Μετά από πολυετείς καθυστερήσεις, φαίνεται πως επιτέλους επιταχύνονται οι διαδικασίες προκειμένου να δοθεί «δεύτερη ευκαιρία» σε δεκάδες εισηγμένες εταιρείες, προκειμένου να συνεχίσουν να δραστηριοποιούνται, είτε με την υπάρχουσα μετοχική τους σύνθεση, είτε με νέα.
Έτσι, μεταξύ άλλων, έχουν αυξηθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα οι δικαστικές προσφυγές υπερχρεωμένων εισηγμένων εταιρειών που ζητούν τη «ρύθμιση των χρεών τους» (ενίοτε και με κούρεμα υποχρεώσεων), με τη σύμφωνη γνώμη των πιστωτριών τραπεζών.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση της κατασκευαστικής εταιρείας ΒΙΟΤΕΡ, η διοίκηση της οποίας υποστηρίζει πως «με τη συμφωνία εξυγίανσης, διευθετείται το σύνολο του τραπεζικού δανεισμού της εταιρείας και υπό προϋποθέσεις, εντός της επόμενης επταετίας, δύναται η εταιρεία να είναι με μηδενικές τραπεζικές υποχρεώσεις. Με τη συμφωνία επιδιώκεται η πλήρης εξυγίανση της χρηματοοικονομικής θέσης και η υγιής ανάπτυξη της εταιρείας».
Σε ανάλογη κίνηση (αίτηση με βάση το Ν. 3588/2007) προχώρησε και η Pasal Development, η οποία αποσκοπεί σε δραστική μείωση των υποχρεώσεών της μέσα και από την εκχώρηση ακινήτων της. Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με μια αντίστοιχη ρύθμιση-πώληση του εμπορικού κέντρου Athens Heart θα μπορούσε -κάτω από προϋποθέσεις- να εξυγιάνει χρηματοοικονομικά την εισηγμένη και να αφήσει περιθώρια για μελλοντική της ανάπτυξη.
Η δικαστική έγκριση της δανειακής ρύθμισης της κλωστοϋφαντουργίας Επίλεκτος θα κριθεί στο Τριμελές Εφετείο Αθηνών (η αίτηση έχει τη σύμφωνη γνώμη των τραπεζών). Ο εισηγμένος όμιλος έκλεισε στις 31/12/2017 το πρώτο εξάμηνο της χρήσης με ανοδικό (θετικό) EBITDA και θεωρείται από πολλούς πως θα πρέπει να στηριχθεί, καθώς: α) Διαθέτει κερδοφόρες και αναπτυσσόμενες δραστηριότητες στον χώρο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, β) Η εξαγωγική κλωστοϋφαντουργική δραστηριότητα μπορεί να ανακάμψει και να επιστρέψει κάτω από προϋποθέσεις σε κερδοφόρο πορεία.
Με τη σειρά της, η διοίκηση των Εκδόσεων Λιβάνη ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα πως «υπεβλήθη από την εταιρεία Λιβάνης στις 29/3/2018 αίτηση επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης της εταιρείας στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατόπιν συμφωνίας με τις πιστώτριες τράπεζες, για ρύθμιση των δανείων της εταιρείας. Η συμφωνία περιλαμβάνει και ρύθμιση οφειλών προς το Ελληνικό Δημόσιο και Ασφαλιστικούς Οργανισμούς».
Σε άλλες περιπτώσεις, η «επόμενη μέρα» των υπερχρεωμένων εισηγμένων εταιρειών δεν θα περάσει απαραίτητα μέσα από την παραμονή του ίδιου ιδιοκτησιακού καθεστώτος.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση των δύο μεγάλων ιχθυοκαλλιεργητικών ομίλων Νηρέα και Σελόντα, που μετά από ρύθμιση των δανειακών τους υποχρεώσεων αναμένεται μέχρι τα τέλη του έτους να περάσουν στην ιδιοκτησία του Amerra Capital.
Μια άλλη τέτοια περίπτωση αποτελεί η Euromedica, με τη Farallon Capital να έχει ήδη αυξήσει το ποσοστό της στο 17,5%, ενώ παράλληλα έχει αγοράσει και δάνεια του εισηγμένου ομίλου άνω των 200 εκατ. ευρώ. Όπως λέγεται, στόχος του Amerra Capital είναι ο έλεγχος του ιδιοκτησιακού καθεστώτος (ο κ. Λιακουνάκος ελέγχει τις ψήφους του 61,7% των μετοχών, καθώς ποσοστό αυτών είναι ενεχυριασμένες σε τράπεζες).
Είναι προφανές πως πολλές άλλες εισηγμένες εταιρείες χρειάζονται «ειδικές παρεμβάσεις», προκειμένου να επιβιώσουν και -κάτω από προϋποθέσεις- να ανακάμψουν. Στο πλαίσιο αυτό, βαρύνουσα σημασία έχει ο ρόλος των πιστωτριών τραπεζών, προκειμένου από τη μια πλευρά να μη χαριστούν σε «στρατηγικούς κακοπληρωτές» και από την άλλη, να διασώσουν έγκαιρα χρήσιμες επιχειρήσεις προς όφελος της ελληνικής οικονομίας.
Υπάρχουν βέβαια παράγοντες υγιών εταιρειών που εκφράζουν τη δυσφορία τους κάθε φορά που ένας ανταγωνιστής τους διασώζεται μέσω ευνοϊκών παρεμβάσεων, πλην όμως τα περισσότερα στελέχη της αγοράς υποστηρίζουν πως αν η παρέμβαση των τραπεζών είναι η πρέπουσα, τότε όλη η διαδικασία λειτουργεί προς όφελος του συνόλου.
«Θα πρέπει να αποτραπούν φαινόμενα όπου βασικοί μέτοχοι κερδοσκόπησαν σε βάρος των εταιρειών τους και τώρα ζητούν να τις πάρουν πίσω καθαρές από χρέη. Οι τράπεζες λοιπόν επιβάλλεται να δουν το ποιες εταιρείες επλήγησαν πραγματικά από την κρίση και -γιατί όχι- να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία σε πετυχημένους επιχειρηματίες, που απλά δεν είχαν τη δυνατότητα να αντιδράσουν σε μια ιδιαίτερα δυσμενή συγκυρία».
Αυτό δηλώνει στο Euro2day.gr γνωστός παράγοντας της αγοράς, ο οποίος συνεχίζει: «Ακόμη όμως και αν ο βασικός μέτοχος δεν είναι αξιόπιστος και συνεργάσιμος, αυτό δεν σημαίνει πως θα πρέπει να κλείσει η εταιρεία. Κάτι τέτοιο πολύ πιθανόν να οδηγήσει σε μεγαλύτερες απώλειες για τις τράπεζες, αλλά και για την οικονομία, μέσα από την απαξίωση τεχνογνωσίας, εξειδικευμένου προσωπικού και μηχανικού εξοπλισμού. Θα πρέπει τότε οι εταιρείες αυτές να συνεχίζουν τη λειτουργία τους με νέα μετοχική σύνθεση και διαφοροποιημένο management».
Τέλος, η δρομολόγηση εξελίξεων διάσωσης εισηγμένων εταιρειών δημιουργεί κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας και για τους μετόχους μειοψηφίας, οι οποίοι κατά κανόνα είναι «εγκλωβισμένοι» και υποχρεώνονται σε μεγάλες αρνητικές υπεραξίες.
«Τίποτε δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο, καθώς κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή. Το γεγονός ότι επιχειρείται η διάσωση των εταιρειών αυτών, ανεβάζει τις πιθανότητες ότι η αξία της επένδυσης δεν θα μηδενιστεί, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να προδικάσει το αν η τιμή της μετοχής θα είναι μακροπρόθεσμα ανώτερη ή κατώτερη από την τρέχουσα», υποστηρίζει γνωστός χρηματιστηριακός παράγοντας.