Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Δύσκολη εξίσωση ο νέος ενεργειακός σχεδιασμός

Ο λιγνίτης θα εξακολουθήσει να συμπεριλαμβάνεται στο ενεργειακό μίγμα της χώρας, μια που φαίνεται ότι οι ισχυρές αντιδράσεις των συνδικαλιστών της ΔΕΗ δεν μπορούν να αγνοηθούν από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΚΑ.

  • της Αθηνάς Καλαϊτζόγλου
Δύσκολη εξίσωση ο νέος ενεργειακός σχεδιασμός
Ο λιγνίτης θα εξακολουθήσει να συμπεριλαμβάνεται στο ενεργειακό μίγμα της χώρας, μια που φαίνεται ότι οι ισχυρές αντιδράσεις των συνδικαλιστών της ΔΕΗ δεν μπορούν να αγνοηθούν.

Αντίθετα, οι νέες τεχνολογίες αποθήκευσης και δέσμευσης του διοξειδίου του άνθρακα, CCS (Carbon Capture and Storage), δεν συνιστούν προτεραιότητα για την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, όπως φυσικά ούτε ο λιθάνθρακας και τα πυρηνικά.

Σε μια περίοδο όπου η Eurelectric, ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός σύνδεσμος των ενεργειακών βιομηχανιών, τάσσεται υπέρ των τεχνολογιών καθαρής καύσης των στερεών καυσίμων (λιγνίτης, λιθάνθρακας), και ιδιαίτερα της CCS, το ΥΠΕΚΑ διαμηνύει την αντίθεση του, με το σκεπτικό πως "δεν μπορούμε να παράγουμε ρύπους και απλώς να τους αποθηκεύουμε".

Ωστόσο, η κατεύθυνση που ήδη διαφαίνεται για το νέο ενεργειακό μίγμα μέχρι το 2020, ήτοι λιγνίτης - φυσικό αέριο - ΑΠΕ - εξοικονόμηση ενέργειας, αναγνωρίζεται από το ΥΠΕΚΑ ότι συνιστά δύσκολη εξίσωση, για την οποία αναζητείται λύση.

Ο νέος ενεργειακός σχεδιασμός της χώρας θα επανασχεδιαστεί από τις αρχές του έτους. Το ΥΠΕΚΑ, διά της υπουργού κ. Τίνας Μπιρμπίλη, καθιστά σαφές πως ο προηγούμενος δεν καλύπτει τις θέσεις της σημερινής κυβέρνησης, διότι περιλαμβάνει, όπως υποστηρίζεται, λιθάνθρακα και πυρηνικά. Χρειάζεται, συνεπώς, κατά το ΥΠΕΚΑ, να καταρτιστεί ένας νέος, που να περιλαμβάνει, κατ' αρχάς, το εγχώριο φθηνό καύσιμο, τον λιγνίτη, το φυσικό αέριο, τις ΑΠΕ και την εξοικονόμηση ενέργειας. Το ζητούμενο βέβαια είναι σε τι ποσοστά θα συμμετέχει τελικά κάθε ένα καύσιμο έως το 2020.

Αυτό, όμως, που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι ότι το ΥΠΕΚΑ ξεκαθαρίζει κατηγορηματικά την αντίθεσή του με τις τεχνολογίες CCS για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί θεωρείται ότι στοιχίζουν ακριβά και, δεύτερον, διότι ο γεωλογικός σχηματισμός της χώρας, που γεννά συχνά σεισμούς, ενέχει εξαιτίας αυτού βαθμό επικινδυνότητας από τη χρήση τους. Έτσι κι αλλιώς, σε αυτήν τη χρονική στιγμή εκτιμάται ότι πρόκειται για πειραματικές τεχνολογίες.

Η φιλοσοφία που αναπτύσσεται από το ΥΠΕΚΑ είναι ότι εντέλει με τη χρήση αυτών των τεχνολογιών "δεν χτυπάμε το κακό στη ρίζα του". Με άλλα λόγια, πάλι θα παράγονται ρύποι, οι οποίοι όμως θα αποθηκεύονται. Με αυτήν την έννοια και καθώς απαιτούνται, όπως υποστηρίζει το ΥΠΕΚΑ, πολύ μεγάλες δαπάνες για την κατασκευή χώρων αποθήκευσης του διοξειδίου του άνθρακα, κρίνεται προτιμότερο οι επενδύσεις να στραφούν στις ΑΠΕ και στην εξοικονόμηση ενέργειας.

Αυτή, άλλωστε, όπως διαμηνύεται πλέον με σαφήνεια, είναι η πάγια πολιτική θέση της κυβέρνησης. Βέβαια, αυτό δεν θα την εμποδίσει να συμμετέχει στις συζητήσεις που γίνονται σε επίπεδο Ε.Ε. ούτε και να εξετάσει τυχόν συγκεκριμένες προτάσεις που θα γίνουν. Από την άλλη πλευρά, είναι δεδομένο ότι η ΔΕΗ έχει δεσμευτεί να αποσύρει 2.500 MW πεπαλαιωμένων λιγνιτικών μονάδων μέχρι το 2030. Με ποια καύσιμα θα αντικατασταθούν οι μονάδες αυτές; Σήμερα η λιγνιτική παραγωγή καλύπτει το 52,5% του συνόλου της καθαρής παραγωγής του διασυνδεδεμένου συστήματος. Θα επιλεγεί ο λιγνίτης και σε τι ποσοστό; Θα επιλεγεί το φυσικό αέριο; Στη δεύτερη περίπτωση δεν δημιουργείται άμεσα ο κίνδυνος να εξαρτηθεί η χώρα μας από ένα και μοναδικό καύσιμο;

Το ΥΠΕΚΑ, βέβαια, τάσσεται αναφανδόν υπέρ της ενίσχυσης των ΑΠΕ, ώστε η κατανάλωση ενέργειας μέχρι το 2020 να καλύπτεται κατά 40% από ανανεώσιμες πηγές. Όταν, όμως, αυτήν τη στιγμή η συνολική παραγόμενη ισχύς από ΑΠΕ φθάνει μόλις τα 1.420,6 MW, θα καταφέρει άραγε η χώρα μας να φθάσει το στόχο των 8-10.000 MW σε μια δεκαετία και παράλληλα να έχει φτιάξει και τα απαραίτητα δίκτυα για την ενσωμάτωση της συγκεκριμένης ενέργειας;

Και φυσικά το τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, έχει να κάνει με τον δραστικό περιορισμό της ενεργειακής σπατάλης. Η Ελλάδα δεν έχει να επιδείξει έως τώρα συστηματική πολιτική στον συγκεκριμένο τομέα και αυτό πιστοποιεί και η έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας.

Σε συγκριτική μελέτη που αφορούσε στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες χώρες του οργανισμού για τα έτη 1975 - 2005 στην Ελλάδα έδωσε αρνητική εξοικονόμηση ενέργειας 5%. Ο στόχος της εξοικονόμησης ενέργειας ναι μεν είναι επιθυμητός και αναγκαίος, όμως θεωρείται ότι συνεπάγεται μακροπρόθεσμη και δαπανηρή πολιτική, με συστηματική παρακολούθηση και μέτρηση των αποτελεσμάτων.

Έπειτα από όλα αυτά, είναι πράγματι κατανοητό γιατί θεωρείται τόσο δύσκολη η εξίσωση για τον νέο ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v