Aπό τις αρχές του έτους, η εγχώρια αγορά μετοχών παραμένει σε ομηρία από τη διαπραγμάτευση, αδυνατώντας να ακολουθήσει την ανοδική πορεία που διαγράφουν οι ευρωπαϊκές μετοχικές αγορές.
Στους τρεις πρώτους μήνες του έτους και παρότι οι προσδοκίες για το 2017 ξεκίνησαν αρκετά υψηλότερα, ο Γενικός Δείκτης δεν έχει κερδίσει τίποτα, ο δείκτης των blue chips σημειώνει μικρή πτώση και ο δείκτης των τραπεζών χάνει το 20% της αξίας του.
Από την άλλη πλευρά, παρά την ακινησία σε επίπεδο Γενικού Δείκτη, η επιμέρους συμπεριφορά των μετοχών σε αυτό το διάστημα μόνο κοινή δεν είναι, αφού παρατηρούνται πολλές διαφοροποιήσεις στις αποδόσεις.
Αρκετές εισηγμένες σημειώνουν υψηλές απώλειες, αλλά ένας σημαντικός αριθμός εταιρειών σημειώνει υψηλά κέρδη… αδιαφορώντας για την πορεία της διαπραγμάτευσης για τη δεύτερη αξιολόγηση. Το βασικό συμπέρασμα της περιόδου Ιανουαρίου– Μαρτίου είναι ότι μόνο η επιλογή τίτλων με συγκεκριμένα κριτήρια (stock picking) μπορεί να φέρει κέρδη στους επενδυτές.
Τι έχει αλλάξει
Η επιστροφή της αβεβαιότητας και η αύξηση της έντασης μεταξύ της κυβέρνησης και των πιστωτών όχι μόνο δεν έχει ευνοήσει τις προοπτικές του 2017, αλλά έχει προκαλέσει τριγμούς στις τράπεζες, στην οικονομία, αλλά και στην ψυχολογία για την ευρύτερη αγορά. Ακόμα μια φορά το πολιτικό ρίσκο θαμπώνει τον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και περιπλέκει την εικόνα, με την ελληνική αγορά να είναι δεμένη στις εξελίξεις της αξιολόγησης και της κόντρας που έχει ξεσπάσει με το ΔΝΤ και τους άλλους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Αν και ολοκληρώνεται το α΄ τρίμηνο του έτους, η πολυπόθητη συμφωνία με τους πιστωτές παραμένει ζητούμενο, ενώ θεωρητικά τον Μάρτιο θα ξεκινούσε η τρίτη αξιολόγηση. Οι καθυστερήσεις στο κλείσιμο της αξιολόγησης έχουν αφήσει ήδη το αποτύπωμα τους, με το ΑΕΠ του δ΄ τριμήνου πέρυσι να απογοητεύσει πλήρως και να κρούει τον κώδωνα του και για το α΄ τρίμηνο του 2017. Οι επίσημες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το φετινό ΑΕΠ τοποθετούν τον πήχη στο 2,7%, ενώ οι εκτιμήσεις των αναλυτών κυμαίνονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα, με τη μέση εκτίμηση να τοποθετείται στο 1,2%.
Αναφορικά με τη συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), ακόμη και αν η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους της ΕΚΤ είναι θετική, όταν αυτή πραγματοποιηθεί, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε αγορά ελληνικών ομολόγων όσο εκκρεμεί η αξιολόγηση. Από τη στιγμή που η τρέχουσα αξιολόγηση ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη, αμέσως μετά θα πρέπει να αρχίσει η επόμενη και αυτό θα αφήσει ένα πολύ μικρό παράθυρο για την ΕΚΤ να αγοράσει ελληνικά ομόλογα.
Συνεπώς και πιο ρεαλιστικά, είναι δύσκολο η ΕΚΤ να αγοράσει ελληνικά ομόλογα πριν από το καλοκαίρι ή και καθόλου.
Τέλος, το πόσο αρνητικά έχουν επηρεάσει την εικόνα του Χ.Α. η περιρρέουσα ατμόσφαιρα για τη χρονική διάρκεια της αξιολόγησης φαίνεται από την πορεία του όγκου των συναλλαγών, δείγμα και της έλλειψης ενδιαφέροντος για την αγορά τίτλων.
Ποιοι ξεχωρίζουν
Παρά την αμετάβλητη πορεία της αγοράς φέτος, το volatility δεν έχει μειωθεί καθόλου, καθιστώντας την εγχώρια αγορά «μη επενδύσιμη» από ξένα παθητικά χαρτοφυλάκια διαχείρισης. Σε μεγάλο βαθμό, η πλειονότητα των τίτλων συνεχίζει να υποαποδίδει σε σχέση με τον Γενικό Δείκτη, ενώ οι κυριότεροι από αυτούς που ανήκουν στην κατηγορία των κερδισμένων είναι είτε τίτλοι της μικρής κεφαλαιοποίησης με ισχυρή εξαγωγική δραστηριότητα και turnaround προσδοκίες είτε τίτλοι με μικρή συναλλακτική δραστηριότητα, που έχουν καταφέρει να επιπλεύσουν, είτε εταιρείες της υψηλής κεφαλαιοποίησης με ιδιαίτερα ελκυστική αποτίμηση.
Οι μετοχές της Τράπεζας Πειραιώς, της Eurobank, της Alpha Bank, της Εθνικής Τράπεζας, της ΕΥΔΑΠ, της ΔΕΗ, της Jumbo, του ΟΛΠ, του Σαράντη και της Folli-Follie Group είναι η πρώτη δεκάδα των αρνητικών επιδόσεων στο Χ.Α. Στον αντίποδα, οι πιο κερδισμένες επιλογές από την υψηλή κεφαλαιοποίηση είναι οι Viohalco, Motor Oil, Μυτιληναίος, Aegean Airlines και Ελληνικά Πετρέλαια.
Οι περισσότερες μετοχές με έντονο αρνητικό πρόσημο από τις αρχές του έτους είναι σαφές ότι πληρώνουν το μάρμαρο των καθυστερήσεων της δεύτερης αξιολόγησης, όπως π.χ. η ΔΕΗ που σημειώνει απώλειες 8%, και η ΕΥΔΑΠ με απώλειες 8%. Όσον αφορά τη Viohalco, η άνοδος κατά 42% χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα υψηλή, αν και θεωρητικά είναι ένα από τα πιο επιθετικά χαρτιά της αγοράς. Αναφορικά με την Aegean Airlines, η άνοδος αγγίζει το 15%, με τη χρονιά στον τουρισμό να αναμένεται να βοηθήσει αρκετά τα οικονομικά της αποτελέσματα. Τέλος, για τη μετοχή της ΕΧΑΕ, η πτώση στην αξία των συναλλαγών απεικονίζεται και στις αποδόσεις της στο ταμπλό.
Από τη μεσαία κεφαλαιοποίηση, πτώση από τις αρχές του έτους παρουσιάζουν μόνο ο τίτλος της Εικόνα Ήχος και του Πλαισίου με -14% και -6%, αντίστοιχα. Όσον αφορά την Τράπεζα Αττικής, η άνοδος φτάνει στο 35%, ενώ οι άλλες τραπεζικές μετοχές σημειώνουν πτώση κατά μέσο όρο 17%. Σημαντική άνοδο εμφανίζουν και «αμυντικά χαρτιά» όπως ο ΟΛΘ με +10% με αφορμή τις προσφορές για την εταιρεία, η AS Company με 17%. Τα υψηλότερα θετικά ποσοστά της εμφανίζουν οι τίτλοι των Υγεία, ΕΛΤΕΧ Άνεμος, Νηρέας, Ιασώ, Ιατρικό, Quest Συμμετοχών, ΧΑΛΚΟΡ, Flexopack και Ευρωπαϊκή Πίστη.
Ο ειδικός ρόλος των τραπεζών
Στον αντίποδα με τις παραπάνω εταιρείες, οι εγχώριες τραπεζικές αξίες, παρότι είναι αποτιμημένες σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τις ευρωπαϊκές, παραμένουν ευάλωτες σε κάθε εγχώρια αναβλητικότητα, αλλά και σε κάθε εξωγενές αρνητικό γεγονός. Παρότι η κερδοφορία τους αναμένεται να βελτιωθεί σημαντικά φέτος εξαιτίας του σημαντικά χαμηλότερου κόστους και της ελαφριάς βελτίωσης των βασικών εσόδων, εντούτοις το ρίσκο στις προβλέψεις των αναλυτών είναι υψηλό. Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης θα αποτελέσει κομβικό στοιχείο για την αναβάθμιση των τραπεζικών μετοχών.
Η πίεση των τραπεζιτών, αλλά και του Έλληνα κεντρικού τραπεζίτη για να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση χωρίς άλλες καθυστερήσεις δεν είναι τυχαία, αφού το 2017 είναι μια κρίσιμη χρονιά και για τις τράπεζες. Η επίτευξη των στόχων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων το 2017 θα καθορίσει και τις παραμέτρους του πανευρωπαϊκού stress test του 2018. Σε μακροοικονομικό και πολιτικό επίπεδο, οι εξελίξεις το 2017 θα κρίνουν αν η χώρα επανέλθει στις αγορές και, ως εκ τούτου, αν μπορεί να διαχειριστεί τις δανειακές της ανάγκες από τα μέσα του 2018, όταν τελειώνει το πρόγραμμα.
Προϋπόθεση για να συμβούν όλα αυτά είναι η χώρα να επανέλθει το 2017 σε βιώσιμους και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, σε συνδυασμό με τα μέτρα ανακούφισης του χρέους να ανοίγουν τον δρόμο για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Συνεπώς, όσο η αξιολόγηση παρατείνεται, η αβεβαιότητα θα διατηρείται, με αποτέλεσμα ο φιλόδοξος στόχος ανάπτυξης του 2,7% να απομακρύνεται περαιτέρω.