ΤτΕ: Αλλαγές στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών

Η ΤτΕ τροποποιεί τις υφιστάμενες διατάξεις σχετικά με τον υπολογισμό των αναγκαίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων για την κάλυψη των κινδύνων αγοράς (market risk), δηλ. θέσεις σε τίτλους και συνάλλαγμα, οι οποίες, αφού συνυπολογιστούν και οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο, απαρτίζουν το συνολικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (8% κατ’ ελάχιστον).

ΤτΕ: Αλλαγές στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών
Με νέα Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος τροποποιούνται οι υφιστάμενες διατάξεις που αφορούν τον υπολογισμό των αναγκαίων κεφαλαίων για την κάλυψη των κινδύνων αγοράς (market risk), δηλαδή θέσεις σε τίτλους και συνάλλαγμα, οι οποίες αφού συνυπολογιστούν και οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο απαρτίζουν το συνολικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας που οφείλουν να τηρούν τα πιστωτικά ιδρύματα (8% κατ’ ελάχιστο).

Με την ΠΔ/ΤΕ 2494/27.5.2002 τροποποιούνται και συμπληρώνονται οι διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2397/7.11.96, που αφορούν την κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα. Η εν λόγω Πράξη εκδόθηκε στα πλαίσια του Ν. 2937/2001 με τον οποίο, μεταξύ άλλων, ενσωματώθηκε στην ελληνική νομοθεσία η σχετική Οδηγία 98/31/ΕΚ.

Ειδικότερα, οι νέες ρυθμίσεις αποβλέπουν:

* στον υπολογισμό κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη του κινδύνου αγοράς από θέσεις σε εμπορεύματα και σε παράγωγα μέσα επί εμπορευμάτων.



* στην αντιμετώπιση των θέσεων σε χρυσό ως θέσεων σε ξένο νόμισμα για τις οποίες εφαρμόζονται, ουσιαστικά, οι διατάξεις που αφορούν τον κίνδυνο συναλλάγματος.



* στην παροχή της δυνατότητας χρησιμοποίησης εσωτερικών υποδειγμάτων διαχείρισης κινδύνων τύπου ”Value-at-Risk”, ως εναλλακτικής μεθόδου της τυποποιημένης προσέγγισης, για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων που συνδέονται με την κάλυψη του κινδύνου αγοράς από τίτλους του εμπορικού χαρτοφυλακίου, του κινδύνου συναλλάγματος και του κινδύνου από θέσεις σε εμπορεύματα.

Με τις ανωτέρω τροποποιήσεις, πέραν της εναρμόνισης της ελληνικής νομοθεσίας με την αντίστοιχη κοινοτική, επιτυγχάνεται η πιο αποτελεσματική χρήση των κεφαλαίων. Συγκεκριμένα:

α) Η δυνατότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να χρησιμοποιούν, υπό αυστηρά προκαθορισμένες προϋποθέσεις, δικά τους υποδείγματα (internal models) προκειμένου να υπολογίζουν με ακριβέστερο τρόπο τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για την κάλυψη έναντι των κινδύνων αγοράς, είναι ιδιαίτερα επιθυμητή τόσο από οικονομική όσο και από εποπτική άποψη, καθώς η χρήση τους ενισχύει την ικανότητα έγκαιρης και κατάλληλης προσαρμογής στο νέο περιβάλλον λειτουργίας και καθιστά δυνατό τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων σε χαμηλότερο επίπεδο από το ισχύον μέχρι σήμερα.

Επιπλέον, καθίσταται δυνατή η αποτελεσματικότερη χρήση των ιδίων κεφαλαίων, καθώς θα αποφεύγονται επικαλύψεις κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων που απορρέουν από εσωτερικούς κανόνες διαχείρισης των κινδύνων και από κανόνες που επιβάλλονται στο πλαίσιο της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, επιτρέποντας έτσι σημαντική μείωση του κόστους ευκαιρίας.

β) Οι συναλλαγές των πιστωτικών ιδρυμάτων σε εμπορεύματα και σε παράγωγα μέσα επί εμπορευμάτων υπόκεινται μέχρι σήμερα στον υψηλότερο συντελεστή στάθμισης (100%), ο οποίος όμως δεν είναι προσαρμοσμένος στη φύση του αναλαμβανόμενου κινδύνου. Είναι επομένως αναγκαία η καθιέρωση κεφαλαιακών απαιτήσεων ώστε να αντανακλούν με μεγαλύτερη ακρίβεια τον κίνδυνο αυτό, καθώς οι συναλλαγές και θέσεις σε εμπορεύματα και σε παράγωγα μέσα επί εμπορευμάτων θεωρούνται δραστηριότητες με ιδιαίτερα υψηλή μεταβλητότητα.

γ) Οι θέσεις σε χρυσό αντιμετωπίζονται κατ’ ανάλογο τρόπο, ως προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις με τις θέσεις σε συνάλλαγμα. Η αντιμετώπιση του χρυσού ως συναλλαγματικής θέσης οφείλεται στο ότι η μεταβλητότητά του αντιστοιχεί περισσότερο σε εκείνη των ξένων νομισμάτων, τα δε πιστωτικά ιδρύματα διαχειρίζονται τις θέσεις σε χρυσό κατά τρόπο ανάλογο προς τα ξένα νομίσματα.



δ) Λοιπές τροποποιήσεις:

* Για τη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων με τα πιστωτικά ιδρύματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο νέο περιβάλλον λειτουργίας που έχει διαμορφωθεί, εναρμονίζεται ο συντελεστής κεφαλαιακής απαίτησης έναντι του κινδύνου τιμών συναλλάγματος στο 8% αντί του 10% που ισχύει σήμερα. Ειδικά για τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν ως αμιγείς πιστωτικοί συνεταιρισμοί, ο συντελεστής μειώνεται στο 10% από 12% που ισχύει σήμερα.

* Στο νέο περιβάλλον ανταγωνισμού είναι πιθανή η μεγαλύτερη διακύμανση των συντελεστών κεφαλαιακής επάρκειας απ’ ότι στο παρελθόν και κατά συνέπεια θα είναι μεγαλύτερη η ανάγκη διορθωτικών κινήσεων.

Για το σκοπό αυτό τα πιστωτικά ιδρύματα θα υποβάλλουν εφεξής στην Τράπεζα της Ελλάδος, τόσο σε ατομική όσο και σε ενοποιημένη βάση, στοιχεία για την κεφαλαιακή τους επάρκεια, όπως διαμορφώνονται στο τέλος κάθε ημερολογιακού τριμήνου αντί του τέλους κάθε ημερολογιακού εξαμήνου όπως ισχύει σήμερα σύμφωνα με την ΠΔ/ΤΕ 2054/18.3.92. Για την ομαλή προσαρμογή των πιστωτικών ιδρυμάτων στις νέες απαιτήσεις προβλέπεται εύλογη μεταβατική περίοδος.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v