Η καθίζηση της οικοδομικής δραστηριότητας και η διατήρηση των επενδύσεων σε πολύ χαμηλά επίπεδα, έχουν πλήξει καίρια μια ευρεία σειρά παραγωγικών κλάδων της ελληνικής οικονομίας και ειδικότερα πολλές από τις εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο της Αθήνας.
Όσο και αν αρκετές από τις εταιρείες αυτές έχουν καταφέρει να αναπληρώσουν ένα κομμάτι των χαμένων εγχώριων πωλήσεων μέσα από τις εξαγωγές που πραγματοποιούν, η ουσία είναι πως χρειάζονται την τόνωση της εσωτερικής ζήτησης προκειμένου να ανακάμψουν (συνήθως τα περιθώρια κέρδους των εξαγωγών είναι μικρότερα λόγω του υψηλού μεταφορικού κόστους).
Τα πράγματα μάλιστα επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2015 μετά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων, καθώς η οικοδομική δραστηριότητα πάγωσε, οι περισσότερες επενδύσεις ανεστάλησαν και η υλοποίηση των μεγάλων οδικών αξόνων μόλις κατά τους τελευταίους μήνες επανεκκίνησε.
Η εγχώρια ζήτηση για τσιμέντο επέστρεψε φέτος στα επίπεδα του 1962(!) ενώ παράλληλα οι επενδύσεις σε κατοικίες (σε σταθερές τιμές) μειώθηκαν στο εννεάμηνο του 2015 κατά 25,1%, έναντι ισχυρής πτώσης κατά 52,3% στο αντίστοιχο διάστημα του 2014. Η ποσοστιαία συμμετοχή των επενδύσεων σε κατοικίες επί των συνολικών επενδύσεων στην οικονομία μειώθηκε στο εννεάμηνο του 2015 στο 7,5%, έναντι του 9,9% το 2014, του 28,1% το 2010 και του 32,8% το 2008. Είναι προφανές ότι η εγχώρια αγορά ακινήτων έχει καταρρεύσει.
Οι παραπάνω εξελίξεις επηρέασαν αναμφίβολα και τις οικονομικές επιδόσεις πολλών επιχειρήσεων. Έτσι, βλέπουμε τις δύο μεγάλες τσιμεντοβιομηχανίες (ΤΙΤΑΝ, ΑΓΕΤ Ηρακλής) να καταγράφουν ζημίες από την εγχώρια δραστηριότητά τους, παρά τις μεγάλες εξαγωγικές τους επιδόσεις.
Επίσης, με βάση τα στοιχεία των αποτελεσμάτων εννεαμήνου των εισηγμένων επιχειρήσεων στο ΧΑ, σε προ φόρων επίπεδο, ζημίες κατέγραψαν: α) Και οι δύο εταιρείες από τον κλάδο της ξυλείας (Ακρίτας, Interwood-Ξυλεμπορία) β) Και οι τέσσερις όμιλοι που δραστηριοποιούνται στη εμπορία ειδών σιδήρου-χάλυβα (Έλαστρον, ΣΙΔΜΑ, Μπήτρος, Αφοί Κορδέλλου) γ) Άλλες εταιρείες του ευρύτερου μεταλλουργικού κλάδου (Τζιρακιάν, MEVACO) δ) Η χαλυβουργική δραστηριότητα του Ομίλου ΒΙΟΧΑΛΚΟ (πρώην ΣΙΔΕΝΟΡ) ε) Όλες οι εταιρείες διέλασης αλουμινίου (ΑΛΟΥΜΥΛ, ΒΙΟΚΑΡΠΕΤ, Αlco Hellas).
Επίσης, πτωτικά επηρεάστηκε η κερδοφορία και ορισμένων εμπορικών εταιρειών που σχετίζονται με τις προαναφερόμενες δραστηριότητες, όπως της ΕΛΤΡΑΚ (αντιπρόσωπος της Caterpillar), ενώ αντίθετα η Γενική Εμπορίου & Βιομηχανίας κατάφερε να αυξήσει την κερδοφορία της στο εννεάμηνο του έτους και η Μαθιός Πυρίμαχα πέρασε από ζημίες σε κέρδη λόγω των εξαγωγικών της επιδόσεων.
Ποιες όμως μπορούν να είναι οι προοπτικές για το 2016; Σύμφωνα με τους περισσότερους, «κάπως καλύτερες, αλλά και πάλι θα μιλάμε για μια πολύ κακή χρονιά».
Σε ότι αφορά τη ζήτηση για τσιμέντο, σύμφωνα με τον διευθυντή επενδυτικών σχέσεων του Ομίλου ΤΙΤΑΝ κ. Τάκη Κανελλόπουλο, «αυτή η τόσο χαμηλή εγχώρια κατανάλωση δεν μπορεί να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα. Μετά το αρχικό σοκ των κεφαλαιακών ελέγχων, έχει αρχίσει να παρατηρείται βελτίωση στον τομέα των δημοσίων έργων και αν υπάρξει κάποια σταθεροποίηση στην οικονομία, πολύ δύσκολα η ζήτηση για τσιμέντο θα μπορούσε να υποχωρήσει το 2016 σε χαμηλότερα επίπεδα από τα τρέχοντα».
Κάποια πιο σημαντική βελτίωση αναμένεται μεσοπρόθεσμα στο κομμάτι των επενδύσεων, στο βαθμό τουλάχιστον που θα καμφθεί η γενικότερη αβεβαιότητα στην οικονομία. Κάτι τέτοιο, σύμφωνα με κύκλους της αγοράς, θα μπορούσε γίνει τόσο μέσα από τα Κοινοτικά κονδύλια, όσο και μέσα από ιδιωτικές επενδύσεις σε σημαντικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, η όλη αυτή διαδικασία (και μάλιστα στην καλύτερη των περιπτώσεων) δεν αναμένεται να ξεκινήσει πριν το προσεχές καλοκαίρι, οπότε «μέσα στο 2016 δεν μπορούμε να περιμένουμε κάτι πολύ καλύτερο από αυτά που είδαμε το 2015».
Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο «μεγάλος ασθενής» παραμένει ο κλάδος των ακινήτων, όπου η όποια κινητικότητα παρατηρείται αφορά κυρίως τις επενδύσεις σε ξενοδοχεία και τουριστικά καταλύματα.
Το πρόβλημα της χρηματοδότησης στη συγκεκριμένη δραστηριότητα είναι μεγάλο. Η οριακή πλέον συμβολή της τραπεζικής χρηματοδότησης στην αγορά των οικιστικών ακινήτων προκύπτει και από το απόσπασμα πρόσφατου εβδομαδιαίου δελτίου της Alpha Bank:
Ο αριθμός των συναλλαγών που πραγματοποιείται με τη διαμεσολάβηση των τραπεζικών ιδρυμάτων είναι ασήμαντος, καθώς στο πρώτο εξάμηνο του 2015 μειώθηκε περίπου κατά 23,9% σε ετήσια βάση και εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί φέτος περί τις 12.000 συναλλαγές έναντι 17.244 το 2014, από 116.034 και 148.125 αντίστοιχα, το 2008 και το 2007. Επιπλέον, (στοιχεία Β' εξαμήνου 2015) μόλις το 20% των ολίγων πλέον συναλλαγών επί των οικιστικών ακινήτων πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή τραπεζικού δανεισμού και το μέσο ποσοστό δανειοδοτήσεως διαμορφώθηκε στο 30% περίπου επί της συνολικής αξίας του ακινήτου.
Ωστόσο, τα προβλήματα της οικοδομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα δεν περιορίζονται στην ελλιπή χρηματοδότηση, ούτε στο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών που μειώνεται χρόνο με το χρόνο. «Από τη μία πλευρά υπάρχει πολύ μεγάλος αριθμός άδειων ακινήτων που θα χρειαστούν χρόνια μέχρις ότου απορροφηθεί. Και από την άλλη πλευρά, το κόστος κατασκευής ενός ακινήτου υπερβαίνει σήμερα την τιμή αγοράς ενός ήδη υπάρχοντος, οπότε μεγάλο μέρος της όποιας ζήτησης θα κατευθυνθεί στην αγορά κατοικιών και όχι στο χτίσιμο νέων», δηλώνει στο Euro2day.gr οικονομικός διευθυντής εταιρείας του κλάδου.