Μόλις κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα οριστικοποιήθηκαν δύο ακόμη εξαγορές ελληνικών ασφαλιστικών εταιρειών, με αποτέλεσμα ένα ακόμη μερίδιο της εγχώριας αγοράς να περάσει σε ξένους ομίλους.
Ειδικότερα, μετά τα περυσινά deals της Ευρωπαϊκής Πίστης με την Allianz και της Εθνικής Ασφαλιστικής με τη CVC, μέσα από μια φετινή διπλή «ιταλική επίθεση», η UniCredit αποκτά το 51% της Alpha Life (εταιρεία bancassurance, θυγατρική της Alpha Bank) και η Reale Group εξαγοράζει το 75% της Υδρόγειος Ασφαλιστικής, επιθυμώντας σε δεύτερη φάση να αποκτήσει και τις μετοχές της μειοψηφίας.
Ο πρόεδρος της Υδρογείου Αναστάσιος Κασκαρέλης αιτιολόγησε το deal ως μέσο για την περαιτέρω ανάπτυξη της εταιρείας που ο ίδιος είχε ιδρύσει πριν από πενήντα χρόνια, αλλά και -όπως δήλωσε- ως κίνηση προκειμένου «να προστατευθεί από τις προκλήσεις των καιρών, γιατί κάθε εποχή έχει τις προκλήσεις της».
«Οι Ιταλοί έλεγξαν αναλυτικά τα στοιχεία μας και τα βρήκαν απόλυτα εντάξει. Η συνέχεια για την εύρεση του τιμήματος ήταν εύκολη, καθώς υπάρχουν οι γνωστοί δείκτες αποτίμησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο», απάντησε ο Αναστάσιος Κασκαρέλης σε ό,τι αφορά το ποσό της εξαγοράς.
Με δεδομένο ότι -στην πράξη- το σύνολο της εγχώριας αγοράς του κλάδου ζωής έχει περάσει σε πολυεθνικές εταιρείες και παράλληλα βλέπουμε τη διείσδυση των ξένων να επεκτείνεται και στις γενικές καλύψεις, το ερώτημα που συζητείται στην «πιάτσα» είναι το αν και πότε θα δούμε και άλλες ελληνικών συμφερόντων ασφαλιστικές επιχειρήσεις να εντάσσονται και αυτές σε ξένους ομίλους, είτε αυτοί έχουν ήδη παρουσία στην Ελλάδα είτε όχι.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Interlife Γιάννης Βοτσαρίδης δεν φαίνεται να ανησυχεί από τον ανταγωνισμό που δέχεται η εταιρεία του από τους ξένους «παίκτες». Είχε δηλώσει μάλιστα σε θεσμικούς επενδυτές τον φετινό Ιούνιο πως «δεν αισθανόμαστε απειλή από τις ξένες ασφαλιστικές εταιρείες. Έχουμε αποφασίσει στρατηγικά να διαθέτουμε τα προϊόντα μας μόνο μέσω πρακτόρων και μεσιτών, όπου εμείς συγκρινόμαστε συνεχώς με τον ανταγωνισμό τόσο σε αυτά που προσφέρουμε όσο και στο service που παρέχουμε. Από τη σύγκριση αυτή, καταφέρνουμε και κερδίζουμε μερίδια αγοράς. Δεν έχουμε ανάγκη να προχωρούμε σε εξαγορές, προκειμένου να ενισχύουμε τη θέση μας στον κλάδο. Είμαστε πολύ προσεκτικοί στο να προσφέρουμε προϊόντα που χρειάζονται οι πολίτες».
Ορισμένοι κύκλοι υποστηρίζουν ότι οι σύνθετες και απαιτητικές υποχρεώσεις του εποπτικού πλαισίου Solvency II, σε συνδυασμό με την ανάγκη για ταχεία ψηφιοποίηση των εργασιών και για εφαρμογές νέων τεχνολογιών αποτελούν παράγοντες που θα ωθούσαν ενδεχομένως αρκετές ελληνικές εταιρείες στο να ενταχθούν σε μεγαλύτερους ομίλους.
Πάντως, δεν συμφωνούν όλοι με μια τέτοια αντίληψη. Χαρακτηριστική είναι η άποψη γνωστού στελέχους της αγοράς: «Τα περί εξαγορών μικρών ελληνικών ασφαλιστικών εταιρειών τα ακούμε συνεχώς εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, χωρίς να έχει γίνει κάτι το σημαντικό. Μέχρι τώρα, οι εξαγορές αφορούν σχεδόν αποκλειστικά εταιρείες με μεσαία και μεγάλα μερίδια αγοράς. Οι ελληνικές εταιρείες διακρίνονται από πολύ ισχυρούς δείκτες ρευστότητας και φερεγγυότητας. Και μπορεί φέτος να έχουν καταγράψει και αυτές αυξημένες ζημίες από τις φυσικές καταστροφές του καλοκαιριού (όπως και το σύνολο του κλάδου), ωστόσο σε επίπεδο πενταετίας έχουν σημειώσει πολύ σημαντικούς δείκτες κερδοφορίας και αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων. Δεν βλέπω κάποιους λόγους πώλησης, πλην ίσως κάποιων περιπτώσεων που τίθεται ζήτημα διάδοχης κατάστασης».