Τις σημαντικές αλλαγές στα εργασιακά που επέρχονται με βάση τις προωθούμενες διατάξεις του αναπτυξιακού σχεδίου νόμου, αναζητούν, εξετάζουν, αξιολογούν κοινωνικοί φορείς, κόμματα και συνδικάτα.
Με το αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο που θα βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση έως την ερχόμενη Τρίτη, προκειμένου στη συνέχεια να λάβει το δρόμο προς τη Βουλή, έρχονται σημαντικές αλλαγές στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, καθώς θεσπίζονται ρήτρες απόκλισης από τους κλαδικούς μισθούς για επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας, ενώ ταυτόχρονα “δυσκολεύει” το πλαίσιο της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησίας.
Με άλλες διατάξεις διαμορφώνεται νέο πλαίσιο για την πάταξη της ανασφάλιστης και υποδηλωμένης εργασίας και θεσπίζεται προσαύξηση 12% για την επιπλέον εργασία στη μερική απασχόληση, με στόχο να γίνουν πιο ακριβές οι ευέλικτες μορφές εργασίας. Αναθεωρείται επίσης το καθεστώς του προστίμου για την αδήλωτη εργασία.
Στο νομοσχέδιο υπάρχουν και ασφαλιστικές διατάξεις, καθώς ξεκαθαρίζεται για τη ρύθμιση των 120 δόσεων πως εμπρόθεσμες αιτήσεις για τους μη μισθωτούς θεωρούνται όσες υποβληθούν σε πρώτο επίπεδο (στον ΕΦΚΑ) έως 30 Σεπτεμβρίου.
Οι αντιδράσεις από την αντιπολίτευση και τα συνδικάτα ήταν άμεσες και έντονες. Στον αντίποδα, ο αρμόδιος υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης χαρακτηρίζει το νομοσχέδιο τομή στην αγορά εργασίας, που λειτουργεί υπέρ των εργαζομένων, των συνεπών επιχειρήσεων, της πλήρους απασχόλησης, της αύξησης των εσόδων στα ασφαλιστικά ταμεία και της νομιμότητας της αγοράς εργασίας. Σύμφωνα μάλιστα με τον αρμόδιο υπουργό, με τις προωθούμενες διατάξεις επιβεβαιώνεται η σταθερή θέση της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την ενίσχυση της συλλογικής αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων.
Για «μονομερείς παρεμβάσεις στον πυρήνα της συνδικαλιστικής δράσης και των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων», κάνει στον αντίποδα, λόγο η ΓΣΕΕ σε ανακοίνωσή της. Βέβαια, η τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση αναφέρεται και στην αδυναμία διεξαγωγής του εκλογοαπολογιστικού της συνεδρίου εξαιτίας της κόντρας της με το ΠΑΜΕ, και υποστηρίζει πως θα πρέπει ως θεσμικός και αντιπροσωπευτικός εκφραστής της βούλησης των εργαζομένων της χώρας, να ολοκληρώσει ανεμπόδιστα τις διαδικασίες ανάδειξης τακτικής της Διοίκησης. Όσο για την ουσία των προωθούμενων διατάξεων, η ΓΣΕΕ κάνει λόγο για μονομερείς παρεμβάσεις στον πυρήνα της συνδικαλιστικής δράσης και των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, δίχως μάλιστα να έχει προηγηθεί σοβαρός κοινωνικός διάλογος.
Έντονη ήταν η αντίδραση και της ΟΤΟΕ, που εκτιμά ότι η κυβέρνηση χτυπά τις κλαδικές συμβάσεις και ιδίως αυτές που συνάπτονται σε εθνικό επίπεδο, θεσπίζοντας ακόμα και τοπικές ζώνες ελεύθερες από δεσμεύσεις, ζώνες υποκατώτατων κλαδικών μισθών και ρυθμίσεων ενώ επαναφέρει της επικράτησης των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών, ακόμα και από ενώσεις προσώπων. Η ίδια λογική πρυτανεύει – κατά την ΟΤΟΕ - και στις ρυθμίσεις για τη Διαιτησία, καθιστώντας «σχεδόν απαγορευτική τη μονομερή προσφυγή σε αυτήν.
Σε συλλαλητήριο την ερχόμενη Τρίτη 17 Σεπτέμβρη, 7μ.μ. στα Προπύλαια προχωρά το ΠΑΜΕ αντιδρώντας στο αναπτυξιακό σχέδιο νόμου, υποστηρίζοντας πως «δίνει γη και ύδωρ στους επενδυτές με παράλληλο τσάκισμα στα εναπομείναντα εργατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα».
Ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσω της της πρώην υπουργού Εργασίας Έφης Αχτσιόγλου χαρακτηρίζει το σχέδιο της κυβέρνησης “κόλαφο για τα εργασιακά δικαιώματα που γυρνάει τη χώρα σε βαθιά μνημονιακές εποχές”, ενώ το Κίνημα Αλλαγής διαφωνώντας με τις ρυθμίσεις που αφορούν στις εργασιακές σχέσεις επισημαίνει σε ανακοίνωσή του ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να μετατραπεί σε χώρα φθηνής και απαξιωμένης εργασίας.
Σύμφωνα με τον εργατολόγο Γιάννη Καρούζο, το σχέδιο νόμου επιφέρει πλήθος αλλαγών στον τομέα των εργασιακών σχέσεων. Μεταξύ αυτών είναι:
* Προβλέπεται ρητά η δυνατότητα των κοινωνικών εταίρων να θεσπίσουν στο πλαίσιο ομοιοεπαγγελματικών και κλαδικών συμβάσεων εργασίας, ειδικούς όρους ή εξαιρέσεις για ορισμένες επιχειρήσεις, όπως οι επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας, νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού σκοπού και επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Αναφέρεται μάλιστα ότι με υπουργική απόφαση θα εξειδικεύονται τα κριτήρια για τις επιχειρήσεις που θα εξαιρούνται από την ισχύ των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συλλογικών συμβάσεων, καθώς και οι κατηγορίες όρων από τις οποίες αυτές δύνανται να εξαιρεθούν. Όπως επισημαίνει ο γνωστός εργατολόγος, με αυτόν τον τρόπο, δίνεται μία ευρεία δυνατότητα επέμβασης του υπουργείου Εργασίας στις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Πάντως, παρόμοιου περιεχομένου ρυθμίσεις, αναφέρει ο κ. Καρούζος, παρατηρούμαι και στο δίκαιο άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως επί παραδείγματι της Γερμανίας και της Γαλλίας.
* Επανέρχεται στο προσκήνιο ο θεσμός των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων. Ειδικότερα, προβλέπεται εξαίρεση από την αρχή της εύνοιας, σε περίπτωση επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Στην περίπτωση των επιχειρήσεων αυτών δηλαδή, η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση θα υπερισχύει έναντι της κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής. Ζήτημα τίθεται εν προκειμένω, αναφέρει ο γνωστός νομικός, σχετικά με το ποιος θα είναι αρμόδιος να κρίνει αν μία επιχείρηση υπάγεται ή μη στην εν λόγω εξαίρεση. Τούτο διότι, ναι μεν θα προβλέπονται βάσει υπουργικής απόφασης συγκεκριμένα κριτήρια βάσει των οποίων θα προσδιορίζεται ποια επιχείρηση θεωρείται ότι αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, ουδέν όμως αναφέρεται αναφορικά με το ποιος θα είναι αρμόδιος να προβεί στην εν λόγω υπαγωγή.
* Η αρχή της εύνοιας, παραχωρεί τη θέση της στην αρχή της ειδικότητας και στην περίπτωση που υπάρχει συρροή εθνικής κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής συλλογικής σύμβασης με αντίστοιχη τοπική.
* Ιδιαιτέρως δυσχερής καθίσταται, σύμφωνα με τον κ. Καρούζο, η δυνατότητα επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων. Έτσι, προκειμένου να κηρυχθεί μία κλαδική συλλογική σύμβαση ως γενικώς υποχρεωτική απαιτείται εκτός από αίτηση του συνδικάτου προς τον Υπουργό και τεκμηρίωση των επιπτώσεων της επέκτασης στην ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση και κοινοποίηση αυτής στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας. Ακολούθως το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας γνωμοδοτεί αιτιολογημένα προς τον Υπουργό Εργασίας λαμβάνοντας υπόψη την τεκμηριωμένη βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου ότι η συλλογική ρύθμιση δεσμεύει ήδη εργοδότες, που απασχολούν ποσοστό μεγαλύτερο του 50% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος αλλά και το πόρισμα διαβούλευσης των δεσμευομένων μερών, ενώπιον του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας, για την αναγκαιότητα της επέκτασης και τις επιπτώσεις της στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, τη λειτουργία του ανταγωνισμού και την απασχόληση.
* Ο θεσμός της διαιτησίας μεταβάλλεται ριζικά, ενώ καθίσταται ιδιαιτέρως δυσχερής η μονομερής προσφυγή σε αυτή. Οι προϋποθέσεις προσφυγής στη διαιτησία αυστηροποιούνται, ενώ παράλληλα τίθενται και εύλογα ερωτήματα, όπως για παράδειγμα ποιος θα είναι αρμόδιος να κρίνει αν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, όπως και τι γίνεται σε περίπτωση που το ένα μέρος δεν συμμετάσχει στη διαδικασία της μεσολάβησης. Εν προκειμένω δημιουργείται το εξής πρόβλημα. Προϋπόθεση για τη μονομερή προσφυγή, εκτός των άλλων, είναι και η αποδοχή της πρότασης μεσολάβησης. Εάν όμως, το ένα μέρος δεν προσέλθει στη διαδικασία της μεσολάβησης, δεν θα διατυπωθεί κάποια πρόταση.
Συνεπώς, επισημαίνει ο εργατολόγος, το μέλος που καλόπιστα προσήλθε δεν θα μπορεί να προβεί στη διαδικασία διαιτησίας. Σημειώνει πάντως, ότι ο χαρακτήρας της διαιτησίας ως υποχρεωτικός δεν μεταβάλλεται με την νέα διάταξη. Επί του θέματος αυτού, δηλαδή εάν ο θεσμός της διαιτησίας πρέπει να είναι υποχρεωτικός ή προαιρετικός, υπάρχει έντονη συζήτηση, καθώς σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 2307/2014 απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας η διαιτησία είναι υποχρεωτική, ενώ σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας αυτή έπρεπε να είναι προαιρετική.