Το πακέτο παροχών που ανακοίνωσε η κυβέρνηση δεν έτυχε θετικής αποδοχής ούτε από τους θεσμούς, ούτε από τις αγορές.
Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων κινήθηκαν ανοδικά, κόντρα στο ρεύμα των τελευταίων εβδομάδων, το χρηματιστήριο βρέθηκε σε κλοιό πιέσεων, οι δανειστές έστειλαν τα μηνύματά τους και το μόνο βέβαιο είναι ότι επί του παρόντος, το σχέδιο κυβερνητικών παροχών δεν έχει το πράσινο φως των θεσμών.
Οι αντιδράσεις βέβαια, στο γνωστό μοτίβο των τελευταίων μηνών, συντηρούνται σε χαμηλούς τόνους, χωρίς δραματοποιήσεις αλλά με αλλεπάλληλες υπομνήσεις των δεσμεύσεων που ανέλαβε η ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο της συμφωνίας για το χρέος τον Ιούνιο του 2018.
Την αρχή έκανε χθες ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις. Δήλωσε στο Bloomberg ότι «είναι σημαντικό η Ελλάδα να παραμείνει πιστή στους συμφωνημένους μεταμνημονιακούς δημοσιονομικούς στόχους», προσθέτοντας μάλιστα πως «θα πρέπει να γίνουν περισσότερες εις βάθος συζητήσεις με τις ελληνικές αρχές για το τι ακριβώς έχουν στο μυαλό τους».
Στην κοινή τους ανακοίνωση, λίγες ώρες αργότερα, και οι θεσμοί ανέφεραν ότι «η αποστολή έλαβε υπόψη την ανακοίνωση νέων μέτρων, τα οποία θα αξιολογηθούν με βάση την τήρηση των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων και τη συνέπεια με τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ελλάδα έναντι του Eurogroup για την περίοδο μετά το πρόγραμμα», συμπληρώνοντας πως «ο στενός διάλογος για τις προκλήσεις και τις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής θα συνεχιστεί». Πηγές του υπουργείου Οικονομικών επιβεβαίωναν τη συνέχιση των συζητήσεων, λέγοντας πως «ο διάλογος για επιμέρους θέματα πρόκειται να συνεχιστεί, όπως επισημάνθηκε και στη συνέντευξη Τύπου (σ.σ. του πρωθυπουργού)».
Είχε προηγηθεί έντονο παρασκήνιο, με τον χρόνο έκδοσης της καθιερωμένης κοινής ανακοίνωσης των θεσμών μετά την ολοκλήρωση ενός κύκλου μεταμνημονιακής αξιολόγησης, όπου αρχικά εκτιμήθηκε πως θα ήταν προτιμότερο η ανακοίνωση να εκδοθεί αργότερα, την ερχόμενη Παρασκευή. Τελικά, η ανακοίνωση εκδόθηκε χθες το απόγευμα, με τις διαφωνίες να σκιαγραφούνται, αλλά χωρίς να ανεβαίνουν οι τόνοι.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το πρώτο θέμα το οποίο θέλουν να εξετάσουν διεξοδικά οι θεσμοί είναι το άμεσο πακέτο μέτρων. Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε άμεση καταβολή «13ης σύνταξης» συνολικού κόστους 800 εκατ. ευρώ, με μόνιμο χαρακτήρα αλλά και μετατάξεις από τους υψηλότερους σε χαμηλότερους συντελεστές ΦΠΑ για εστίαση, ενέργεια και προϊόντα διατροφής, με κόστος 260 εκατ. ευρώ (για το δεύτερο εξάμηνο του έτους).
Οι παροχές αυτές συνεπάγονται επιβαρύνσεις που υπερβαίνουν το 0,5% του ΑΕΠ, «δοκιμάζοντας» με βάση τις τελευταίες προβλέψεις της Κομισιόν και τον φετινό στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Το υπουργείο Οικονομικών αναθεώρησε τις εκτιμήσεις του για το πρωτογενές πλεόνασμα από 3,6% σε 4,1% σε όρους προγράμματος, η Κομισιόν έχει θέσει τον πήχη (σε όρους Eurostat) στο 4% του ΑΕΠ με την τελευταία έκθεσή της, σημειώνοντας μάλιστα πως αυτή η εκτίμηση ενσωματώνει την παραδοχή πως δεν θα χρησιμοποιηθούν τα 650 εκατ. ευρώ των «υπό κατανομή» δαπανών που έχουν εγγραφεί στον φετινό προϋπολογισμό. Τα νούμερα και οι προβλέψεις θα ζυγιστούν από τους τεχνοκράτες, αν και δεν υπάρχει αμφιβολία πως η κυβέρνηση θα φέρει άμεσα τις σχετικές διατάξεις νόμου στη Βουλή.
Το δεύτερο σκέλος του πακέτου Τσίπρα, το οποίο φέρει τις εγγυήσεις των 5,550 δισ. ευρώ για την επίτευξη των στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων, προβληματίζει ακόμα περισσότερο. Κι αυτό διότι θεωρείται πως κινείται σε άλλο μήκος κύματος από τη συμφωνία του περασμένου Ιουνίου, επηρεάζοντας και τις προβλέψεις για το δημόσιο χρέος.
Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, κατά την παρουσίαση των μέτρων, εκτίμησε πως πρόκειται για ένα πακέτο win-win, στο οποίο τελικά οι θεσμοί θα συμφωνήσουν. Η επιβεβαίωση ή μη των εκτιμήσεων αυτών θα φανεί στο Eurogroup της 16ης Μαΐου και ευκρινέστερα στην έκθεση της Κομισιόν στις 5 Ιουνίου, μετά και την πάροδο των ευρωεκλογών.