Στην τελική φάση για την ολοκλήρωσή της περνά η συμφωνία MIG - CVC για τη μεταβίβαση της Vivartia, με επόμενα βήματα την υπογραφή νέων δανειακών συμβάσεων για την αναδιάρθρωση του δανεισμού της μεταβιβαζόμενης εταιρείας και την καταβολή του τιμήματος.
Για τη δρομολόγηση των παραπάνω, η Vivartia καλεί τους μετόχους της σε έκτακτη γενική συνέλευση στις 8 Απριλίου, με θέματα ημερήσιας διάταξης την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή μετρητών και έκδοση νέων μετοχών, ονομαστικής αξίας 2,33 ευρώ η καθεμία, με λήψη απόφασης για την κατάργηση/περιορισμό ή μη του δικαιώματος προτίμησης των παλαιών μετόχων και ανακοινώσεις του Διοικητικού Συμβουλίου. Στις τελευταίες θα πρέπει να περιλαμβάνεται και η έγκριση που έλαβε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού η εξαγορά της συμμετοχής της MΙG στη Vivartia από τη CVC, που κατά πληροφορίες δόθηκε την περασμένη εβδομάδα.
Όπως προβλέπει η ανακοινωθείσα συμφωνία, από το τίμημα των 175 εκατ. ευρώ που προσφέρει η CVC Capital Partners για το 100% των μετοχών της Vivartia, η MΙG, για το 92,8% των μετοχών που ελέγχει, θα λάβει 161,135 εκατ. ευρώ. Η CVC αναλαμβάνει επίσης το σύνολο του δανεισμού της Vivartia, που ανέρχεται σε περίπου 425 εκατ. ευρώ με επιπλέον 30 εκατ. ευρώ πρόσφατο δάνειο για την ενίσχυση του κλάδου εστίασης.
Η ολοκλήρωση του deal επιταχύνει τα ευρύτερα σχέδια του ξένου επενδυτή στον κλάδο της γαλακτοβιομηχανίας, όπου επιδιώκει να συγκεντρώνει ισχυρή δύναμη -κατά πάγια στρατηγική του σε όλους τους κλάδους που παίρνει θέση- και στο πλαίσιο αυτό ωριμάζουν οι διαπραγματεύσεις με τη Δωδώνη.
Δυνητική συμφωνία θα ανατρέψει τις ισορροπίες στην εγχώρια κατάταξη της οποίας ηγείται η Ελληνικά Γαλακτοκομεία (Όλυμπος). Ενδεικτικά σημειώνεται ότι η γαλακτοβιομηχανία Δέλτα, εταιρεία του ομίλου Vivartia, εμφανίζει κύκλο εργασιών 236,6 εκατ. ευρώ, με βάση τις οικονομικές καταστάσεις 2019 (έναντι 303,5 εκατ. ευρώ στην προηγούμενη χρήση). Διαθέτει τέσσερις μονάδες και συνεργάζεται με πάνω από 1.100 παραγωγούς γάλακτος, διαθέτει θυγατρική στη Βουλγαρία και ελέγχει το 43,2% της Μεβγάλ, με κύκλο εργασιών 114 εκατ. ευρώ το 2019.
Η Δωδώνη ανήκει σε ποσοστό περίπου 94% στη ρωσικών συμφερόντων SI Foods Limited, που ελέγχεται από τη Lime Capital, η οποία και φέρεται να διενεργεί τις επαφές με το επιτελείο της CVC. Πληροφορίες, που δεν σχολιάζει η Δωδώνη, μιλούν για κυοφορούμενο αμερικανο-ρωσικό deal, που θα οδηγήσει σε νέο εταιρικό σχήμα που σε επόμενο χρόνο, εάν ευοδωθούν οι κυοφορούμενες διαπραγματεύσεις, δεν θα περιλαμβάνει μόνο Vivartia και Δωδώνη αλλά θα συμπαρασύρει και άλλες, κυρίως υπό αναδιάρθρωση εταιρείες του ευρύτερου κλάδου, όπως η Κολιός, η μεγαλύτερη εταιρεία μετά τη Δωδώνη στον κλάδο τυροκομικών προϊόντων, με τζίρο 97,6 εκατ. ευρώ.
Πηγές της αγοράς αναφέρουν ως πιθανό το ενδεχόμενο εμφάνισης και νέου επενδυτή. Αναφορικά με τη Δωδώνη, σημειώνεται ότι από το 2012 που άλλαξε το ιδιοκτησιακό καθεστώς της, βρίσκεται σε συνεχή πορεία αναδιοργάνωσης, επέκτασης και εκσυγχρονισμού. Σήμερα, παράγει γαλακτοκομικά και τυροκομικά προϊόντα, διαθέτει δίκτυο 5.500 Ελλήνων παραγωγών και συνδέεται με περισσότερα από 10.000 σημεία πώλησης στην εγχώρια αγορά. Διαθέτει επίσης εξαγωγική δραστηριότητα σε πάνω από 50 χώρες, με κύριες αγορές τις ΗΠΑ, τον Καναδά, τις αραβικές χώρες, τη Σκανδιναβία, τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, την Ισπανία, το Ισραήλ και την Κίνα.
Παράγει πάνω από 100 ξεχωριστά προϊόντα σε 9 κατηγορίες γαλακτοκομικών και τυροκομικών προϊόντων, χαρτοφυλάκιο που φαίνεται συμπληρωματικό αυτού της Δέλτα, γεγονός που την καθιστά άλλωστε ελκυστική για τον νέο μέτοχο. Ο κύκλος εργασιών της Δωδώνη το 2019 ανήλθε σε 107,59 εκατ. ευρώ (107,61 εκατ. ευρώ για τον όμιλο), με μεικτά αποτελέσματα 20,91 εκατ. ευρώ και κέρδη μετά φόρων 2,19 εκατ. ευρώ (2,25 εκατ. ευρώ για τον όμιλο).
Όσο για το 2020, σύμφωνα με στοιχεία που παραχώρησε στο Euro2day.gr η εταιρεία, έκλεισε με θετικές επιδόσεις. Οι πωλήσεις κατέγραψαν διψήφια αύξηση, με κυρίαρχους κωδικούς την ομώνυμη φέτα ΠΟΠ, που είναι η Νο 1 φέτα σε πωλήσεις στην Ελλάδα, και το στραγγιστό κλασικό γιαούρτι. Αντίστοιχα ενισχυμένη είναι και η κερδοφορία ενώ η εταιρεία εμφάνισε επίσης αύξηση 14% στις εισκομίσεις γάλακτος. Ανήλθαν σε 77.500 τόνους αγελαδινού και αιγοπρόβειου γάλακτος (από 70.000 τόνους αιγοπρόβειο και αγελαδινό γάλα που επεξεργάστηκε το 2019). Τα στοιχεία δείχνουν επίσης σημαντική αύξηση εξαγωγών το 2020 συγκριτικά με το 2019.