Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

ΡΑΕ: Έλεγχος ανά παραγωγική μονάδα της ΔΕΗ

Κοστολογικ?ό έλεγχο ανά παραγωγική μονάδα ΔΕΗ ζητά η ΡΑΕ. Αντιαναπτυ?ξιακή είναι η τιμολόγηση προς τη βιομηχανία.

  • του Μιχάλη Καϊταντζίδη
ΡΑΕ: Έλεγχος ανά παραγωγική μονάδα της ΔΕΗ
Στο μικροσκόπιο της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας μπαίνουν τα κοστολογικά στοιχεία της ΔΕΗ, η οποία θα κληθεί να δικαιολογήσει τα συγκριτικά υψηλά κόστη που εμφανίζει στην ηλεκτροπαραγωγή από λιγνίτες, φυσικό αέριο κ.ά.

Αυτό προκύπτει από την απόφαση που εξέδωσε η Αρχή για τον προσδιορισμό της προσωρινής τιμής ηλεκτρικής ενέργειας στο Αλουμίνιο.

Το ενδιαφέρον είναι ότι με την απόφαση αυτήν η ΡΑΕ ανατέμνει τον κλάδο ηλεκτροπαραγωγής, αποδεχόμενη ότι η δεσπόζουσα θέση της ΔΕΗ στην αγορά και η μονοπωλιακή πρόσβαση σε φθηνές πηγές ενέργειας δεν λειτουργούν υπέρ της εθνικής οικονομίας, ενώ ασκούνται καταχρηστικές πολιτικές.

Έτσι, με αφορμή και την εξέταση της καταγγελίας της Αλουμίνιον, που ζητούσε από τη ΡΑΕ να προσδιορίσει προσωρινή τιμή ηλεκτρικού, η Αρχή μέσα στο σκεπτικό της συγκεκριμένης απόφασης αναφέρει ότι «προτίθεται να προχωρήσει σε λεπτομερή κοστολογικό έλεγχο και σύγκριση του κόστους παραγωγής κάθε μιας από τις μονάδες παραγωγής της (σ.σ.: ΔΕΗ), σε σχέση με τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνολογίες και τεχνικές».

Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ των επιχειρημάτων που έχει καταθέσει το Αλουμίνιο περιλαμβάνεται η μελέτη που είχε αναθέσει η ΔΕΗ στη διεθνή εξειδικευμένη εταιρία Booz Allen Hamilton για τη συγκριτική αποτίμηση της απόδοσης της επιχείρησης.

Σύμφωνα με αυτήν, η ΔΕΗ «έχει απόκλιση αποδοτικότητας κατά προσέγγιση 750 εκατ. ευρώ ετησίως σε σύγκριση με ευρωπαϊκές βέλτιστες πρακτικές. Η εν λόγω απόκλιση στον τομέα της λιγνιτικής παραγωγής μεταφράζεται σε περίπου 270 εκατ. ευρώ ετησίως στο κόστος των ορυχείων και άνω των 200 εκατ. ευρώ στο κόστος παραγωγής».

Επίσης, το Αλουμίνιο επικαλείται και την πλέον πρόσφατη μελέτη της εταιρίας McKinsey & Company για τον ενεργειακό τομέα της χώρας. Σύμφωνα με αυτήν, «το συνολικό κόστος ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη στη χώρα μας είναι πολύ υψηλότερο από το κόστος αναφοράς για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, γεγονός που οφείλεται κυρίως στη διαφορά στο κόστος καυσίμου (ήτοι κόστος ορυχείων) και εν μέρει στο μεταβλητό λειτουργικό κόστος (εργατικό).

Έτσι, τονίζεται, δεν προκαλεί έκπληξη ότι το οριακό κόστος που δηλώνει η ΔΕΗ για τις λιγνιτικές της μονάδες «είναι αδικαιολόγητα υπέρμετρο, ήτοι διπλάσιο σε σύγκριση με το κόστος αναφοράς». Συγκεκριμένα, στην Ευρώπη το μέσο κόστος ανέρχεται σε 15 ευρώ η μεγαβατώρα (1.000 κιλοβατώρες), ενώ το αντίστοιχο κόστος της ΔΕΗ δηλώνεται από την ίδια στα... 35 ευρώ η μεγαβατώρα.

Αντιαναπτυξιακή τιμολόγηση

Σε ό,τι αφορά τα θέματα τιμολόγησης του ηλεκτρικού που καταναλώνουν οι ενεργοβόρες βιομηχανίες (κυρίως εξαγωγικές), η απόφαση της ΡΑΕ τεκμηριώνει την άποψη ότι η προσέγγιση της ΔΕΗ στο θέμα είναι εντόνως αντιαναπτυξιακή.

Επιπλέον, μιλά και για την άσκηση καταχρηστικής συμπεριφοράς εκ μέρους της ΔΕΗ, η οποία, εκτός των άλλων, προκύπτει και από την έλλειψη στοιχειώδους ανταγωνισμού σε μεγάλο μέρος της αγοράς παραγωγής, δηλαδή την επιμέρους αγορά των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών σταθμών, που δεν επιτρέπει την αποκάλυψη του πραγματικού ή του αποτελεσματικού κόστους των μονάδων αυτών.

«Η έλλειψη οποιουδήποτε ανταγωνισμού στο κρίσιμο αυτό τμήμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας παρέχει τη δυνατότητα στην επιχείρηση να μεταφέρει μέρος της υφιστάμενης κοστολογικής 'αναποτελεσματικότητας' (δηλαδή της μη βέλτιστης απόδοσής της) στην αγορά, υποχρεώνοντας το σύνολο της ελληνικής οικονομίας να φέρει το βάρος αυτό».

Τέλος, προκειμένου να στηρίξει την άποψη για την ανάγκη διαφορετικής τιμολόγησης ηλεκτρικού, ανά είδος δραστηριότητας, η ΡΑΕ επικαλείται την οδηγία 72/2009 της Ε.Ε., σύμφωνα με την οποία στις αγορές ενέργειας κατάλληλα τιμολογιακά κίνητρα θα πρέπει να ενθαρρύνουν την αποδοτικότερη χρήση των ενεργειακών πόρων, μέσω της μεγιστοποίησης της προστιθέμενης αξίας που παράγεται από τη χρήση των πόρων αυτών.

«Συνεπώς», τονίζεται, «η διαφοροποίηση της τιμολόγησης μεταξύ των κατηγοριών καταναλωτών, ιδίως σε σχέση με το μακροχρόνιο κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που κάθε κατηγορία καταναλωτή δημιουργεί, είναι θεμιτή».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v