Κατατέθηκε τελικά το Προεδρικό Διάταγμα που θέτει σε εφαρμογή το νόμο του 2020 (γνωστότερος στην αγορά ως «νόμος Γεωργιάδη»), ο οποίος σκοπό έχει να βάλει «σε μια τάξη» τις αναπροσαρμογές των ασφαλίστρων στα συμβόλαια του κλάδου υγείας και να προστατεύσει τους καταναλωτές από ενδεχόμενες αθέμιτες πρακτικές ασφαλιστικών εταιρειών.
Το όλο θέμα αφορά τις αυξήσεις τιμολογίων που επιβάλλουν κάθε χρόνο οι ασφαλιστικές εταιρείες στα συμβόλαια του κλάδου υγείας, γεγονός που συχνά προκαλεί τις διαμαρτυρίες ασφαλισμένων και καταναλωτικών οργανώσεων. Αντίθετα, οι ασφαλιστικές εταιρείες, από την πλευρά τους, αποδίδουν τις αυξήσεις αυτές στο ολοένα και υψηλότερο κόστος που αντιμετωπίζουν.
Για τον σκοπό αυτό, το Προεδρικό Διάταγμα ορίζει ως Ενιαίο Δείκτη Υγείας τον σχετικό δείκτη που εκπονεί εδώ και λίγα χρόνια ο ΙΟΒΕ και ο οποίος ουσιαστικά πρόκειται για δείκτη κόστους αποζημιώσεων μακροχρόνιων νοσοκομειακών προγραμμάτων.
Στην ουσία, ο ΙΟΒΕ θα ανακοινώνει την τιμή του Ενιαίου Δείκτη Υγείας και όσες ασφαλιστικές εταιρείες προχωρήσουν σε μεγαλύτερες ποσοστιαίες αυξήσεις τιμολογίων θα πρέπει να ενημερώσουν έγκαιρα τους πελάτες τους και να τους εξηγήσουν γιατί το κάνουν.
Στην ουσία επιχειρούνται δύο πράγματα: Πρώτον, να υπάρχει μια αντικειμενική μέτρηση του ετησίως αυξανόμενου κόστους από έναν ανεξάρτητο φορέα μέσα από ένα δείκτη που θα είναι σαφής και προσβάσιμος από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Και δεύτερον, να φέρει σε δύσκολη θέση απέναντι στους πελάτες τους όσες ασφαλιστικές εταιρείες θελήσουν να προχωρήσουν σε μεγαλύτερες ανατιμολογήσεις.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο νόμος δεν περιλαμβάνει τα ισόβια συμβόλαια υγείας σταθερού ασφαλίστρου, στα οποία άλλωστε δεν επιτρέπονται αυξήσεις τιμολογίων.
Η «επόμενη μέρα»
Όσο και αν οι περισσότεροι παράγοντες της αγοράς (μεταξύ των οποίων και οι ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές, των οποίων με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η επικοινωνία με τους πελάτες τους) θεωρούν θετικό το συγκεκριμένο μέτρο, όλοι συμφωνούν πως δεν αρκεί προκειμένου πολύ περισσότερα νοικοκυριά να αποκτήσουν συμβόλαια υγείας.
«Το μεγάλο πρόβλημα βρίσκεται στα αδυνατισμένα πορτοφόλια των νοικοκυριών, μετά από μια μακρόχρονη οικονομική κρίση, από τις επιπτώσεις της πανδημίας και τελευταία από την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους και του πληθωρισμού. Πολύ περισσότεροι πελάτες θα ήθελαν να ασφαλιστούν, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει, αν δεν μειωθεί το ύψος των σχετικών τιμολογίων», αναφέρεται χαρακτηριστικά από επαγγελματίες της αγοράς.
Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, μεγάλο μερίδιο ευθύνης φέρνει η ίδια η Πολιτεία, η οποία σήμερα όχι μόνο δεν προσφέρει οποιοδήποτε φορολογικό κίνητρο στα νοικοκυριά προκειμένου να συνάψει συμβόλαια υγείας, αλλά επιπλέον επιβαρύνει τις ασφαλιστικές εταιρείες με ΦΠΑ 24% στις κλινικές και με φόρο κύκλου εργασιών 15% επί των τιμολογίων.
Επιπλέον, τονίζεται ότι θα πρέπει να γίνει μια ριζική αναδιαπραγμάτευση των όρων συνεργασίας με τους ιδιωτικούς παρόχους υγείας, καθώς από τα μειωμένα τιμολόγια -στο τέλος της ημέρας- θα βγουν κερδισμένα όλα τα εμπλεκόμενα μέρη και κυρίως τα ελληνικά νοικοκυριά.
Κατά καιρούς επίσης έχουν γίνει συζητήσεις με στόχο την εκμετάλλευση τμημάτων των κρατικών νοσοκομείων από τις ασφαλιστικές εταιρείες (ΣΔΙΤ), με στόχο την αύξηση των ασφαλισμένων και την εξασφάλιση εσόδων για τον κρατικό προϋπολογισμό.