Συνεχίστηκε και τον Ιούνιο η αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών στις ελληνικές τράπεζες, διαψεύδοντας για μια ακόμη φορά όσους προβλέπουν εδώ και τουλάχιστον μια διετία την αποκλιμάκωσή τους ως αποτέλεσμα των ευρύτερων οικονομικών εξελίξεων.
Συγκεκριμένα, τα νοικοκυριά αύξησαν τον Ιούνιο τις καταθέσεις τους κατά 941 εκατ. ευρώ (στα 142,64 δισ. ευρώ), ποσό που για το τελευταίο τρίμηνο ανέρχεται στο 1,74 δισ. ευρώ, για το τελευταίο επτάμηνο στα 4,4 δισ. ευρώ, για το τελευταίο δωδεκάμηνο στα έξι δισ. ευρώ, ενώ από το τέλος του 2019 έως και το φετινό Ιούνιο η διόγκωση των καταθέσεων έχει διαμορφωθεί στα 26 δισ. ευρώ! (βλέπε στοιχεία του παρατιθέμενου πίνακα, με πηγή την Τράπεζα της Ελλάδος).
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, αν για το 2020 καταλυτικό ρόλο στην αύξηση των καταθέσεων έπαιξαν τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης που δόθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας (τα νοικοκυριά δεν μπορούσαν να ρίξουν τα ποσά αυτά στην κατανάλωση λόγω των περιοριστικών μέτρων που ίσχυαν εκείνη την περίοδο), από το 2021 έως και σήμερα κινητήριο μοχλό αποτελεί η γενικότερη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, η οποία συνεχίζεται και μέσα στη φετινή χρονιά (εκτιμήσεις για άνοδο ΑΕΠ που θα υπερβεί το 2% σε αποπληθωρισμένη βάση).
Η άνοδος των καταθέσεων των νοικοκυριών λαμβάνει χώρα παρά την αρνητική επίδραση των πληθωριστικών πιέσεων (ιδιαίτερα στον κλάδο των τροφίμων) στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και παρά την αύξηση των επιτοκίων στα στεγαστικά και στα καταναλωτικά δάνεια. Αντίθετα, τα καταθετικά επιτόκια έχουν διατηρηθεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα, λόγω της αυξημένης ρευστότητας που χαρακτηρίζει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι κατά την ίδια περίοδο που αυξάνονται οι τραπεζικές καταθέσεις των νοικοκυριών, αρκετά δισ. ευρώ έχουν τοποθετηθεί κατά τους τελευταίους οκτώ μήνες από τους συμπολίτες μας σε εναλλακτικά χρηματοοικονομικά προϊόντα και μάλιστα με την έντονη συνδρομή των ίδιων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (αποφεύγουν την καταβολή τόκων, ενώ ταυτόχρονα καρπώνονται αξιοσημείωτα έσοδα από προμήθειες).
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Ομολογιακών Αμοιβαίων Κεφαλαίων συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας και ετήσιας «μερισματικής απόδοσης» που λανσάρουν σε τακτική βάση οι ελληνικές τράπεζες (οι συστημικές, αλλά και η Optima Bank) από το Νοέμβριο έως και σήμερα.
Έντονη ζήτηση επίσης παρατηρείται από τα νοικοκυριά και στις εκδόσεις Εντόκων Γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου λόγω των υψηλών επιτοκίων που προσφέρουν, με συχνές δημοπρασίες που υπερκαλύπτονται με χαρακτηριστική άνεση.