Αναγκαίες θεωρούν τις αυξήσεις τιμολογίων που επέβαλαν κατά την τελευταία διετία -των φετινών συμπεριλαμβανομένων- οι ασφαλιστικές εταιρείες της χώρας, αποδίδοντάς τες σε σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι γενικότερες πληθωριστικές πιέσεις, η αύξηση της συχνότητας των ζημιών (βλέπε οχήματα και φυσικές καταστροφές), η βαριά επιβαλλόμενη φορολογία από την Πολιτεία, αλλά και οι στρεβλώσεις που υποστηρίζουν πως παρατηρούνται στον κλάδο της ιδιωτικής υγείας.
«Γνωρίζουμε καλά το πόσο δύσκολα είναι τα οικονομικά δεδομένα πολλών νοικοκυριών. Πείτε μου όμως, ποια ασφαλιστική εταιρεία δεν πέρασε πέρυσι στο κόκκινο από τα συμβόλαια υγείας; Το 2024 ήταν μια πολύ κακή χρονιά για τον συγκεκριμένο κλάδο και μετά με ρωτάτε γιατί φέτος προχωρήσαμε σε αυξήσεις τιμολογίων;» (με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθωρισμός των ασφαλίστρων στα συμβόλαια υγείας διαμορφώθηκε τον Απρίλιο στο 14%).
Αυτό απάντησε υψηλόβαθμο στέλεχος από τον χώρο της ιδιωτικής ασφάλισης σε σχετική ερώτηση του Euro2day.gr, συμπληρώνοντας: «Πληρώνουμε φόρο ασφαλίστρων 15%, ενώ στα νοσήλια των ιδιωτικών κλινικών επιβαρυνόμαστε με ΦΠΑ 24%, ποσό που καταβάλλουμε καθ’ ολοκληρία, από τη στιγμή που δεν χρεώνουμε με ΦΠΑ τους πελάτες μας. Και πέραν αυτών, αντιμετωπίζουμε τα γνωστά χρόνια προβλήματα στις σχέσεις μας με τις ιδιωτικές κλινικές. Αν κάποιος επιχειρήσει να τις επισκεφτεί δηλώνοντας πως θα πληρώσει ο ίδιος από την τσέπη του, θα επιβαρυνθεί με σαφώς μικρότερο ποσό απ’ όσο η ίδια κλινική θα χρεώσει για την ίδια περίπτωση την ασφαλιστική εταιρεία».
Οι αυξήσεις στην ασφάλιση ΙΧ
Πέρα όμως από τα συμβόλαια υγείας, τον έντονο προβληματισμό τους εκφράζουν και αρκετές από τις ασφαλιστικές εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται στον κλάδο οχημάτων. Στελέχη τους θεωρούν τις αυξήσεις που επέβαλαν στα φετινά τιμολόγιά τους ως επιβεβλημένες (τα ασφάλιστρα πάντως παραμένουν χαμηλότερα σε σχέση με αυτά του 2010), καθώς η συχνότητα των τροχαίων ατυχημάτων έχει επανέλθει στα προπανδημικά επίπεδα, ενώ το μέσο κόστος της αποζημίωσης έχει επιβαρυνθεί δραστικά από τον υψηλό πληθωρισμό της τελευταίας τριετίας.
Επιπλέον, οι περυσινές αυξημένες φυσικές καταστροφές (οι εγχώριες ασφαλιστικές εταιρείες κατέβαλαν αποζημιώσεις άνω των 400 εκατ. ευρώ) είχαν ως αποτέλεσμα οι ξένοι αντασφαλιστές να ανεβάσουν φέτος τις απαιτήσεις τους.
«Αν κάποιος εξετάσει προσεκτικά τις λογιστικές καταστάσεις του 2023 και δεν συνεκτιμήσει τα επενδυτικά αποτελέσματα που κατά τη συγκεκριμένη χρονιά ευνοήθηκαν από την πορεία των τιμών των μετοχών και των ομολόγων, θα συμφωνούσε πως οι περισσότερες εταιρείες θα έπρεπε να προχωρήσουν σε ανατιμολογήσεις, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου θα πρέπει να βρουν σημαντικούς πόρους για να προχωρήσουν στην ψηφιοποίηση των εργασιών τους και σε γενικότερες αναδιαρθρώσεις του τρόπου λειτουργίας τους», υποστηρίζεται χαρακτηριστικά.
Δυσφορία για τη Solvency II
Και πέραν όλων αυτών, έντονη είναι η δυσφορία των ευρωπαϊκών ασφαλιστικών εταιρειών εξαιτίας των ασφυκτικών εποπτικών κανονισμών που έχει επιβάλει το πλαίσιο Solvency II. Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, «από ένα καθεστώς χαλαρότητας που υπήρχε στην Ελλάδα πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση, περάσαμε στο αντίθετο άκρο.
Ο Ευρωπαίος επόπτης προκειμένου να έχει… ήσυχο το κεφάλι του, επέβαλε τόσο αυστηρούς κανονισμούς, έτσι ώστε να αναγκάζει τις ασφαλιστικές εταιρείες να προσφέρουν στους πελάτες τους λιγότερα και ακριβότερα προϊόντα. Ενδεικτικό είναι το ότι μια αμερικανική εταιρεία χρειάζεται για να λειτουργήσει περίπου 30% χαμηλότερο ύψος κεφαλαίων από μία ευρωπαϊκή.
Επιπλέον, οι τόσο σκληρές απαιτήσεις (εκτός από τις επιπτώσεις τους στο λειτουργικό κόστος και στην αποδοτικότητα επί των ιδίων κεφαλαίων) υποχρεώνουν ουσιαστικά τις ασφαλιστικές εταιρείες να περιορίζουν τα προϊόντα του κλάδου ζωής στα unit-linked (το ρίσκο μεταφέρεται στον πελάτη), να αποφεύγουν συμβόλαια μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης διάρκειας (προτιμώνται τα ετήσια) και να τοποθετούν κατά κύριο λόγο τις επενδύσεις τους σε καταθέσεις και κρατικά ομόλογα χωρών της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, αποκομίζοντας πενιχρές αποδόσεις. Αυτή την περίοδο έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια «εκλογίκευσης» του Solvency II, χωρίς όμως στον χώρο των ασφαλιστικών εταιρειών να επικρατεί κλίμα ιδιαίτερης αισιοδοξίας.