Εκτόξευση των τιμών ηλεκτρικού ρεύματος των νοικοκυριών κατά 12,8%, λόγω τελών και φόρων, κατέγραψε στην Ελλάδα η Eurostat το πρώτο εξάμηνο του έτους σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα, στέλνοντας μάλιστα τη χώρα μας στη δεύτερη υψηλότερη θέση της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά το μέγεθος της επιβάρυνσης.
Εκτός όμως από το ρεύμα, και στο φυσικό αέριο, οι ελληνικές οικογένειες δεν απολαμβάνουν τις μεγάλες μειώσεις όπως στις υπόλοιπες χώρες. Στην Ε.Ε., κατά μέσο όρο η τιμή έπεσε 6,3%, ενώ στη χώρα μας μόλις κατά 0,7%.
Ειδικότερα, τα στοιχεία της Eurostat σε ό,τι αφορά τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας προκαλούν αίσθηση καθώς δείχνουν τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση συγκριτικά με τα υπόλοιπα 28 κράτη-μέλη και συγκεκριμένα η τελική αξία που πληρώνει ο Έλληνας καταναλωτής εκτινάσσεται στα 19,4 ευρώ ανά 100 KWh (Κιλοβατώρες) από 17,2 το πρώτο εξάμηνο του 2016. Και η έκπληξη πηγάζει από το γεγονός πως στην περίοδο αυτή ο ανταγωνισμός στην εγχώρια αγορά ηλεκτρισμού έχει πάρει φωτιά.
Και πράγματι αυτό αναδεικνύεται από τις καθαρές από φόρους και τέλη τιμές. Για την ακρίβεια, το πρώτο εξάμηνο του έτους, στις 100 κιλοβατώρες είναι στα 11,39 ευρώ από 11,69 ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2016 κι ενώ και τα προηγούμενα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα ακολουθεί πτωτικές τάσεις.
Ενδεικτικά να αναφερθεί ότι την ίδια περίοδο του 2015, η καθαρή τιμή προμήθειας ήταν στα 12,11 ευρώ. Οι μειώσεις έχουν να κάνουν με την είσοδο των ανεξάρτητων προμηθευτών, οι οποίοι προχωρούν σε ανταγωνιστικά «πακέτα» έναντι της δεσπόζουσας στην αγορά ΔΕΗ, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο την κρατική επιχείρηση να απαντήσει με την περιβόητη έκπτωση 15% για τους συνεπείς πελάτες.
Γιατί λοιπόν ανέβηκαν οι τιμές ρεύματος; Με μία πιο προσεκτική ματιά και επεξεργασία των τιμών αναδεικνύεται πως στην εξεταζόμενη περίοδο της Eurostat, το μερίδιο των τελών και φόρων στην τελική αξία κατανάλωσης των 100 KWh ανέβηκε στα 7,97 ευρώ το πρώτο εξάμηνο του έτους από 5,54 ευρώ. Έτσι το ποσοστό των ρυθμιζόμενων χρεώσεων διαμορφώθηκε το πρώτο εξάμηνο του έτους στο 41%. Πρόκειται για το πέμπτο υψηλότερο ποσοστό ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Σε ό,τι αφορά τα ποσοστά αύξησης των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, η πρώτη μεγαλύτερη καταγράφεται στην Κύπρο (22%) και η τρίτη αμέσως μετά τη χώρα μας, στο Βέλγιο (10%).
Σχετικά με τα επίπεδα των τιμών, η χώρα είναι στην ένατη θέση της Ε.Ε. Η Eurostat, για να κάνει πιο κατανοητή και απτή τη σύγκριση των τιμών μεταξύ των κρατών-μελών, παίρνει ως βάση την ετήσια κατανάλωση μιας λάμπας 10 Watt, η οποία καίει ρεύμα 3 ώρες ημερησίως. Οι Έλληνες, λοιπόν, πληρώνουν 1,94 ευρώ και η τιμή αυτή είναι ίση με εκείνη των Σουηδών και λίγο πιο κάτω από την αντίστοιχη των Αυστριακών, 1,95 ευρώ.
Περιττό, βέβαια, να σχολιαστεί το ύψος του εισοδήματος των συγκεκριμένων Ευρωπαίων.
Το ακριβότερο ρεύμα το πληρώνουν οι Δανοί, ακολουθούν οι Γερμανοί, οι Βέλγοι, οι Ιρλανδοί, οι Ισπανοί, οι Πορτογάλοι και οι Ιταλοί. Το φθηνότερο οι Βούλγαροι, οι Λιθουανοί, οι Ούγγροι, οι Κροάτες, οι Ρουμάνοι, οι Εσθονοί κ.ο.κ.
Στην Ε.Ε., η μέση τιμή ηλεκτρικής ενέργειας για τα νοικοκυριά έπεσε κατά 0,5% το πρώτο εξάμηνο του 2017 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2016.
Μικρές μειώσεις στο φυσικό αέριο
Σε ό,τι αφορά στις τιμές φυσικού αερίου στην Ε.Ε., το πρώτο εξάμηνο υποχώρησαν κατά 6,3%, ενώ στην Ελλάδα 0,7% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2016.
Για παράδειγμα, στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη έπεσαν 21,4%, στην Κροατία υποχώρησαν 17,5%, την Πορτογαλία 15,3% τη Σερβία 14,2%, τη Βουλγαρία 10,3% κ.ο.κ.
Τα ελληνικά νοικοκυριά πληρώνουν τις 100 KWh 5,6 ευρώ και πρόκειται για την 11η υψηλότερη τιμή. Στη συνολική τιμή φυσικού αερίου, οι φόροι και τα τέλη αντιστοιχούν σε ποσοστό 16% και είναι από τα χαμηλότερα μερίδια στην Ε.Ε. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος, το Ηνωμένο Βασίλειο μετρά φόρους και τέλη στο φυσικό αέριο σε ποσοστό 7%, το Λουξεμβούργο 10%, ενώ Βουλγαρία, Τσεχία, Λιθουανία και Σλοβακία βλέπουν τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις σε ποσοστό 17% σε σχέση με την τελική τιμή.
Η μικρή μείωση της τιμής του φυσικού αερίου σε συνδυασμό με το χαμηλό ποσοστό φορολογικής επιβάρυνσης στη χώρα μας αναδεικνύει πως ακόμη η αγορά δεν είναι ανταγωνιστική. Κάτι που πρόκειται να συμβεί, σε επίπεδο λιανικής, την 1η Ιανουαρίου του 2018.