Η βελτίωση του οικονομικού κλίματος μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος και τα σημαντικά βήματα σε επίπεδο νομοθετικών πρωτοβουλιών και εμπλουτισμού του ρυθμιστικού πλαισίου για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αποτελούν ισχυρά πλεονεκτήματα στην προσπάθεια του ελληνικού τραπεζικού συστήματος να αντιμετωπίσει τις μεγάλες προκλήσεις των επομένων ετών, δηλαδή την πλήρη και δομική διόρθωση των ανισορροπιών των ισολογισμών τους και την επιτυχή αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, υπογραμμίζει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο.
Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνει η Alpha, οι ελληνικές τράπεζες είναι σε θέση εκ νέου να διαδραματίσουν το βασικό τους ρόλο, δηλαδή τη διοχέτευση των αποταμιευτικών πόρων της ελληνικής οικονομίας προς τα πλέον αποδοτικά επενδυτικά σχέδια καθώς και την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων για την εξυγίανση πολλών επιχειρήσεων.
Υπάρχουν πολλά ενθαρρυντικά στοιχεία προς την κατεύθυνση αυτή. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα ενώ παράλληλα συνεχίζεται η τάση απομόχλευσης των στοιχείων ενεργητικού στο πλαίσιο της εφαρμογής των σχεδίων αναδιάρθρωσης, κυρίως μέσω της πώλησης θυγατρικών στο εξωτερικό.
Η αποκλιμάκωση της έκτακτης χρηματοδότησης (Emergency Liquidity Assistance) είναι ιδιαιτέρως εμφανής από το δεύτερο εξάμηνο του 2016 και ιδιαίτερα τους πρώτους μήνες του 2017, φθάνοντας τον Μάιο στα €41 δισ.
Η εξάρτηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος από τον μηχανισμό του Ευρωσυστήματος για έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα βρίσκεται σημαντικά χαμηλότερα από το ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο που σημειώθηκε τον Ιούνιο του 2015 (€86,8 δισ.), όταν είχαν επιβληθεί οι έλεγχοι κεφαλαίων (capital controls) και είχαν ήδη καταγραφεί πολύ σημαντικές εκροές καταθέσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, τον Ιούνιο του 2015 η συνολική εξάρτηση των Ελληνικών τραπεζών για χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα ανερχόταν σε €127 δισ., ενώ τον Μάιο του 2017 μειώθηκε στα €57 δισ.
Επιπλέον σημειώνεται ότι, τον Δεκέμβριο του 2016 το υπόλοιπο των υποχρεώσεων των Ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων προς το Ευρωσύστημα αποτελούσε το 38% του ΑΕΠ, ποσοστό υψηλό σε σχέση με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η μείωση του ποσοστού των αναγκών των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ρευστότητα μέσω του ELA είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και την επάνοδο της οικονομίας σε ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης.