Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Alpha:Γιατί καθυστερούν οι ενεργειακές επενδύσεις

Σημαντικές καθυστερήσεις στην υλοποίηση αναγκαίων ενεργειακών επενδύσεων στην Ελλάδα διαπιστώνει η Alpha Bank στο Οικονομικό Δελτίο Απριλίου. Το ισοζύγιο ενέργειας στη χώρα μας, οι ΑΠΕ και οι εκπομπές καυσαερίων.

Alpha:Γιατί καθυστερούν οι ενεργειακές επενδύσεις
Σημαντικές καθυστερήσεις στην υλοποίηση αναγκαίων ενεργειακών επενδύσεων στην Ελλάδα διαπιστώνει η Alpha Bank στο Οικονομικό Δελτίο Απριλίου, προβαίνοντας και σε ανάλυση των αιτιών της καθυστέρησης.  

Οι επενδύσεις αυτές θα εξασφάλιζαν επάρκεια στην εγχώρια οικονομία και δυναμική ανάπτυξη του Ελληνικού κλάδου ηλεκτρικής ενέργειας σε ολόκληρη την ΝΑ Ευρώπη, σημειώνει η Alpha. 

Παράλληλα, στο άρθρο με θέμα «Ζήτηση ενέργειας, ενεργειακή ασφάλεια και περιβάλλον», εξετάζει τα θεμελιώδη στοιχεία του τομέα της ενέργειας στη χώρα μας, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά και την πολιτική βάσει της οποίας, η Ελλάδα θα μπορούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της για μείωση των εκπομπών καυσαερίων.   

Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στο άρθρο, η ζήτηση ενέργειας γενικά και ηλεκτρικής ενέργειας (Η/Ε) ειδικότερα αυξάνεται ταχέως σε όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στις μεγάλες αναπτυσσόμενες οικονομίες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία, η Βραζιλία κ.ά. Έτσι, η κατανάλωση Η/Ε παγκοσμίως ανήλθε σε 15 χιλ. TWh το 2005 από 6,8 χιλ. TWh το 1980, ενώ στις αναπτυσσόμενες χώρες η αύξηση ήταν στις 4,97 χιλ. TWh από 0,96 χιλ. TWh. Ειδικότερα στην περίοδο 2000-2005 η μέση ετήσια αύξηση της καταναλώσεως Η/Ε ήταν 1,7% στις χώρες του ΟΟΣΑ, αλλά 13,5% στην Κίνα και 8,1% στο σύνολο των αναπτυσσόμενων οικονομιών.

Σημειώνεται ότι σε αυτή την ταχεία αύξηση της ζητήσεως ενέργειας συνέβαλε, εκτός της ταχείας αναπτύξεως των αναπτυσσόμενων οικονομιών, και η τιμολογιακή πολιτική υποτιμολογήσεως των προϊόντων ενέργειας που ακολουθήθηκε στις περισσότερες χώρες αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες. Πολλές χώρες επιχορηγούν την κατανάλωση ενέργειας ακόμη και σήμερα, ενώ ελάχιστες χώρες φορολογούν την κατανάλωση ενέργειας ανάλογα με το κόστος που προκαλούν τα διάφορα ενεργειακά προϊόντα στο περιβάλλον.

Οι τάσεις αυτές αναμένεται να επικρατήσουν και στα επόμενα 25-30 έτη, με μικρή σχετικά επιβράδυνση του ρυθμού αυξήσεως της καταναλώσεως ενέργειας. Έτσι, εκτιμάται ότι με τις σημερινές πολιτικές και δεδομένα η κατανάλωση Η/Ε θα διπλασιαστεί στις 30 χιλ.TWh έως το 2030, ενώ η κατανάλωση Η/Ε από τις αναπτυσσόμενες χώρες θα υπερ-τριπλασιαστεί στο διάστημα αυτό.

Η προσφορά ενέργειας και ιδιαίτερα Η/Ε προσπάθησε να ανταποκριθεί για να ικανοποιήσει την ανωτέρω ραγδαία αυξανόμενη ζήτηση, με την έμφαση της πολιτικής να στρέφεται αρχικά σχεδόν σε όλες τις χώρες υπέρ της μεγαλύτερης δυνατής αξιοποιήσεως των εγχωρίως διαθεσίμων πρωτογενών μορφών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένου του άνθρακα και του λιγνίτη και των Υδροηλεκτρικών Σταθμών (ΥΗΣ), καθώς και του πετρελαίου και του φυσικού αερίου (ΦΑ).
 
Στις εποχές που οι τιμές του ΦΑ και του πετρελαίου ήταν σχετικά χαμηλές, η υπεροχή τους στην παραγωγή Η/Ε και στις μεταφορές ήταν αναμφισβήτητη. Σε πολλές αναπτυγμένες οικονομίες εντυπωσιακή ήταν επίσης και η ανάπτυξη της παραγωγής Η/Ε από Πυρηνική Ενέργεια (ΠΕ), ιδιαίτερα σε περιόδους υψηλών τιμών του πετρελαίου και του ΦΑ. Τέλος, στη δεκαετία του 2000 με την ευαισθητοποίηση της ανθρωπότητας στην απειλή της υπερθερμάνσεως του Πλανήτη λόγω των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακος και άλλων αερίων που διαταράσσουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου (GHG), η έμφαση στράφηκε με ένταση στη χρήση της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας και άλλων Ανανεώσιμων Μορφών Ενέργειας (ΑΠΕ), ιδιαίτερα με τη σταδιακή βελτίωση της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για παραγωγή Η/Ε από τις ανωτέρω πηγές.

Έτσι, το 2005 το 40,3% της Η/Ε παγκοσμίως παραγόταν από άνθρακα, το 6,5% από πετρέλαιο, το οποίο, όμως, είναι και το κύριο καύσιμο στις μεταφορές, το 19,7% από ΦΑ, το 15,2% από ΠΕ, το 16,1% από ΥΗΣ και μόνο το 2,2% από ΑΠΕ. Το μερίδιο των ΑΠΕ έχει αυξηθεί περαιτέρω σημαντικά τα τελευταία τρία έτη, αλλά εξακολουθεί να είναι σχετικά χαμηλό σε παγκόσμιο επίπεδο.

Αρνητικές επιπτώσεις

Οι ανωτέρω εξελίξεις στη ζήτηση ενέργειας και στη διάρθρωση της παραγωγής για την ικανοποίησή της είχαν ορισμένες πολύ αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία και κοινωνία:

α) Συνέβαλαν στην ταχεία αύξηση των εκπομπών GHG σε παγκόσμιο επίπεδο και απειλούν με εξαιρετικά επικίνδυνη υπερθέρμανση τον Πλανήτη αν δεν ληφθούν δραστικά μέτρα για την αντιστροφή τους.

β) Συνέβαλαν στην υπέρμετρη αύξηση της διαπραγματευτικής δυνάμεως των λίγων χωρών που παράγουν και εξάγουν πετρέλαιο και ΦΑ, οι οποίες διαχειρίζονται τώρα την προσφορά αυτών των πρωτογενών ενεργειακών προϊόντων επιδιώκοντας τη συνεχή αύξηση της τιμής τους. Ως εκ τούτου οι τιμές του πετρελαίου και του ΦΑ έχουν ήδη υπερ-τριπλασιαστεί τα τελευταία πέντε έτη, ενώ η συνεχώς αυξανόμενη συγκεντρωτική διαχείριση της προσφοράς αυτών των προϊόντων συμβάλλει στην αυξανόμενη υποβάθμιση της ενεργειακής ασφάλειας στη χρήση τους.

γ) Επιπλέον, η κατάσταση επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από την εκστρατεία που έχει αναληφθεί στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ για αποτροπή της εισαγωγής νέων σταθμών παραγωγής Η/Ε από άνθρακα και τη γενικότερη πίεση που ασκείται από περιβαλλοντικές οργανώσεις και πολιτικά κόμματα για εξάλειψη του άνθρακα από το ενεργειακό ισοζύγιο. Δεδομένου ότι τα αποθέματα του άνθρακα επαρκούν για παραγωγή του 40% της Η/Ε παγκοσμίως για χρονικό διάστημα άνω των 150 ετών, στο βαθμό που η προσπάθεια αυτή είναι επιτυχής οδηγεί σε νέες πιέσεις για αύξηση των τιμών του πετρελαίου και του ΦΑ ακόμη και στη σημερινή συγκυρία στην οποία η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της υφέσεως. Η συμβολή του άνθρακα στο ενεργειακό ισοζύγιο είναι τόσο μεγάλη ώστε να μην μπορεί να αντικατασταθεί παρά σε σχετικά μικρό βαθμό από τις ΑΠΕ με τις σημερινές τεχνολογίες.

δ) Τέλος, η αποτροπή της ιδρύσεως νέων σταθμών παραγωγής Η/Ε από άνθρακα στις χώρες του ΟΟΣΑ συνεπάγεται επέκταση της μεταφοράς των ενεργοβόρων βιομηχανιών από τις χώρες αυτές στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπου η ένταση σε ενέργεια αυτών των βιομηχανιών είναι μεγαλύτερη, ενώ η ίδρυση σταθμών παραγωγής Η/Ε από άνθρακα επιταχύνεται. Έτσι, για κάθε σταθμό παραγωγής Η/Ε του οποίου η ίδρυση αποτρέπεται στις χώρες του ΟΟΣΑ, ιδρύονται πάνω από έναν τέτοιοι σταθμοί στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Επίσης, η εισαγωγή ανελαστικοτήτων στην αγορά ενέργειας όσον αφορά τη χρήση συγκεκριμένων πρωτογεννών μορφών ενέργειας εμποδίζει την αντικατάσταση και των εκσυγχρονισμό των παλαιών σταθμών παραγωγής Η/Ε (π.χ., από λιγνίτη), με αποτέλεσμα την περαιτέρω επιβάρυνση των περιβαλλοντικών δεδομένων τουλάχιστον για τα επόμενα έτη. Έτσι, η τυχόν εσπευσμένη εξάλειψη του άνθρακα από το ενεργητικό ισοζύγιο των αναπτυγμένων χωρών δεν συμβάλλει αναγκαστικά στη μείωση των εκπομπών GHG στις επιμέρους χώρες ή σε παγκόσμιο επίπεδο.

ε) Γενικά, η διαφαινόμενη υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων για επίσπευση της παραγωγής Η/Ε από ΑΠΕ και οι εκρηκτικές διαστάσεις που έχει πάρει η ζήτηση Η/Ε στις αναπτυσσόμενες χώρες εξηγούν εν μέρει την αυξητική πορεία της παραγωγής Η/Ε από ανθρακικούς σταθμούς παραγωγής τα τελευταία έτη. Η τάση αυτή έχει ενισχυθεί περαιτέρω μετά την κατακόρυφη αύξηση των τιμών του πετρελαίου και του ΦΑ που κατέστησε τους ανθρακικούς σταθμούς παραγωγής πιο ανταγωνιστικούς, παρά τη σημαντική αύξηση και της τιμής του άνθρακα.

Συμπεράσματα- Προτάσεις πολιτικής

α) Οι εκπομπές ρύπων GHG μπορεί να μειωθούν ουσιαστικά σε παγκόσμιο επίπεδο εάν οι προσπάθειες συγκρατήσεως του ρυθμού αυξήσεως της ζητήσεως ενέργειας διεθνώς και οι διαδικασίες αναδιαρθρώσεως των ενεργειακών ισοζυγίων παγκοσμίως, με μείωση του μεριδίου του άνθρακα, πραγματοποιηθούν με ισότιμη συμμετοχή και των αναπτυσσόμενων οικονομιών, ιδιαίτερα δε της Κίνας και της Ινδίας.

Κατ’ αρχήν απαιτείται ικανοποιητική τιμολόγηση των ενεργειακών προϊόντων από όλες τις χώρες έτσι ώστε να λαμβάνεται υπόψη το κόστος που προκαλεί στο περιβάλλον κάθε μια από τις πρωτογενείς μορφές ενέργειας. Η εξοικονόμηση ενέργειας είναι συνυφασμένη με την αποτελεσματική τιμολόγηση των ενεργειακών προϊόντων.

β) Το πρόβλημα της ενεργειακής ασφάλειας είναι το ίδιο σημαντικό στη σημερινή παγκόσμια οικονομία, όπως και το πρόβλημα των δυσμενών επιπτώσεων των αυξημένων εκπομπών GHG. Η τυχόν αδυναμία έγκαιρης λήψεως των αποφάσεων όσον αφορά την εγκατάσταση της αναγκαίας παραγωγικής δυναμικότητας και υποδομής μεταφοράς Η/Ε και άλλων μορφών ενέργειας, αποτελεί ένα από τα πιο οδυνηρά εμπόδια στην ανάπτυξη και την ομαλή λειτουργία της οικονομίας της κάθε χώρας.

Ειδικότερα, η απόφαση για παραγωγή Η/Ε από πετρέλαιο και ΦΑ θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν και το ότι η προσφορά αυτών των ενεργειακών υλών ελέγχεται σήμερα ουσιαστικά από ελάχιστες χώρες, οι οποίες ασκούν την μονοπωλιακή τους δύναμη για συνεχή αύξηση των τιμών μέσω του ελέγχου της προσφοράς. Για τους ανωτέρω λόγους, σε εξαιρετικά προνομιακή θέση βρίσκονται σήμερα οι χώρες που διαθέτουν σημαντική παραγωγή Η/Ε από ΠΕ.

γ) Η συνολική κατανάλωση Η/Ε στην Ελλάδα αποτελεί μόνο το 0,37% της παγκόσμιας καταναλώσεως το 2006 και αναμένεται να μειωθεί στο 0,25% το 2030. Έτσι, η εκτιμώμενη αύξηση της μέσης θερμοκρασίας στην περιοχή μας κατά 2-4 ποσοστιαίες μονάδες μετά το 2070, στο πλαίσιο της εκτιμώμενης γενικότερης υπερθερμάνσεως του Πλανήτη, δεν θα μετριαζόταν ακόμη και εάν η Ελλάδα κατάφερνε να έχει μηδενικές εκπομπές GHG από το 2020.

Αντίθετα, η απειλή για αύξηση της θερμοκρασίας και στην περιοχή μας μπορεί να μετριασθεί αν: (1) Οι ΗΠΑ πεισθούν να φορολογήσουν την κατανάλωση βενζίνης και πετρελαίου θερμάνσεως και κινήσεως, (2) η Κίνα, η Ρωσία και πολλές άλλες αναπτυσσόμενες οικονομίες καταργήσουν τις μεγάλες επιδοτήσεις που παρέχουν στην κατανάλωση ενεργειακών προϊόντων, (3) αυξηθεί σημαντικά παγκοσμίως η αποδοτικότητα στη χρήση των πρωτογενών μορφών ενέργειας στην παραγωγή Η/Ε, στις μεταφορές, στις κατοικίες, κ.ά., με την ταχύτερη πρόοδο της τεχνολογίας.

δ) Γενικά στην Ελλάδα φαίνεται να υπάρχει στην τρέχουσα περίοδο σημαντική καθυστέρηση των αναγκαίων ενεργειακών επενδύσεων που θα εξασφάλιζαν επάρκεια στην εγχώρια οικονομία και δυναμική ανάπτυξη του Ελληνικού κλάδου Η/Ε σε ολόκληρη την ΝΑ Ευρώπη.

Οι καθυστερήσεις στις επενδύσεις οφείλονται:

(1) στο σχετικά υποτιμημένο κόστος παραγωγής της ΔΕΗ λόγω του χαμηλού κόστους του λιγνίτη και του μη υπολογισμού του κόστους καλύψεως των ελλειμμάτων του ΟΑΠ ΔΕΗ (που πληρώνονται από τον κρατικό προϋπολογισμό),

(2) στις έντονες αντιδράσεις που εγείρονται από πολλές πλευρές σε κάθε προσπάθεια υλοποιήσεως του επενδυτικού προγράμματος της ΔΕΗ ή άλλων επιχειρήσεων,

(3) στην έντονη κρατική παρέμβαση που υποκαθιστά την ανάληψη επιχειρηματικού κινδύνου από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που επιθυμούν να εισέλθουν στον κλάδο.

Η ανάλυση της Alpha Bank δημοσιεύεται στη διπλανή στήλη "Συνοδευτικό Υλικό".

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v