Αβεβαιότητα ως προς την αξιολόγηση των πραγματικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας διαπιστώνει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, στο μηνιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων που εξέδωσε, στο πλαίσιο της μηνιαίας ενημέρωσης.
Σύμφωνα με τους μελετητές, η προοπτική της ελληνικής οικονομίας, παρά τη μικρή αλλά αισθητή επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσής της το 2019 (κατ’ εκτίμηση ελαφρά άνω του 2%) και την αναμενόμενη συνέχισή της το 2020, αναμένεται να βρεθεί αντιμέτωπη με τουλάχιστον 13 προκλήσεις και αντίστοιχα αβεβαιότητες.
Στο πλαίσιο αυτό, διερεύνησης των δυνατοτήτων και αντιξοοτήτων, ευκαιριών και προκλήσεων, το ΙΝΕ ΓΣΕΕ διαπιστώνει πως η ασκούμενη οικονομική πολιτική επιχειρεί να δώσει νέα ώθηση στην οικονομία, εστιάζοντας, κυρίως, στις επενδύσεις και στα μεγάλα περιθώρια επέκτασής τους, την ίδια στιγμή βέβαια που η ελληνική οικονομία αναζητά τη σταθερή και διατηρήσιμη ανάκαμψή της στις ξένες επενδύσεις και τις εξαγωγές.
Σημαντικός, δε, παράγοντας επίδρασης είναι η πορεία της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής οικονομίας, ενώ η κλιμακούμενη ανησυχία σχετικά με τις οικονομικές συνέπειες της εξάπλωσης του κορωνοϊού και το Brexit έχουν προσθέσει σημαντικούς βαθμούς αβεβαιότητας.
Τα βασικά συμπεράσματα
Τα βασικά συμπεράσματα του 3ου Δελτίου Οικονομικών εξελίξεων έχουν ως εξής:
Η μακροδυναμική της οικονομίας: Θετικό πρόσημο με σύνθετες αβεβαιότητες
Εξετάζοντας τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, παρατηρείται ότι αυξήθηκαν ετησίως, 1% σε όγκο, το εννεάμηνο του 2019, έναντι κάμψης τους κατά 6,2%, την αντίστοιχη περίοδο του 2018. Δεδομένου ότι, το δ’ τρίμηνο του 2019, οι επενδύσεις ξεκινούν από πολύ χαμηλή βάση (το δ’ τρίμηνο του 2018 σημείωσαν ετήσια κάμψη 26%) και, παράλληλα, καταγράφεται βελτίωση των δεικτών εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία το ίδιο διάστημα (ετήσια μείωση spread 10ετών κρατικών ομολόγων κατά 57% και βελτίωση του δείκτη οικονομικού κλίματος κατά 6,8%), είναι λογικό να δημιουργούνται θετικές προσδοκίες για τις επενδύσεις το δ’ τρίμηνο.
Μία τέτοια εξέλιξη θα φέρει την αύξηση του όγκου των επενδύσεων για το σύνολο του 2019 κοντά στο 3-5%, επίδοση, ωστόσο, η οποία θα υπολείπεται και πάλι του επίσημου στόχου για αύξηση 8,8%. Το ζήτημα είναι, εάν μία αύξηση των επενδύσεων το δ’ τρίμηνο του 2019, θα έχει συνέχεια και το 2020, έτος για το οποίο ο επίσημος στόχος είναι ακόμη υψηλότερος (13,4%).
Όσον αφορά την ιδιωτική κατανάλωση, η ανησυχία αφορά κυρίως τη δυναμική της συγκριτικά με τη μεταβολή του διαθέσιμου εισοδήματος. Οι τελευταίες ενδείξεις καταγράφουν σημάδια κόπωσης της εγχώριας ιδιωτικής κατανάλωσης, γιατί, αν και οι πωλήσεις λιανικής αυξήθηκαν κατά 0,5% τον Νοέμβριο του 2019, έναντι του προηγούμενου μήνα, η τάση είναι φθίνουσα. Για το σύνολο του 2019, ο όγκος του λιανικού εμπορίου αυξήθηκε κατά 1%, όταν, το 2018, είχε αυξηθεί 1,5%.
Παράλληλα, οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών, το 11μηνο του 2019, σημειώνουν σημαντική επιβράδυνση από 17,4% το 2018 σε -0,8% και των υπηρεσιών από 10,2% σε 8%. Αν, μάλιστα, δεν διατηρούσαν οι εξαγωγές υπηρεσιών τη δυναμική τους, δεν θα υπήρχε θετική συμβολή των εξαγωγών στην αύξηση του ΑΕΠ το 2019. Ωστόσο, οι εξαγωγές υπηρεσιών, οι μεταφορές και ο τουρισμός, είναι πιθανόν να σημειώσουν αρνητικές διακυμάνσεις το επόμενο χρονικό διάστημα, εξαιτίας της επίδρασης του κοροναϊού.
Αυτό δημιουργεί επιπρόσθετη αβεβαιότητα, καθώς οι καθαρές εξαγωγές ήταν ένας παράγοντας με θετικό ρόλο στη μεγέθυνση της οικονομίας.
Θετικές και αρνητικές εξελίξεις που θα επηρεάσουν την οικονομία
Παρά ταύτα, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να μεγεθύνεται, προχωρώντας αντίθετα στο παγκόσμιο ρεύμα. Η προοπτική της το επόμενο χρονικό διάστημα θα εξαρτηθεί από ένα πλέγμα θετικών και αρνητικών εξελίξεων.
Το ισοζύγιο θετικών - αρνητικών εξελίξεων έχει ως εξής: