Η ένταξη όλων των έργων με Σύμπραξη Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) στις στρατηγικές επενδύσεις για ταχεία αδειοδότηση (εντός 45 ημερών), η επαναφορά της πρόβλεψης για πειθαρχικό παράπτωμα των υπευθύνων αν παρέλθει άκαρπη η σχετική προθεσμία, αλλά και η εμπλοκή ορκωτών ελεγκτών στη διαδικασία ελέγχου των επενδύσεων που λαμβάνουν κρατικές ενισχύσεις, ώστε να αντιμετωπιστούν οι πολυετείς καθυστερήσεις, θεωρούνται εξαιρετικά βήματα από την αγορά.
Η ένταξη στις στρατηγικές επενδύσεις σημαίνει πως οι υφιστάμενες και οι νέες ΣΔΙΤ θα αδειοδοτούνται ταχύτερα. Η έκδοση οικοδομικών αδειών, αδειών εγκατάστασης, πολεοδομικών και άλλων μελετών θα γίνει από τη Γενική Διεύθυνση Στρατηγικών Επενδύσεων του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Η τελευταία ήταν, για παράδειγμα, η υπηρεσία που αδειοδότησε ολόκληρο τον αγωγό φυσικού αερίου ΤΑΡ (και οι αγωγοί εντάσσονται στις στρατηγικές επενδύσεις). «Ακόμα και στην περιβαλλοντική αδειοδότηση, η Γενική Διεύθυνση Στρατηγικών Επενδύσεων μπορεί να μην έχει την αρμοδιότητα, αλλά θα είναι ο επισπεύδων», υποστηρίζουν στελέχη επιχειρήσεων.
Οι ίδιοι θεωρούν θετικό βήμα και την επαναφορά της πρόβλεψης για πειθαρχικό παράπτωμα της υπηρεσίας ή του αρμοδίου υπαλλήλου, στην περίπτωση που παρέλθουν άκαρπες οι προθεσμίες που προβλέπει ο νόμος για τις στρατηγικές επενδύσεις για την αδειοδότηση. Υπενθυμίζουν πως οι συγκεκριμένες προβλέψεις υπήρχαν και στο παρελθόν, αλλά είχαν αφαιρεθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Σύμφωνα με τον νόμο 4608/2019 που ψήφισε τον περασμένο Απρίλιο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, «Για την έκδοση οποιασδήποτε απαιτούμενης άδειας, έγκρισης ή γνωμοδότησης για την εγκατάσταση ή λειτουργία Στρατηγικής Επένδυσης, ορίζεται προθεσμία σαράντα πέντε (45) ημερολογιακών ημερών, με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων οι οποίες έχουν ενσωματώσει διαδικασίες και προθεσμίες του ενωσιακού δικαίου. Η προθεσμία αυτή εκκινεί από την υποβολή από τον φορέα της επένδυσης στη Γενική Διεύθυνση Στρατηγικών Επενδύσεων (ΓΔΣΕ) του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης του σχετικού φακέλου για έκαστη απαιτούμενη άδεια, έγκριση ή γνωμοδότηση με όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Στην ως άνω προθεσμία δεν συνυπολογίζεται ο χρόνος προσκόμισης των ζητούμενων από τη Διοίκηση συμπληρωματικών στοιχείων».
Τώρα το πολυνομοσχέδιο προβλέπει πως «Η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας της παραγράφου 1 (σ.σ. των 45 ημερών) ή η μη εμπρόθεσμη αποστολή από τις περιφερειακές ή άλλες υπηρεσίες προς την αρμόδια αδειοδοτούσα αρχή εγκρίσεων, εισηγήσεων ή γνωμοδοτήσεων σύμφωνα με την παράγραφο 4 αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα που καταλογίζεται τόσο στον αρμόδιο υπάλληλο όσο και στον προϊστάμενο της εκάστοτε αδειοδοτικής ή γνωμοδοτικής υπηρεσίας, ο οποίος ορίζεται εκ του νόμου ως το καθ` ύλην αρμόδιο όργανο για την υλοποίηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον παρόντα νόμο. Οι κυρώσεις που προβλέπονται στον Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. επιβάλλονται στην περίπτωση αυτή με κατώτατη πειθαρχική ποινή αυτή της προσωρινής παύσης τριών (3) μηνών».
Οι μεγάλες ουρές του αναπτυξιακού/επενδυτικού νόμου
Το τρίτο θετικό σημείο που εντοπίζουν στην αγορά αφορά την αντιμετώπιση του μεγάλου προβλήματος με τις καθυστερήσεις στους ελέγχους, και κατά συνέπεια των εγκρίσεων χρηματοδότησης των επενδύσεων που έχουν ενταχθεί στον αναπτυξιακό νόμο. Δεκάδες επιχειρηματίες χτυπούν εδώ και χρόνια την πόρτα κυβερνητικών στελεχών και υποστηρίζουν πως καταστρέφονται (κάποιοι έχουν ήδη καταστραφεί) οικονομικά εξαιτίας των συγκεκριμένων καθυστερήσεων.
Για τον έλεγχο, αν έχει ολοκληρωθεί μια επένδυση του αναπτυξιακού, προβλέπεται η επιλογή τριών ελεγκτών με κλήρωση. Για να προχωρήσει, όμως, ο έλεγχος έπρεπε να αποδεχθούν την επιλογή και οι τρεις ελεγκτές. Υπάρχουν καταγγελίες σύμφωνα με τις οποίες κάποιοι επιτήδειοι, αφού έκαναν επίσκεψη στον υπό έλεγχο επιχειρηματία και δεν τα έβρισκαν κάτω από το τραπέζι, δεν δέχονταν το αποτέλεσμα της κλήρωσης με διάφορες προφάσεις (π.χ. αρρώστια κ.ά.). Ετσι η προς έλεγχο επιχείρηση έχανε τη σειρά της και πήγαινε «στο τέλος της ουράς», με αποτέλεσμα νέα πολύμηνη καθυστέρηση στην εκταμίευση των χρημάτων του αναπτυξιακού.
Με το πολυνομοσχέδιο προβλέπεται πως οι έλεγχοι μπορούν να γίνουν από ορκωτούς ελεγκτές, συγκεκριμένης κατηγορίας, η οποία συνδέεται με την ασφαλιστική τους κάλυψη περί επαγγελματικής ευθύνης. Οι ορκωτοί θα φέρουν και την ευθύνη για την πιστοποίηση μιας επένδυσης ως ολοκληρωμένης.
Οπως συγκεκριμένα προβλέπεται στο πολυνομοσχέδιο, «μετά από αίτηση του φορέα του επενδυτικού σχεδίου, συνοδευόμενη από τα δικαιολογητικά που ορίζονται στην περίπτωση β' του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3, δύναται να πιστοποιηθεί η ολοκλήρωση και έναρξη της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης για την καταβολής της ενίσχυσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 20, χωρίς εξέταση του αιτήματος από την Υπηρεσία, κατ' επιλογή του φορέα».
«Στην περίπτωση αυτή, μαζί με τα ανωτέρω δικαιολογητικά υποβάλλεται μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος Κρατικών Ενισχύσεων λεπτομερής έκθεση ελέγχου περί ολοκλήρωσης και έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης, υπογεγραμμένη από ορκωτό ελεγκτή-λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία που είναι εγγεγραμμένος/η στο Δημόσιο Μητρώο του άρθρου 14 του ν. 4449/2017 και που διαθέτει ασφαλιστική κάλυψη επαγγελματικής ευθύνης ποσού τουλάχιστον [1.000.000] ευρώ ανά συμβάν και συνολικού ποσού τουλάχιστον [5.000.000] ευρώ ετησίως. Η ανωτέρω έκθεση συντάσσεται από τον ορκωτό ελεγκτή-λογιστή ή την ελεγκτική εταιρεία μετά από σχετική αξιολόγηση της ολοκλήρωσης και έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης και από πολιτικό μηχανικό, καθώς και, όπου απαιτείται από το είδος και τους όρους υπαγωγής της επένδυσης, από μηχανολόγο μηχανικό ή άλλης επαγγελματικής ειδικότητας πρόσωπο των οποίων σχετικές βεβαιώσεις συνυποβάλλονται με την έκθεση ελέγχου. Η αρμόδια Υπηρεσία διαπιστώνει την πληρότητα της έκθεσης ελέγχου και, εφόσον με αυτήν βεβαιώνεται ανεπιφύλακτα η ολοκλήρωση και έναρξη της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης, εισηγείται την έκδοση της σχετικής απόφασης. Σε περίπτωση που η έκθεση ελέγχου διαπιστώνει ελλείψεις στην υπό έλεγχο επένδυση, εφαρμόζονται αναλογικά οι περιπτώσεις β και δ της παραγράφου 6 του άρθρου 16, αντίστοιχα. Στην κατά τα ως άνω διαδικασία πιστοποίησης της ολοκλήρωσης και έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης δεν απαιτείται καταβολή του παράβολου της παραγράφου 7».