Δεν είναι καθόλου λίγες οι εισηγμένες εταιρείες του Χ.Α. που η επιβίωσή τους αναμένεται να περάσει μέσα από τις αποφάσεις των τραπεζών, είτε για γενναία επιμήκυνση δανείων, είτε για μετοχοποίηση ενός μεγάλου μέρους αυτών.
Τις εξελίξεις αυτές -όπως είναι φυσικό- τις παρακολουθούν με έντονο ενδιαφέρον όχι μόνο οι διοικήσεις, οι εργαζόμενοι και οι προμηθευτές τους, αλλά και οι μέτοχοι μειοψηφίας που ήδη καταγράφουν σημαντικότατες απώλειες στα χαρτοφυλάκιά τους.
Οι τραπεζίτες -οι οποίοι θα έχουν τον πρώτο λόγο στην όλη διαδικασία- έχουν ήδη διαμηνύσει πως όλες οι περιπτώσεις των επιχειρήσεων δεν είναι ίδιες και θεωρείται βέβαιο πως οι όποιες παρεμβάσεις -όπου γίνουν- θα έχουν ως στόχο:
• Αρχικά να μπορέσουν να επιβιώσουν οι εταιρείες.
• Αμέσως μετά, να ανακτήσουν οι τράπεζες ένα περιορισμένο μέρος των δανείων που έχουν χορηγήσει, π.χ. μέσα από τη διαχείριση του ενεργητικού των εισηγμένων (βλέπε πωλήσεις ακινήτων ή και θυγατρικών).
• Και σε βάθος χρόνου -στην περίπτωση που έχουν κεφαλαιοποιήσει μέρος των χορηγήσεών τους- να εισπράξουν ένα ακόμη ποσό μέσα από την πώληση των μετοχών που θα έχουν αποκτήσει.
Υπό αυτά τα δεδομένα, δύο είναι τα ζητούμενα για τους επενδυτές του Χ.Α.
Πρώτον, θα μπορέσουν οι εγκλωβισμένοι μέτοχοι να ανακτήσουν ένα αξιοσημείωτο τμήμα των κεφαλαίων που έχουν επενδύσει στις μετοχές αυτές;
Και δεύτερον, θα άξιζε τον κόπο κάποιοι επενδυτές υψηλού ρίσκου να αρχίσουν να τοποθετούνται τώρα στις συγκεκριμένες εταιρείες;
Σε ό,τι αφορά το πρώτο ερώτημα, παράγοντες της χρηματιστηριακής αγοράς δηλώνουν ιδιαίτερα συγκρατημένοι.
Πρώτα απ' όλα επειδή οι τράπεζες δεν θα επιχειρήσουν να διασώσουν το σύνολο των εταιρειών, αλλά μόνο όσες θεωρηθούν βιώσιμες και αυτές όπου οι βασικοί μέτοχοι θα αποφασίσουν να βάλουν και αυτοί το χέρι στην τσέπη, συμμετέχοντας σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου. Άρα λοιπόν είναι ορατό το ενδεχόμενο να δούμε και άλλα λουκέτα στο νχώρο των εισηγμένων ανάλογα με αυτά των τελευταίων χρόνων.
Και δεύτερον γιατί σε πολλές περιπτώσεις οι αυξήσεις κεφαλαίου θα είναι τόσο μεγάλες σε σχέση με την τρέχουσα αποτίμηση των εταιρειών ώστε η διάχυση του ποσοστού των σημερινών μετόχων (dilution) να είναι τεράστια.
Οι ίδιοι κύκλοι ανέφεραν ενδεικτικά συγκεκριμένα παραδείγματα επιχειρήσεων που θα ήθελαν την κεφαλαιακή συνδρομή των τραπεζών. Η Δίας και τα Ιχθυοτροφεία Σελόντα αποτιμώνται αθροιστικά στο ταμπλό γύρω στα 6 εκατ. ευρώ, όταν οι δανειακές τους υποχρεώσεις υπερβαίνουν τα 250 εκατ. Αν για παράδειγμα, κεφαλαιοποιηθούν από τις τράπεζες τα μισά δάνεια, τότε το ποσοστό όλων των σημερινών μετόχων θα ελαχιστοποιηθεί.
Η Shelman (πριν ανασταλεί η διαπραγμάτευσή της) διαπραγματευόταν στο Χ.Α. κάτω από 5 εκατ. ευρώ, όταν το σύνολο των τραπεζικών της δανείων υπερβαίνει τα 100 εκατ.
Η Ελληνική Υφαντουργία με τρέχουσα αποτίμηση 1,6 εκατ. ευρώ οφείλει στις τράπεζες πάνω από 80 εκατ. ευρώ, ενώ κάπου τόσα οφείλει στις τράπεζες και η Altec, η τρέχουσα αποτίμηση της οποίας στο Χ.Α. κυμαίνεται γύρω στα 6 εκατ. ευρώ.
Και αν οι διοικήσεις αυτών των επιχειρήσεων δεν θα αρνούνταν το ενδεχόμενο συμμετοχής των τραπεζών στο μετοχικό τους κεφάλαιο, ανάλογοι συσχετισμοί υπάρχουν και για δεκάδες άλλες εισηγμένες που -όπως δηλώνουν ανεπισήμως- θα ήθελαν από τις τράπεζες να κεφαλαιοποιήσει μέρος των χρεών τους: χρηματιστηριακή αξία συνήθως κάτω από τα 10 εκατ. ευρώ και ύψος τραπεζικών υποχρεώσεων πέντε ή και δέκα φορές μεγαλύτερο...
Άρα λοιπόν, αν μέχρι σήμερα οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές των εταιρειών αυτών καταγράφουν απώλειες που υπερβαίνουν συνήθως το 70% ή και το 90%, είναι σχεδόν αδύνατον να φανταστεί κάποιος πώς θα μπορούσε να ελπίζει σε μια αξιοσημείωτη ανάκτηση της επένδυσης, ιδίως αν συνεκτιμηθεί και η μεγάλη διάχυση ποσοστών που θα ακολουθήσει.
Επίσης, δεν είναι βέβαιο πως θα σημειώσει κέρδος όποιος επενδυτής επιλέξει να τοποθετηθεί στα τρέχοντα επίπεδα αποτιμήσεων, ακόμη και αν τελικά οι εισηγμένες καταφέρουν να επιβιώσουν.
Στις περιπτώσεις των ελληνικών τραπεζών για παράδειγμα (οι συστημικές διασώθηκαν και με τη συμβολή του ΤΧΣ, ενώ η Αττικής μόνο από ιδιώτες επενδυτές), άλλες φορές οι μέτοχοι κατέγραψαν κέρδη το τελευταίο οκτάμηνο (π.χ. Alpha Bank, Εθνική και Πειραιώς) και σε κάποιες άλλες υποχρεώθηκαν σε υποαξίες (Eurobank, Αττικής).
Επίσης, την τελευταία διετία, οι μέτοχοι των τραπεζών Αγροτική, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, Λαϊκή και Proton Bank έχουν απολέσει το σύνολο της επένδυσής τους, ενώ οι μέτοχοι της Τράπεζας Κύπρου: α) θα περιμένουν να περάσει το καλοκαίρι προκειμένου να δουν τους τίτλους τους να είναι διαπραγματεύσιμοι και πάλι στο Χ.Α., β) λόγω της τεράστιας διάχυσης, θα κατέχουν μόλις γύρω στο 0,6% του συνόλου των μετοχών της τράπεζας.
Παραδείγματα μετοχοποιήσεων τραπεζικών δανείων είχαμε στο παρελθόν σε εισηγμένες εταιρείες όπως η Altec, η Μαΐλλης, η Ideal, η ΑΕΓΕΚ (σε βάθος χρόνου καλύτερα για τους μικρομετόχους πήγε η Ideal) και πρόσφατα η SATO.