«Τράτο» 1+4 ετών θα έχουν, όπως όλα δείχνουν, οι ευρωπαϊκές τράπεζες, προκειμένου να επιμερίσουν στα εποπτικά τους κεφάλαια τη ζημιά, που θα επέλθει από το γεγονός ότι θα σχηματίζουν, πλέον, προβλέψεις για αναμενόμενες ζημιές πιστωτικού κινδύνου.
Από την 1η Ιανουαρίου του 2018, όπως αποκάλυψε το Euro2day.gr , εισάγεται σε εφαρμογή για όλες τις επιχειρήσεις της Ευρωζώνης, το διεθνές πρότυπο χρηματοοικονομικής αναφοράς 9 (IFRS 9), αντικαθιστώντας το ΔΠΧΑ 39.
Τράπεζες και επιχειρήσεις θα πρέπει, πλέον, να σχηματίζουν προβλέψεις απομείωσης πιστωτικού κινδύνου, όχι με βάση συντελεσθείσες, αλλά αναμενόμενες ζημιές (Expected Credit Loss). Πρόκειται για κομβικής σημασίας μετάβαση, που θα «φορτώσει» τις τράπεζες με νέες προβλέψεις, αυτή τη φορά για τυπικώς ενήμερα δάνεια.
Αναγνωρίζοντας τη σημασία και το κόστος της μετάβασης, οι αρχές προσανατολίζονται να παράσχουν στις τράπεζες περίοδο προσαρμογής 4 ετών. Τη ζημιά, δηλαδή, που θα εγγράψουν στην καθαρή τους θέση, το 2018, από το σχηματισμό νέων προβλέψεων θα μπορούν να την «περάσουν» τμηματικά, εντός 4ετίας, στα εποπτικά τους κεφάλαια.
Η σχετική διαβούλευση έχει, σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, ολοκληρωθεί και η παροχή 4ετίας δείχνει να έχει «κλειδώσει». Μέρος, όμως, της ζημιάς από τις νέες προβλέψεις θα εγγραφεί στα εποπτικά κεφάλαια, κατά τη χρήση του 2018.
Σύμφωνα με όσα συζητούνται, οι πρόσθετες προβλέψεις για υφιστάμενα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα θα επιβαρύνουν αποκλειστικά τα εποπτικά κεφάλαια της χρήσης 2018 και δεν θα μπορούν να επιμεριστούν στην 4ετία 2019-22. Στόχος είναι να αποφευχθούν πρακτικές καταστρατήγησης.
Αντίθετα, η επιβάρυνση που θα έχουν οι τράπεζες στη χρήση του 2018 από τις νέες προβλέψεις για αναμενόμενες ζημιές τυπικώς ενήμερων δανείων θα μπορεί να επιμερισθεί στα εποπτικά κεφάλαια σε περίοδο τεσσάρων ετών (2019-22). Με αυτόν τον τρόπο, οι τράπεζες θα έχουν τη δυνατότητα να απορροφήσουν σταδιακά τις επιπτώσεις της μετάβασης.
Αναλυτές και τραπεζικά στελέχη σημειώνουν ότι οι εγχώριες τράπεζες θα επιδιώξουν να πάρουν στη χρήση του 2018 το σύνολο σχεδόν της ζημιάς, ώστε να μην επιβαρύνουν σημαντικά τα αποτελέσματα των επόμενων ετών, δημιουργώντας κίνδυνο να μην μπορεί να συμψηφισθούν με φόρο εισοδήματος οι οριστικές αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις τους (Deferred Tax Credits- DTCs).
Το ύψος των νέων προβλέψεων αναμένεται να είναι σημαντικό, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό που θα θέσει σε κίνδυνο την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών εν όψει της άσκησης προσομοίωσης του 2018.
Άλλωστε, τα εξυπηρετούμενα δάνεια των εγχώριων τραπεζών ανέρχονται στο 68% των συνολικών χορηγήσεων, ενώ αν εξαιρεθούν ρυθμισμένα και απομειωμένα πέφτουν στο 50%.
Επιπρόσθετα, οι τράπεζες έχουν σχηματίσει προβλέψεις για μέρος των δανείων, που είναι τυπικά ενήμερα, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν μπορούν να αποπληρωθούν αν δεν ρευστοποιηθούν εξασφαλίσεις, ενώ υψηλές προβλέψεις έχουν διενεργηθεί και για -αρκετά- ρυθμισμένα δάνεια.
Από την άλλη, βέβαια, τα παραδείγματα της Μαρινόπουλος και σειράς άλλων επιχειρήσεων δείχνουν ότι υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες δεν έχει γίνει ορθή εκτίμηση της αύξησης του πιστωτικού κινδύνου. Αντίθετα, οι τράπεζες μέσω συνεχών αναχρηματοδοτήσεων, μετέθεταν το σχηματισμό προβλέψεων, που πλέον δείχνουν αναπόφευκτες.