H μεγάλη καθυστέρηση των τραπεζών στην ουσιαστική αντιμετώπιση των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων κατά τη διάρκεια της κρίσης όχι μόνο δεν φαίνεται να λειτουργεί υπέρ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά αντίθετα στις περισσότερες των περιπτώσεων τα υποχρεώνει να προχωρήσουν τελικά σε ακόμη μεγαλύτερα -άμεσα ή έμμεσα- «κουρέματα» υπολοίπων.
Αυτό διαπιστώνουν παράγοντες της αγοράς, οι οποίοι θεωρούν παράλληλα πως όσο το «σίριαλ» των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων συνεχίζεται, τόσο δυσκολότερα η πραγματική οικονομία θα καταφέρει να μπει σε τροχιά ουσιαστικής ανάπτυξης.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα δηλώνει στο Euro2day.gr γνωστός παράγοντας της αγοράς:
«Οι τράπεζες, κατά τη διάρκεια της κρίσης, αντί να προχωρήσουν σε γρήγορο ξεκαθάρισμα της κατάστασης -όποιο κι αν ήταν αυτό- όχι μόνο έκλεισαν την κάνουλα της πρόσθετης χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις, αλλά παράλληλα τις επιβάρυναν και με υψηλά επιτόκια. Το αποτέλεσμα είναι οι εταιρείες αυτές να μη διαθέτουν την απαιτούμενη ρευστότητα προκειμένου να ανακάμψουν και το ύψος των δανειακών τους υποχρεώσεων να ανεβαίνει γρήγορα χρόνο με τον χρόνο, λόγω του ανατοκισμού.
Όταν για παράδειγμα ακούτε περί δανειακών ανοιγμάτων εταιρειών ύψους δεκάδων εκατ. ευρώ, να υπολογίζετε πως πάνω από τα μισά αφορούν τόκους και όχι χρεολύσια. Έτσι, όταν έρχεται τελικά η ώρα για την τελική διευθέτηση του θέματος, δεν θα πρέπει κάποιοι να εκπλήσσονται όταν μιλάμε για πολύ μεγάλα ποσοστά κουρέματος υπολοίπων. Οι τράπεζες κυρίως διαγράφουν τόκους, που άλλωστε δεν θα μπορούσαν ποτέ να εισπράξουν.
Απλά, ενώ στις αρχές της κρίσης ξεκίνησαν με το δόγμα του μηδενικού κουρέματος, τώρα επιδεικνύουν ρεαλιστικότερη στάση, καθώς η αναβολή του προβλήματος έχει φτάσει στο μη περαιτέρω».
Παράπονα επίσης εκφράζονται από επιχειρηματίες και για τη στάση τραπεζών απέναντι σε εταιρείες που ήταν ενήμερες ή τέλος πάντως έκαναν ό,τι μπορούσαν προκειμένου να είναι.
Βασικός μέτοχος εισηγμένης εταιρείας δηλώνει στο Euro2day.gr: «Κατά τη διάρκεια της κρίσης όχι μόνο πληρώναμε υψηλότατους τόκους, αλλά καταφέρναμε να μειώνουμε ως ένα βαθμό και το υπόλοιπο των δανείων μας. Είχα βάλει και προσωπικά μου λεφτά γι’ αυτό τον λόγο. Διαπιστώναμε ωστόσο πως όσα περισσότερα χρήματα επιστρέφαμε, τόσο ο κλοιός της χρηματοδότησης έκλεινε αντί να ανοίγει, με αποτέλεσμα η εταιρεία να μη διαθέτει την απαιτούμενη χρηματοδότηση να υλοποιήσει πωλήσεις που της ζητούσαν οι πελάτες της. Φοβάμαι ότι το αποτέλεσμα θα είναι τελικά επιζήμιο, τόσο για την εταιρεία όσο και για τις πιστώτριες τράπεζες».
Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινούνται και οι απόψεις άλλου επιχειρηματία: «Την ώρα που έχουμε συμφωνήσει με τις τράπεζες για την προσέλκυση στρατηγικού επενδυτή και οι επαφές αυτές έχουν προχωρήσει σημαντικά, η εταιρεία εξακολουθεί να μη διαθέτει την απαιτούμενη ρευστότητα. Τι θα γίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, αν στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα των διαπραγματεύσεων με στρατηγικούς επενδυτές, οι πωλήσεις μιας εταιρείας υποχωρούν, ή αν κάποιο γνωστό της brand name χαθεί; Δεν θα ωθήσει τον στρατηγικό επενδυτή είτε να χαμηλώσει το τίμημα, είτε να αποχωρήσει από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων;».
Από την άλλη πλευρά, ιδιοκτήτες εύρωστων εταιρειών κατηγορούν τις τράπεζες για την υπερβολική ανοχή που δείχνουν στις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις: «Δεν τηρούνται οι όροι του ανταγωνισμού. Εμείς επιβαρυνόμαστε με ένα σωρό τόκους και οι ανταγωνιστές μας, προκειμένου να αντλήσουν ρευστότητα, συχνά πουλάνε κάτω του κόστους, κανιβαλίζοντας το σύνολο της αγοράς» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Στην πράξη τώρα, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου οι τράπεζες έχουν χάσει το σύνολο των απαιτήσεών τους, αφού έχουν προηγουμένως απορρίψει προτάσεις στρατηγικών επενδυτών τις οποίες θεωρούσαν χαμηλές (π.χ. Shelman, Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία).
Σε άλλες περιπτώσεις, τα άμεσα και έμμεσα κουρέματα που συμφωνούνται είναι τελικά πολύ μεγάλα.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Lion Rental (αντιπροσωπεία της Sixt που πέρασε-εξυγιάνθηκε στα χέρια της Μοτοδυναμικής), το κούρεμα των δανείων προσέγγισε το 80%.
Με παρόμοιο discount ρευστοποίησαν οι τράπεζες τα δάνεια της Euromedica στο Farallon Fund, ενώ η Πειραιώς, που δεν προχώρησε σε αντίστοιχη κίνηση, ευελπιστεί «στο τέλος της ημέρας» να πετύχει κάτι καλύτερο.
Στην περίπτωση της Βαράγκης, η πρόταση που υποβλήθηκε για δικαστική έγκριση αναφέρεται σε μονοψήφιο ποσοστό εξυπηρέτησης των συνολικών υποχρεώσεων της εισηγμένης από νέο επενδυτή.
Από την άλλη πλευρά, κύκλοι προσκείμενοι στις τράπεζες υποστηρίζουν πως σε ορισμένες περιπτώσεις, «οι επιχειρηματίες δεν είναι και τόσο… αθώες περιστερές, όσο εμφανίζουν τον εαυτό τους στους δημοσιογράφους».
Πέραν όμως αυτού, αρκετοί παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν προβλήματα τόσο σχετικά με το κλίμα σκανδαλολογίας που έχει αναπτυχθεί, όσο και με τη δυσκολία συνεννόησης μεταξύ των πιστωτριών τραπεζών.
«Μιλάμε με τις τράπεζες τέσσερα χρόνια. Όλες έχουν επιδείξει καλή θέληση, αλλά στη συνέχεια… μπλεκόμαστε στη μετάφραση. Αν προ τετραετίας, ένα κούρεμα δανείων 30% ήταν αρκετό, τώρα θα είναι διπλάσιο, με πολύ μεγάλη περίοδο αποπληρωμής και ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια» αναφέρεται χαρακτηριστικά από οικονομικό διευθυντή εισηγμένης εταιρείας.