«Όλα δείχνουν, ότι η ελληνική οικονομία εισέρχεται στην τελική φάση εξόδου από την κρίση. Οι εκθέσεις ελληνικών και ξένων ερευνητικών οργανισμών, αλλά και ανεξάρτητων μελετητών, υιοθετούν πλέον το θετικό σενάριο για την ελληνική οικονομία, τουλάχιστον σε ότι αφορά στα επόμενα 2-3 χρόνια», γράφει σε άρθρο του στο ΑΠΕ ο επικεφαλής της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
«Αυτό όμως υπό προϋποθέσεις, που θα πρέπει να ικανοποιηθούν άμεσα. Από τον αθλητισμό γνωρίζουμε, ότι για τη νίκη η τελική προσπάθεια απαιτεί, αντί να επαναπαυθεί κανείς, να δώσει όλες του τις δυνάμεις. Ας παραδειγματιστούμε από τον αθλητή Μο Φάρα, όταν τρέχει τα 10 χιλιόμετρα.
Με την εμπειρία από τη λειτουργία της κρατικής μηχανής, αλλά και της νομοθετικής λειτουργίας, όπου η όποια παρέμβαση από τη στιγμή της απόφασης έως την έναρξη υλοποίησης, χρειάζονται 7-10 μήνες, θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε το θετικό μομέντουμ που προήλθε από το κλείσιμο της Β' αξιολόγησης, αλλά και της επιτυχημένης εξόδου στις αγορές, χωρίς μάλιστα την ένταξη των κρατικών μας ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Αυτό καταδεικνύει ότι, οι επενδυτές, μαζί με τις καλές αποδόσεις, εκτιμούν ότι η χώρα ανακτά εμπιστοσύνη και οι κίνδυνοι μετριάζονται. Είχε προηγηθεί άλλωστε η έκδοση στην εσωτερική αγορά μιας σειράς εταιρικών ομολόγων, όπου τόσο οι Έλληνες όσο και οι ξένοι επενδυτές τοποθετήθηκαν σε καλές επιχειρήσεις με προοπτική, αψηφώντας τη βαθμολογία των οίκων αξιολόγησης για την ελληνική οικονομία στο σύνολό της, η οποία όμως βελτιώνεται συνεχώς. Είναι βέβαιο, ότι η αποκλιμάκωση του επιτοκίου των εταιρικών ομολόγων, το οποίο πλησίασε το 3%, συνέβαλλε αποφασιστικά και στην πίεση προς τα κάτω εκείνου των κρατικών ομολόγων.
Οι τρεις άμεσοι στόχοι στη χάραξη οικονομικής πολιτικής
Ποιοι θα πρέπει τώρα να είναι οι άμεσοι στόχοι στη χάραξη οικονομικής πολιτικής, στο πλαίσιο υλοποίησης ενός νέου παραγωγικού προτύπου που θα στηρίζεται στο τρίπτυχο επενδύσεις, εξαγωγές και καινοτομία, ώστε τον Αύγουστο του 2018 η χώρα μας να είναι σε θέση να αναχρηματοδοτεί τις ανάγκες της από τις αγορές και να μη χρειάζεται να προσφεύγει στα κράτη δανειστές και συνεπώς να αποκτήσει χώρο για την άσκηση αυτόνομης οικονομικής πολιτικής;
Πρώτον, η προώθηση μέτρων διευκόλυνσης και ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας, αποσκοπώντας αφενός μεν στη βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων των επιχειρήσεων καθώς και στην προσέλκυση ξένων, κυρίως άμεσων επενδύσεων. Και οι δύο ενέργειες αυξάνουν την απασχόληση και τα εισοδήματα σημαντικά, μέσα από την πολλαπλασιαστική διαδικασία που εμπεριέχουν με θετική επίδραση στην κατανάλωση. Αξίζει να τονισθεί εδώ, ότι φιλικό περιβάλλον για την επιχειρηματικότητα δε σημαίνει υποχρεωτικά μείωση των φόρων(που θα ήταν ευπρόσδεκτη) και κατάργηση ρυθμίσεων και ελέγχων. Αντίθετα μάλιστα, η υγιής επιχειρηματικότητα μπορεί να αναπτυχθεί μόνο σε καλά ρυθμισμένες αγορές, όπου υπάρχουν κανόνες που εξασφαλίζουν ίσους όρους στη λειτουργία τους.
Δεύτερον, υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με ταυτόχρονη αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Χωρίς αμφιβολία οι διαρθρωτικές αλλαγές απαιτούν χρόνο, όχι μόνο για το σχεδιασμό, αλλά και για την επιτυχή εφαρμογή τους. Όμως, υπάρχουν τομείς, κυρίως στην οργάνωση και λειτουργία του κράτους, όπου οι παρεμβάσεις μπορεί να γίνουν γρήγορα και με άμεση απόδοση. Αναφέρομαι σε εφαρμογές συστημάτων πληροφορικής, όπου το παράδειγμα της πραγματοποίησης ηλεκτρονικών συναλλαγών μάς δείχνει το δρόμο της επιτυχίας. Από 144 εκατ. πληρωμές μέσω καρτών το 2015, εκτιμάται ότι το 2017 θα ξεπεράσουν τα 600 εκατ. ευρώ με ότι αυτό συνεπάγεται για τα έσοδα του κράτους και του κόστους των συναλλαγών.
Έτσι, τα επόμενα βήματα, χωρίς καθυστέρηση, θα πρέπει να περιέχουν την ηλεκτρονική έκδοση τιμολογίων, καθώς και τη σύνδεση των ταμειακών μηχανών με το Taxisnet. Στη συνέχεια και χωρίς καθυστερήσεις πρέπει να αντιμετωπισθούν τα χρόνια προβλήματα της αδειοδότησης των επιχειρήσεων μέσα από παρεμβάσεις, όπως η ηλεκτρονική αδειοδότηση, ο χωροταξικός σχεδιασμός, οι χρήσεις γης, καθώς και θέματα που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος.
Σε ότι αφορά τώρα στο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας τη διετία 2017-2018 αναμένεται να εισρεύσουν στα κρατικά ταμεία περί τα 4,2 δισ. ευρώ. Αυτά αποτελούν μια σημαντική ενίσχυση των εσόδων, αλλά όχι μόνο. Η αξιοποίηση πολλών περιουσιακών στοιχείων συνδέεται, συνήθως, με επενδύσεις που παράγουν θέσεις εργασίας και εισοδήματα. Περιέχουν συνέργειες που βοηθούν την τοπική κοινωνία, όπως η βελτίωση της υποδομής στα αεροδρόμια, ή δίνουν ένα ισχυρό αναπτυξιακό μήνυμα στους ξένους επενδυτές, όπως η έναρξη εργασιών στο συγκρότημα του Ελληνικού.
Τρίτον, αξιοποίηση όλων των πιθανών πηγών άντλησης κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση μιας διατηρήσιμης ανάπτυξης. Οι κυριότερες από αυτές είναι:
Τράπεζες: Χωρίς αμφιβολία οι εμπορικές τράπεζες θα συνεχίσουν να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και στο μέλλον. Η συμμετοχή τους πιθανόν να περιορισθεί προς όφελος των άλλων πηγών χρηματοδότησης, κάτι που καταγράφεται ως τάση διεθνώς, όμως η συμβολή τους είναι αναντικατάστατη.
Για το λόγο αυτό είναι ανάγκη να ανακτήσουν την τρωθείσα εμπιστοσύνη, να προσελκύσουν τα ελεύθερα διαθέσιμα (πρώην καταθέσεις), μεγάλο κομμάτι των οποίων δεν εξαφανίσθηκε, αλλά αποτελεί πλούτο της χώρας και να ενισχυθεί η προοπτική για άρση των Capital Controls, αίροντας ταυτόχρονα και την αβεβαιότητα από την αγορά, όσο η χώρα θα προχωράει στο δρόμο προς την κανονικότητα. Ταυτόχρονα είναι ανάγκη να επιταχυνθούν οι διαδικασίες αποκλιμάκωσης του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι οποίες έχουν ήδη ξεκινήσει, ώστε να απελευθερωθούν πόροι για την χρηματοδότηση υγιών επιχειρήσεων με προοπτική.
Κρατικός τομέας: Είναι γνωστό ότι όσο διαρκεί το πρόγραμμα στήριξης από τους δανειστές, αλλά και μετά από το τέλος του με την εφαρμογή του Δημοσιονομικού Συμφώνου, τα περιθώρια άσκησης επεκτατικής πολιτικής μέσω του κρατικού προϋπολογισμού είναι πολύ περιορισμένα, αν όχι ανύπαρκτα. Παρ΄όλα αυτά το κράτος έχει στη διάθεσή του εργαλεία όπως ο αναπτυξιακός νόμος, το ΕΣΠΑ, το νέο χρηματοδοτικό ταμείο, το ΕΤΕΑΝ, την αξιοποίηση πόρων από υπερεθνικούς φορείς, όπως είναι η Ευρωπαϊκή τράπεζα Επενδύσεων και η EBRD, αλλά και την αναγγελθείσα Αναπτυξιακή Τράπεζα, μέσα από τα οποία είναι σε θέση να συμβάλλει στη χρηματοδότηση μικρών κυρίως επιχειρήσεων, αλλά και στη χρηματοδότηση των μεγάλων έργων υποδομής.
Σε ότι αφορά στα τελευταία, η χώρα μας αποκτά σταδιακά ένα σύγχρονο οδικό δίκτυο, όπως επίσης και αεροδρόμια και λιμάνια με σύγχρονες προδιαγραφές, κάτι που είναι πολύ σημαντικό για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Κεφαλαιαγορά: Στις περισσότερες χώρες οι εναλλακτικές, εξωτραπεζικές, πηγές χρηματοδότησης, καλύπτουν ένα μεγάλο ποσοστό, 60% στις ΗΠΑ και 40% περίπου στην Ευρώπη, των αναγκών των επιχειρήσεων. Στη χώρα μας ο τομέας αυτός παρέμενε για πολλά χρόνια, για διάφορους λόγους, αναξιοποίητος. Όμως η αποδοχή από το επενδυτικό κοινό της αγοράς εταιρικών ομολόγων, με έκδοση στο εσωτερικό και διαπραγμάτευση δευτερογενώς στο Χρηματιστήριο Αθηνών, καταδεικνύει πόσο αναγκαία ήταν και πόσο σημαντικός θα είναι ο ρόλος της στην κάλυψη των αναγκών των ελληνικών επιχειρήσεων στο μέλλον.
Ήδη, σε μερικούς μήνες έχουν αντληθεί από σημαντικές επιχειρήσεις περί τα 700 εκατ. ευρώ απευθείας από την αγορά, με υπερκάλυψη της ζήτησης πάνω από 2,5 φορές. Ταυτόχρονα για τις μικρότερες επιχειρήσεις και τις νεοφυείς, λειτουργεί η αγορά της κεφαλαιακής συμμετοχικής χρηματοδότησης (Crowdfunding), η οποία έρχεται να καλύψει μικρότερα ποσά για την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων, που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, περιέχουν όμως υψηλό ρίσκο και για το λόγο αυτό δε βρίσκουν πρόσβαση στις τράπεζες.
Μέσα στο Σεπτέμβριο θα τεθούν σε λειτουργία και ρυθμίσεις που αφορούν στους Οργανισμούς Εναλλακτικών Επενδύσεων, τα Funds of Funds, και μιας σειράς ακόμη χρηματοδοτικών εργαλείων, ώστε οι επιχειρήσεις να μπορούν να επιλέξουν την πηγή χρηματοδότησης που τους ταιριάζει.
Είναι αυτονόητο, ότι οι καλές προοπτικές που διαγράφονται για τη χώρα έχουν ως προαπαιτούμενο το κλείσιμο της τρίτης αξιολόγησης και την πιστή εφαρμογή των συμφωνηθέντων με τους δανειστές. Το όφελος που θα προκύψει από μια τέτοια γρήγορη διαδικασία θα απομακρύνει την αβεβαιότητα και θα βοηθήσει στην ανάκτηση της απαραίτητης εμπιστοσύνης για το μέλλον της οικονομίας μας, που είναι αναγκαία για να ανοίξει ο δρόμος της ελεύθερης πρόσβασης στις αγορές, αλλά και για την προσέλκυση κεφαλαίων τόσο από τις τράπεζες όσο και από τις επιχειρήσεις.