Στο 8,5% αναμένεται η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας για το 2021, σύμφωνα με την τελευταία εκτίμηση της ιταλικής UniCredit, που αναμένει παράλληλα τη διατήρηση υψηλής τάσης και δυναμικής και κατά την επόμενη διετία.
Συγκεκριμένα η τράπεζα ανέβασε την εκτίμησή της για το 2021 στο 8,5% από 8% προηγουμένως, ενώ αυξάνει και τις εκτιμήσεις της για το 2022 στο 3,9% από 3% και στο 4% το 2023 από 4,2% προγενέστερα. Αναμένει ωστόσο αύξηση του πληθωρισμού στο 2,7% από 1,2% προηγουμένως το 2022, προτού υποχωρήσει προς το 1% το 2023.
Παράλληλα, όσον αφορά το έλλειμμα του προϋπολογισμού, εκτιμά πως θα υποχωρήσει από το 9,5% το 2021 (9,7% προηγούμενη εκτίμηση) στο 4,4% τη φετινή χρονιά και στο 2,2% το 2023. Ευρύτερα, η Ευρωζώνη θα κινηθεί με ένα ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 3,7% φέτος και 2,8% το 2023, με τον πληθωρισμό στο 4,4% και στο 1,4% αντίστοιχα στα δύο έτη.
Τι βλέπει για τις ευρωπαϊκές μετοχές
Το ασφάλιστρο κινδύνου μετοχών ευνοεί την ευρωπαϊκή χρηματιστηριακή αγορά, αν και οι μετοχικές αγορές αντιμετωπίζουν αυξημένη μεταβλητότητα σε ένα περιβάλλον ταχέως μεταβαλλόμενων αποδόσεων ομολόγων. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο και αποτελεί το κυρίαρχο θέμα από τις αρχές του τρέχοντος έτους. Ωστόσο, ο αντίκτυπος της αύξησης των αποδόσεων των ομολόγων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις αποτιμήσεις.
Ένα καλό μέτρο της σχετικής πίεσης από την άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων στις διάφορες αγορές μετοχών είναι ο κίνδυνος μετοχών, που μετράται ως η απόδοση των κερδών (αντίστροφος λόγος P/E) μείον την απόδοση του 10ετούς ομολόγου. Με άλλα λόγια, αναφέρεται στην υπερβάλλουσα απόδοση που προσφέρει μια επένδυση στη χρηματιστηριακή αγορά έναντι ενός επιτοκίου χωρίς κίνδυνο.
Ενώ το ασφάλιστρο στις ΗΠΑ είναι 2,3 ποσοστιαίες μονάδες για τον S&P 500 (Nasdaq 100 σε 1 ποσοστιαία μονάδα), είναι 5,4 ποσοστιαίες μονάδες στην Ευρώπη. Αυτό σημαίνει ότι μια επένδυση σε ευρωπαϊκές μετοχές προσφέρει μια σημαντικά υψηλότερη ανταμοιβή σε σύγκριση με το επιτόκιο χωρίς κίνδυνο απ' ό,τι στις ΗΠΑ. Αυτό είναι επίσης σημαντικό, όταν λαμβάνονται υπόψη οι τρέχουσες συζητήσεις των κεντρικών τραπεζών για σύσφιξη.
Το ασφάλιστρο κινδύνου της Ευρώπης βρίσκεται γύρω στα υψηλά επίπεδα των τελευταίων 15 ετών (εκτός από τις βραχυπρόθεσμες στρεβλώσεις), ενώ το ασφάλιστρο για τις αμερικανικές μετοχές βρίσκεται στο χαμηλότερο άκρο των τελευταίων ετών. Η πιο σταθερή βάση της ευρωπαϊκής χρηματιστηριακής αγοράς αντανακλάται επίσης στο ότι ο δείκτης STOXX Europe 600 υποχωρεί κατά 3% σε ετήσια βάση και διαπραγματεύεται μόνο 5% κάτω από το ιστορικό υψηλό του, ο S&P 500 έχει χάσει 5,5% φέτος και ο Nasdaq 100 σχεδόν 10%. Αν και το περιβάλλον υψηλότερης μεταβλητότητας είναι πιθανό να συνεχιστεί, η Unicredit παραμένει θετική ιδιαίτερα για τις ευρωπαϊκές μετοχές σε σύγκριση με τις αμερικανικές μετοχές.
Πετρέλαιο: Ό,τι ανεβαίνει απότομα… κατεβαίνει απότομα
Η αγορά πετρελαίου μοιάζει με ακυβέρνητο τρένο, εξηγεί η Unicredit, με τις τιμές του πετρελαίου να έχουν αυξηθεί περισσότερο από 30% από τις αρχές του Δεκεμβρίου, ωθώντας τον κλάδο πετρελαίου και φυσικού αερίου σε άνοδο σχεδόν 20%. Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι η αγορά πετρελαίου είναι πολύ σφιχτή. Ωστόσο, αυτό μπορεί να αλλάξει γρήγορα.
«Πιστεύουμε ότι με τις τιμές του πετρελαίου πολύ πάνω από τα 80 δολάρια το βαρέλι, οι επενδύσεις στη γεώτρηση και την ανάπτυξη νέων πηγών είναι κερδοφόρες ακόμη και για τους πιο ακριβούς και λιγότερο αποδοτικούς παραγωγούς. Υπάρχουν πρώτες ενδείξεις ότι οι παραγωγοί σχιστόλιθου των ΗΠΑ μπορεί να εκμεταλλευτούν την ευελιξία τους και να αντιδράσουν στις ευνοϊκές συνθήκες της αγοράς, αυξάνοντας σημαντικά τα επενδυτικά τους σχέδια. Αναμένουμε ότι οι τιμές του πετρελαίου θα χάσουν δυναμική τους επόμενους μήνες, με την τιμή του Brent να υποχωρεί από τα 90 δολάρια σε 78 δολάρια περί τα μέσα του τρέχοντος έτους. Η πτώση των τιμών του πετρελαίου είναι πιθανό να τερματίσει την πρόσφατη ισχυρή υπεραπόδοση του ενεργειακού τομέα. Ωστόσο, δεδομένης της εξαιρετικά χαμηλής αποτίμησης του ενεργειακού έναντι της συνολικής αγοράς, η πίεση στις μετοχές θα πρέπει να είναι περιορισμένη», καταλήγει η τράπεζα.
Τι βλέπει για τα επιτόκια και τα spreads
Η UniCredit αναθεώρησε και τις εκτιμήσεις της αναφορικά με την πορεία των επιτοκίων, μετά το «σήμα» της Κριστίν Λαγκάρντ για αλλαγή πλεύσης στο «καράβι» της Ευρωζώνης. Πλέον αναμένει το τέλος του QE τον Σεπτέμβριο και μετέπειτα την αύξηση των επιτοκίων αποδοχής καταθέσεων κατά 25 μονάδες βάσης, στο τέταρτο τρίμηνο του 2022 και στο πρώτο τρίμηνο του 2023. Εξακολουθώντας να διατηρεί την πεποίθησή του ότι ο ρυθμός πληθωρισμού θα υποχωρήσει χαμηλότερα από το 2%, ο ιταλικός οίκος αναμένει μια στάση αναμονής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2023, προτού αυξήσει ξανά τα επιτόκια το 2024.
Για τα ομόλογα και ειδικότερα για το ισχυρό Bund εκτιμά πως το δεκαετές θα κινηθεί προς το 0,5% έως τα τέλη του 2022, φτάνοντας ακόμη και στο 0,7% έως το τέλος του 2023. Η θέση αυτή υποδηλώνει ότι περισσότερο από το ήμισυ της προσαρμογής των αποδόσεων από τα χαμηλά του Δεκεμβρίου έχει ήδη περάσει κατά τη διάρκεια των βίαιων κινήσεων των αγορών κατά τις τελευταίες εβδομάδες.
Το spread μεταξύ του ιταλικού δεκαετούς έναντι του Bund θα παραμείνει σε επίπεδα υψηλότερα από τις 150 μονάδες βάσης με περαιτέρω διεύρυνση, όταν ξεκινήσουν τα πολιτικά ζητήματα, με τις κάλπες να στήνονται την άνοιξη του 2023. Προσώρας, τα ιταλικά ομόλογα (και ευρύτερα του Νότου και της Ελλάδας) βρίσκονται υπό πίεση εξαιτίας της υψηλότερης αστάθειας στις αποδόσεις (η οποία συσχετίζεται αρνητικά με τη διάθεση για carry trades) και την εκτίμηση για χαμηλότερες αγορές περιουσιακών στοιχείων από την ΕΚΤ στο μέλλον.