Την αναγκαιότητα για όσο το δυνατόν πιο σύντομη άρση της αβεβαιότητας σε ό,τι αφορά τα τραπεζικά stress tests και τον τρόπο εξόδου της χώρας από το τρέχον μνημονιακό καθεστώς επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς. Και αυτό γιατί θεωρούν πως η ταχύτητα απάντησης στα συγκεκριμένα ζητήματα θα επηρεάσει σημαντικά το ύψος της φετινής ανόδου του ελληνικού ΑΕΠ.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ΑΕΠ του πρώτου εξαμήνου θα είναι αυξημένο σε σχέση με το περυσινό, καθώς η επίδοση της συγκρινόμενης περιόδου του 2017 ήταν πολύ χαμηλή και ο Ιανουάριος του 2018 ξεκίνησε ήδη από μια αρκετά υψηλότερη βάση.
Το μεγάλο στοίχημα, ωστόσο, εστιάζεται στο πόσο γρήγορα και πόσο έντονα θα επιστρέψουν καταθέσεις στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι απαιτούμενες επενδύσεις και να τρέξει η οικονομία», δηλώνεται χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, οι τράπεζες σήμερα τηρούν αμυντική στάση: Από τη μια πλευρά, μειώνουν την πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα, προκειμένου να απομοχλεύσουν τους ισολογισμούς τους και να περιορίσουν την έκθεσή τους στο σύστημα της ΕΚΤ, και από την άλλη, προσέχουν έτσι ώστε αυτή η απομόχλευση να μη θίξει περαιτέρω τη δανειοδότηση των επιχειρήσεων, της… αγελάδας δηλαδή που φέρνει το γάλα.
Χαρακτηριστικό είναι πως τόσο κατά το 2017 όσο και κατά τον φετινό Ιανουάριο, ενώ αθροιστικά η πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα υποχρεώθηκε σε περαιτέρω πτώση, τα υπόλοιπα των χορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις αυξήθηκαν οριακά (+0,6% το 2017, +0,4% τον Ιανουάριο). Έτσι άλλωστε ερμηνεύεται και ένα πρώτο άνοιγμα των τραπεζών να δανειοδοτήσουν περαιτέρω υγιείς και φερέγγυες επιχειρήσεις.
Ωστόσο, όλοι αντιλαμβάνονται πως αν η ελληνική οικονομία θέλει να τρέξει με υψηλούς ρυθμούς στο μέλλον, αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς εκτόξευση των επενδύσεων και χαρακτηριστικό είναι το περυσινό παράδειγμα, όπου για την αύξηση του ΑΕΠ κατά μόλις 1,4%, χρειάστηκε πέρα από την άνοδο των εξαγωγών και του τουρισμού και μια τόνωση κατά 28,9% των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου.
Η ουσία είναι πως όσο συνεχίζεται η αυστηρή δημοσιονομική πολιτική στο εσωτερικό της χώρας, η ιδιωτική κατανάλωση δεν θα μπορεί να συνεισφέρει πολλά πράγματα στην ανάπτυξη. Ωστόσο, η απαραίτητη εκτόξευση των επενδύσεων δεν είναι εφικτό να χρηματοδοτείται μόνο από κεφάλαια που προέρχονται από το εξωτερικό. «Μπορεί η Κύπρος να αναπτύσσεται με ρυθμούς της τάξεως του 4%, πλην όμως οι νέες τραπεζικές χορηγήσεις του 2017 ήταν διπλάσιες από εκείνες του 2015 και οι φετινές αναμένονται ακόμη μεγαλύτερες.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν μπροστά τους την απορρόφηση του ΕΣΠΑ, αλλά και -όπως ελπίζουμε- τη συμμετοχή τους ως προμηθευτές σε μεγάλα επενδυτικά projects, όπως για παράδειγμα αυτό του Ελληνικού. Όλα αυτά θα απαιτήσουν πολύ υψηλότερη χρηματοδότηση, η οποία δύσκολα θα μπορέσει να προέλθει μόνο από το εξωτερικό ή μόνο από τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων και των ιδιοκτητών τους. Απαιτείται οι τράπεζες να ανοίξουν τις κάνουλες και να δανείσουν χρήμα», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν πως όσο πιο σύντομα και πιο πειστικά προς τις αγορές κλείσουν τα ζητήματα των τραπεζικών stress tests και της μνημονιακής εξόδου, τόσο πιο γρήγορα θα ξεκινήσει ο ενάρετος κύκλος της επιστροφής των καταθέσεων και των μεγαλύτερων χορηγήσεων.
Πέραν αυτών όμως, κλίμα σκεπτικισμού στον χώρο των επιχειρήσεων υπάρχει και σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο διεξαγωγής έκτακτων εκλογών μέσα στο 2018, είτε τον Μάιο, είτε τον Οκτώβριο: «Η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη από ηρεμία και συνέχεια. Μόνο και μόνο η προσφυγή στις κάλπες είναι σε θέση να αναβάλει για κάμποσους ακόμη μήνες τη δρομολόγηση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ, ακόμη και αν δεν υπάρξουν αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα» καταλήγουν οι ίδιοι κύκλοι.