες στις αρχές Ιουνίου, άνοδος της τάξεως του 60%, με τη χρονιά να ολοκληρώνεται με οριακά κέρδη 2% και με τον δείκτη των τραπεζών στο -28%.
Οι ευκαιρίες και οι αποτιμήσεις
Η ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης έχει θέσει σε κίνηση τη βασικότερη ίσως παράμετρο για τη μεσοπρόθεσμη ανοδική κίνηση των ελληνικών μετοχών, που δεν είναι άλλη από την ομαλότητα και τη μείωση της μεταβλητότητας. Οι δείκτες του Χ.Α., αλλά και ο MSCI Greece, υστερώντας τόσο πολύ σε όρους απόδοσης συγκρινόμενοι με τους μέσους όρους στο εξωτερικό, έχει ως αποτέλεσμα αρκετοί εγχώριοι εισηγμένοι τίτλοι να διαπραγματεύονται με ελκυστικές αποτιμήσεις σε όρους κερδοφορίας και εσωτερικής αξίας σε σχέση με το εξωτερικό.
Εντούτοις, αρκετές μετοχές του Γενικού Δείκτη σημειώνουν αξιόλογα κέρδη και έχουν μπορέσει να κινηθούν κόντρα στο ρεύμα, σε όλη αυτή την περίοδο της εγχώριας αβεβαιότητας. Το αμυντικό προφίλ, το ισχυρό ταμείο, ο εξαγωγικός προσανατολισμός οι χαμηλές αποτιμήσεις ή και η ηγετική θέση στην εγχώρια αγορά είναι τα χαρακτηριστικά που εμφανίζουν οι τίτλοι που ξεχωρίζουν και αποτελούν για την πλειονότητά των αναλυτών και των επενδυτές τις επιλογές που θα συνεχίσουν να υπεραποδίδουν, όσο οι ευαίσθητες συνθήκες ισορροπίας στο ελληνικό χρηματιστήριο και στην οικονομία παραμένουν.
Σε όρους αποτιμήσεων, οι ελληνικές μετοχές φαίνονται σχετικά φθηνές σε σύγκριση με τις αναδυόμενες αγορές συνολικά, λαμβάνοντας υπόψη την ανάκαμψη στις εκτιμήσεις για τα κέρδη. Το consensus των εκτιμήσεων της IBES για τον δείκτη MSCI Greece δείχνει ότι οι ελληνικές μετοχές είναι διαπραγματεύσιμες με 19,4 φορές τα κέρδη του 2017 σε σύγκριση με 15,2 φορές για τις αναδυόμενες αγορές και 21,3 φορές για τις ανεπτυγμένες αγορές.
Ωστόσο, τα κέρδη αναμένεται να αυξηθούν κατά 50% το 2018 στην Ελλάδα σε σύγκριση με 20% στις τις αναδυόμενες αγορές. Αυτό θέτει την Ελλάδα σε όρους αποτίμησης PEG (δείκτης τιμής προς κέρδη σταθμισμένος με την αύξηση των κερδών) σε αναλογία 0,4 φορές, στοιχείο που συνεπάγεται ένα υψηλό discount της τάξεως του 35% σε σχέση με τις αναδυόμενες αγορές.
Ταυτόχρονα, σε όρους P/BV οι εγχώριοι τίτλοι είναι διαπραγματεύσιμοι με 0,53 φορές έναντι 1,64 φορές για τις αναδυόμενες αγορές και 2,23 φορές για τις ανεπτυγμένες αγορές, με τα discount να είναι αρκετά υψηλά.
Οι τράπεζες
Στον αντίποδα, οι εγχώριες τραπεζικές αξίες, παρότι είναι αποτιμημένες σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τις ευρωπαϊκές, θα παραμείνουν ευάλωτες σε κάθε εγχώρια κρίση, αλλά και σε κάθε εξωγενές αρνητικό γεγονός. Παρότι η κερδοφορία τους αναμένεται να βελτιωθεί σημαντικό φέτος εξαιτίας του σημαντικά χαμηλότερου κόστους και της ελαφριάς βελτίωσης των βασικών εσόδων, το ρίσκο στις προβλέψεις των αναλυτών είναι υψηλό.
Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης αποτελεί το κομβικό στοιχείο για το re-rating των τραπεζικών μετοχών, ωστόσο θα χρειαστούν και νέοι καταλύτες. Το θεμελιώδες ζήτημα για την Ελλάδα είναι το συνεχιζόμενο υψηλό βάρος του χρέους της χώρας και αυτό εξακολουθεί να οδηγεί σε πολύ ακραία οικονομικά αποτελέσματα, η συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αλλά και η έξοδος στις αγορές.
Ο φόβος της διόρθωσης
Με αφορμή την επικείμενη ανακοίνωση των πιθανών αλλαγών και το rebalancing των δεικτών του MSCI ή αν υπάρξουν συνθήκες και αφορμές που θα επαναφέρουν βραχυχρόνια αστάθεια ή πολιτική αβεβαιότητα, η αγορά μπορεί να αναθεωρήσει τις τρέχουσες τιμές των blue chips. Με τις τιμές αρκετών μετοχών να έχουν επιστρέψει σε μονοψήφια ποσοστά απόστασης από τα υψηλά τους και σχετικά κοντά ή και υψηλότερα από τις τιμές-στόχους που είχαν δοθεί το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα, δεν μπορεί να αποκλειστεί μια απότομη διεύρυνση στην προσφορά τίτλων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κατάστασης στην αγορά είναι ότι ο δεικτοβαρής τίτλος της Coca Cola HBC, στον οποίο τα funds κατέχουν πάνω από το 25% του μετοχικού κεφαλαίου του, με τιμές κτήσης αρκετά χαμηλότερες σε σχέση με τις τρέχουσες αποτιμήσεις. Η μετοχή της εταιρείας βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδά της από τον Μάιο του 2008 και ο τίτλος απέχει μόλις 8% από το ιστορικό υψηλό του. Παράλληλα, υψηλή συσσώρευση θέσεων και μεγάλα πονταρίσματα εμφανίζουν πλέον και οι τραπεζικές μετοχές, ενώ μεγάλες θέσεις διατηρούν hedge funds και σε τίτλους όπως ΟΤΕ, Jumbo, Folli-Follie Group, Τιτάν, ΟΠΑΠ κ.ά.
Τεχνικά, ωστόσο, η αγορά θα δείξει την ποιότητα της κίνησης στο πρώτο διορθωτικό κύμα. Οι περισσότεροι παρατηρητές εκτιμούν ότι η αντίσταση στις 850 μονάδες, που βρίσκεται 8% υψηλότερα από τα τρέχοντα επίπεδα, δύσκολα θα διασπαστεί με την πρώτη προσπάθεια, ενώ οι 730 μονάδες αποτελούν αντίστοιχα το πρώτο επίπεδο στήριξης του δείκτη.
Παράλληλα, όσον αφορά τις εγχώριες τραπεζικές αξίες, θα παραμείνουν ευάλωτες σε κάθε εγχώρια κρίση, αλλά και σε κάθε εξωγενές αρνητικό γεγονός. Παρότι η κερδοφορία τους αναμένεται να βελτιωθεί σημαντικό φέτος εξαιτίας του σημαντικά χαμηλότερου κόστους και της ελαφριάς βελτίωσης των βασικών εσόδων, εντούτοις το ρίσκο στις προβλέψεις των αναλυτών είναι υψηλό.
Τέλος, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σχετικά με τις προσδοκίες για μια ισχυρή ανάκαμψη των εταιρικών κερδών, δεδομένου του υψηλού βαθμού συσχέτισης της οικονομικής δραστηριότητας και των εταιρικών εσόδων: η αβεβαιότητα στην αύξηση του ΑΕΠ είναι πιθανό να επηρεάσει αρνητικά τα εταιρικά κέρδη.